Η άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και η νίκη στις τοπικές εκλογές στη Θουριγγία σε συνδυασμό με τη δεύτερη θέση στη Σαξονία και την αγωνία του καγκελάριου Ολαφ Σολτς και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) με την πύρρειο νίκη στο Βρανδεβούργο χτύπησαν καμπανάκια (ξανά) στην Ευρώπη. Είχε προηγηθεί το θρίλερ στη Γαλλία με την Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν, για να έρθει τώρα και να ηχήσει για τα καλά η «καμπάνα» με τη νίκη του ακροδεξιού με νεοναζιστικά χαρακτηριστικά Κόμματος της Ελευθερίας (FPÖ) στην Αυστρία, το οποίο κέρδισε, με τον επικεφαλής Χέρμπερτ Κικλ να δηλώνει πως στόχος του είναι να γίνει «ο καγκελάριος του λαού». Πρόκειται για ένα ευρωσκεπτικιστικό και ρωσόφιλο κόμμα, το οποίο κινείται στην ίδια λογική με τους υπόλοιπους ακροδεξιούς πολιτικούς σχηματισμούς που σημειώνουν άνοδο στην Ευρώπη προκαλώντας έντονη ανησυχία για τις εξελίξεις, πολύ περισσότερο τη στιγμή που ο Χέρμπερτ Κικλ είναι και θαυμαστής του υπερσυντηρητικού Ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν.

Με απλά λόγια, στην Ευρώπη η ακροδεξιά δείχνει ξανά τα δόντια της θυμίζοντας την περίοδο της οικονομικής κρίσης, πατώντας κυρίως σε ζητήματα όπως το Μεταναστευτικό. Το παράδειγμα της Αυστρίας είναι ακόμη πιο χαρακτηριστικό, δεδομένου ότι το κόμμα-νικητής των εκλογών είναι νεοναζιστικής λογικής έχοντας ιδρυθεί από πρώην ναζί και αξιωματούχους των SS, όπως έχει αναφερθεί.

Τα τελευταία χρόνια, η άνοδος ακροδεξιών μορφωμάτων δεν είναι πρωτοφανές φαινόμενο. Ομως πλέον το φαινόμενο δείχνει να λαμβάνει μεγάλες διαστάσεις σε ισχυρά κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, με αποτέλεσμα να εγείρονται ζητήματα ως προς την εφαρμογή της κοινής πολιτικής σε ζητήματα όπως, για παράδειγμα, το Μεταναστευτικό. Η σπασμωδική αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης δείχνει ότι η Ευρώπη παρέμεινε ανοχύρωτη ως προς την αντιμετώπιση της ανόδου της ακροδεξιάς, παρά το γεγονός ότι τα σημάδια ήταν ξεκάθαρα. Η «καμπάνα» που ήχησε την Κυριακή βρίσκει την Ελλάδα σε καλύτερη μοίρα. Τα θεσμικά αντίβαρα που έχει αναλάβει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έχουν λειτουργήσει και εξακολουθούν να λειτουργούν, με την κυβερνώσα παράταξη να αποτελεί το βασικό ανάχωμα. Αρκεί να σημειωθεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει κάποιο κόμμα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας που να μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απειλή» για την κεντρική πολιτική σκηνή. Αλλωστε,  παρατηρείται μια πολυδιάσπαση, η οποία οφείλεται στην προσωποκεντρικότητα των κομμάτων αυτών.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν μια πτώση στα ποσοστά που συγκεντρώνουν τα ακροδεξιά κόμματα στην Ελλάδα, παρότι στις ευρωεκλογές παρουσίασαν αύξηση των ποσοστών, που δεν συνοδεύτηκε όμως από δραματική αύξηση του αριθμού των ψηφοφόρων τους, οι οποίοι σημειωτέον επέλεξαν την αποχή. Αρκεί να σημειωθεί ότι στο σύνολό τους τα κόμματα που κινούνται στον χώρο της ακροδεξιάς έχασαν περίπου 4% σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις που είχαν προηγηθεί στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Σε αυτό συμβάλλει η πολιτική της κυβέρνησης σε όλους τους τομείς. Η Ελλάδα, κατά κοινή ομολογία, βρίσκεται σε μια φάση πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας, αντιμετωπίζει τις κρίσεις που έχουν προκύψει σε διεθνές επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα έχει λάβει μέτρα ως προς το Μεταναστευτικό που, στο πλαίσιο των αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οδηγεί στη μείωση ροών και παραμονών στη χώρα.

Παράλληλα, η ανάταξη της οικονομίας, οι νέες θέσεις εργασίας και οι αυξήσεις στους μισθούς καθιστούν τις ακροδεξιές πρακτικές αδύναμες να διεισδύσουν στην κοινωνία. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως υπάρχει εφησυχασμός. Τα καμπανάκια έχουν ηχήσει εδώ και καιρό, αλλά λαμβάνονται υπόψη. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, λειτουργώντας θεσμικά, κινείται στο πλαίσιο της κατασκευής όλων των απαραίτητων αντίβαρων, κόντρα όμως στα υπόλοιπα κόμματα, ειδικά σε αυτά που αυτοαποκαλούνται προοδευτικά και εμφανίζονται μέσω της τοξικότητας να ρίχνουν λάδι στη φωτιά σε αρκετές περιπτώσεις, εκτιμώντας ίσως ότι αυτό θα συμβάλει στη συσπείρωση των δικών τους ψηφοφόρων.

Λέγοντας «όχι» στην τοξικότητα και τον λαϊκισμό, ο πρωθυπουργός αποτρέπει τη λειτουργία της θεωρίας των δύο άκρων επί του πεδίου. Με προμετωπίδα τη σταθερότητα και την ασφάλεια, στέλνει σαφές μήνυμα προς όλες τις πλευρές που ενεργούν με μικροκομματικά κριτήρια και με τη λογική της θεωρίας του χάους που επιτρέπει στα άκρα να κάνουν αισθητή την παρουσία τους.

Στο παρελθόν έχει επιδιωχθεί η δημιουργία προϋποθέσεων για την άνοδο των κομμάτων της ακροδεξιάς προκειμένου να φθαρεί η κυβέρνηση. Η προσπάθεια δεν έχει σταματήσει, μόνο υπαναχώρησε λόγω του χάους που επικρατεί στην αντιπολίτευση. Με την ολοκλήρωση του κύκλου των εσωκομματικών εκλογών, δεν αποκλείεται να επανέλθει. Προς το παρόν τα αντίβαρα λειτουργούν, ενώ το βάρος που ρίχνει η κυβέρνηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της καθημερινότητας είναι ένας κεντρικός παράγοντας αποτροπής.

Η καταστροφολογία πάνω στην οποία στηρίζονται οι ακραίοι για να παραμείνουν στο πολιτικό προσκήνιο δείχνει να μην τυγχάνει της ανάλογης ανταπόκρισης στους ψηφοφόρους. Ο λαϊκισμός δεν κόβει εισιτήρια όσο μια ισχυρή κυβέρνηση προχωρεί στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και τομές που συνδέονται άμεσα με το παρόν και το μέλλον της χώρας.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»