«Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ένα ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αρμόδιο να ερευνά, να διώκει και να παραπέμπει ενώπιον της δικαιοσύνης εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, όπως απάτη, διαφθορά, ξέπλυμα χρήματος, διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ». Αυτό αναφέρεται στην επίσημη ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία έλαβε και την απόφαση για την ίδρυσή της. Στο πλαίσιο αυτό η στάση της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, της Λάουρα Κοβέσι, προκαλεί ερωτήματα αναφορικά με το θέμα της τραγωδίας των Τεμπών και της προσπάθειας να παρέμβει στο ζήτημα του ελληνικού συντάγματος και της αλλαγής του νόμου περί ευθύνης υπουργών, ανεξάρτητα από το εάν και κατά πόσον απαιτούνται αλλαγές στο συγκεκριμένο άρθρο. Σύμφωνα τουλάχιστον με όσα κατά καιρούς υποστηρίζουν τα κοινοβουλευτικά κόμματα.

Η Ευρωπαία Εισαγγελέας εμφανίσθηκε για δεύτερη φορά – η πρώτη ήταν τον Μάρτιο του 2024, δηλαδή πριν από τις ευρωεκλογές, να επιτίθεται τόσο στη χώρα μας και την κυβέρνηση Μητσοτάκη όσο και στην ελληνική Δικαιοσύνη, υποστηρίζοντας πως δεν μπορεί να διεξάγει έλεγχο διότι σκοντάφτει στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Τότε είχε λάβει τις απαντήσεις της και από τον Αρειο Πάγο και από τον πρόεδρο των Διοικητικών Δικαστών. Τώρα επανέρχεται, απαντώντας σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κώστα Αρβανίτη, και θέτει το ίδιο θέμα. Υποστηρίζοντας παράλληλα πως ο έλεγχος που επιχειρεί σκοντάφτει στον νόμο περί ευθύνης υπουργών. Και ζητά –εκ νέου– να αλλάξει το σχετικό άρθρο και ο νόμος προκαλώντας εύλογα ερωτήματα.

Ερωτήματα που στην παρούσα φάση συνδέονται με κάτι ακόμη. Την επικείμενη ακρόαση του Απόστολου Τζιτζικώστα για την ανάληψη καθηκόντων για τη θέση του Επιτρόπου Μεταφορών, την οποία επιχειρεί να μπλοκάρει η ευρωομάδα της Αριστεράς χρησιμοποιώντας θεωρίες συνωμοσίας. Με την ευρωομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να πρωτοστατεί, στο πλαίσιο της πολιτικής που ασκεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση προκειμένου να εκθέτει την ελληνική κυβέρνηση και κατ’ επέκταση την ίδια τη χώρα. Στην απάντησή της η Ευρωπαία Εισαγγελέας επαναλαμβάνει όσα είχε υποστηρίξει τον Μάρτιο του 2024 ζητώντας ουσιαστικά από την κυβέρνηση ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, να αλλάξει το σύνταγμά του, χωρίς όμως εξηγεί τους λόγους. Δηλώνει απλά ότι «σύμφωνα με το σύνταγμα της Ελλάδας, μόνο μια κοινοβουλευτική επιτροπή μπορεί να διερευνήσει τέτοιες υποθέσεις. Η διάταξη αυτή στρέφεται κατά του κανονισμού της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Ετσι, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε, διότι το μέρος της υπόθεσης που αντιστοιχούσε σε εμάς θα έπρεπε να σταλεί σε αυτή την κοινοβουλευτική επιτροπή» και καταλήγει: «Οπως σας είπα, αυτό δεν συνάδει με τον ευρωπαϊκό κανονισμό και πρέπει να αλλάξει»...

Η πρώτη αναφορά είχε γίνει μετά από την επίσκεψή της στην Ελλάδα και στον Αρειο Πάγο, κουνώντας το δάχτυλο όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στη Δικαιοσύνη. Η κοινή ανακοίνωση που είχαν εκδώσει από κοινού ο Αρειος Πάγος και η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, ήταν κάτι περισσότερο από σαφής έπειτα από την αναφορά στη συνάντηση και την εκατέρωθεν επιβεβαίωση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας και της Εισαγγελίας της χώρας μας, τόνιζε ότι αυτή γίνεται «οπωσδήποτε, μέσα στα θεσμικά πλαίσια που καθορίζονται από τον Κανονισμό (Ε.Ε.) 2017/1939 του Συμβουλίου, ο οποίος περιορίζει την καθ’ ύλην αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, αποκλειστικά και μόνον στις αξιόποινες πράξεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ευρωπαϊκής Ενωσης».

Πιο σαφής ήταν όμως ο πρόεδρος των Διοικητικών Δικαστών που δήλωνε πως «Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν εμποδίζει την Ευρωπαία Εισαγγελέα να ζητήσει έγγραφα και στοιχεία για τα Τέμπη», και «να τα στείλει στη συνέχεια στην ελληνική Βουλή». Και κατέληγε ότι η Λάουρα Κοβέσι «θα μπορούσε να κάνει τη δουλειά της αθόρυβα και μεθοδικά, όπως κάνουν οι πραγματικοί δικαστές και εισαγγελείς στις χώρες-μέλη, χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις που προσβάλλουν τη θεσμική αυτονομία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης και την καθιστούν μέρος του προβλήματος, αντί της λύσης».

Διότι περί αυτού πρόκειται. Περί παρέμβασης στη θεσμική αυτονομία των κρατών-μελών τη στιγμή που ο ρόλος της Ευρωπαίας Εισαγγελίας είναι συγκεκριμένος όπως και οι αρμοδιότητές της. Οι ως άνω αναφορές της σε δηλώσεις, απαντήσεις και συνεντεύξεις εκφεύγουν του ρόλου αυτού. Πολύ περισσότερο όταν και η Δικαιοσύνη και η κυβέρνηση στις συναντήσεις που έχουν γίνει έχουν θέσει στη διάθεση της Εισαγγελίας τα στοιχεία αναφορικά με τη σύμβαση 717 που επί της ουσίας διερευνά, ενώ, εάν προκύψει θέμα μαύρου χρήματος ή οτιδήποτε σχετικό, δεν καλύπτει τους υπουργούς η όποια ασυλία.

Το 2019, ο Κυριάκος Μητσοτάκη ως πρωθυπουργός στο πλαίσιο της αναθεώρησης του συντάγματος άλλαξε το άρθρο 86 και αφαίρεσε την αποσβεστική προθεσμία των δύο συνόδων που ίσχυε μέχρι τότε. Με τη ρύθμιση αυτή εξομοιώνεται το θέμα της παραγραφής ενός αδικήματος των υπουργών με ό,τι ισχύει για όλους τους πολίτες. Επίσης, στον νόμο περί ευθύνης υπουργών δεν εμπίπτει το θέμα της διακίνησης μαύρου χρήματος, αφού ο νόμος καλύπτει τους υπουργούς αποκλειστικά στις αρμοδιότητές τους. Και αν μη τι άλλο, η Ευρωπαία Εισαγγελέας αυτά διερευνά. Εκτός αν έγιναν αλλαγές στις αρμοδιότητες που η ίδια η Ευρωπαϊκής Ενωση έχει αναθέσει στο σχετικό όργανο...