«Η κανονικότητα στην πραγματικότητα δεν ήταν ποτέ ευκαιρία για την Αριστερά», δήλωνε η Εφη Αχτσιόγλου το 2021. Και μπορεί το 2023, πριν τις τότε εσωκομματικές εκλογές, να αναδιατύπωνε τη φράση λέγοντας ότι εννοούσε τη «νεοφιλελεύθερη κανονικότητα», εντούτοις η αρχική αναφορά της έρχεται να επιβεβαιωθεί. Με τον χειρότερο τρόπο για την Αριστερά, ή μάλλον για την «Πρώτη Φορά Αριστερά», όπως αυτοπροσδιόριζε ο ΣΥΡΙΖΑ την άνοδό του στην εξουσία.

Η κατάσταση στην οποία περιήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις απανωτές –και συντριπτικές– ήττες από το 2019 και ύστερα, είναι ουσιαστικά η αποτύπωση της άνω φράσης. Η κανονικότητα που ήρθε στη χώρα, παρά τις διαδοχικές κρίσεις που κλήθηκε να διαχειριστεί και να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι εμφανής. Υπάρχουν απτά αποτελέσματα και η Ελλάδα από αποσυνάγωγος έχει μετατραπεί σε κεντρικό πυλώνα σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή.

Και δεν είναι μόνο αυτό. Στο εσωτερικό η κανονικότητα έχει επανέλθει. Η πολιτική σταθερότητα είναι η βάση για την ανάπτυξη που επιτυγχάνεται. Οπως άλλωστε είναι και η βάση πάνω στην οποία υλοποιούνται επενδύσεις με στόχο περισσότερες θέσεις εργασίας και καλύτερους μισθούς. Η μείωση της ανεργίας καταγράφεται στους σχετικούς δείκτες. Οι αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, επίσης. Ναι, υπάρχει το θέμα της ακρίβειας, όμως αυτό είναι βέβαιο πως θα αντιμετωπιστεί. Τα υπόλοιπα που γίνονται όμως έχουν μόνιμο χαρακτήρα. Θα μείνουν και μετά από αυτήν την κρίση.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση βάζει ως κεντρική προτεραιότητα την καθημερινότητα. Σε όλους τους τομείς. Θα κριθεί από το αν πετύχει τους στόχους που έχουν τεθεί. Εντούτοις, οι πολίτες βλέπουν ότι υπάρχει ένας κεντρικός σχεδιασμός. Γίνονται λάθη; Ναι. Αναγνωρίζονται όμως και διορθώνονται. Με απλά λόγια, η χώρα λειτουργεί. Το αναγνωρίζουν όλοι, εντός και εκτός συνόρων. Γι’ αυτό άλλωστε και η κυβερνώσα παράταξη παραμένει κυρίαρχη στο πολιτικό σκηνικό και ο Κυριάκος Μητσοτάκης καταλληλότερος για πρωθυπουργός, με αποδοχή σε χώρους εκτός της Κεντροδεξιάς και της Δεξιάς.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίσθηκε ως ένας εκ των κεντρικών παικτών στην πολιτική σκηνή μέσα στην κρίση. Χρησιμοποίησε την οικονομική κρίση και τα μνημόνια για να αναδειχθεί και να φτάσει στην εξουσία. Αξιοποίησε στο έπακρο την αγανάκτηση των πολιτών και την οργή της περιόδου 2010-2015. Συνέργησε στο να στηθούν «κρεμάλες» και «λαϊκά δικαστήρια» στις πλατείες των Αγανακτισμένων και σχεδόν επέβαλε μια εμφυλιοπολεμική ρητορική, με δηλώσεις όπως το «ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν» και το «ή αυτοί ή εμείς».

Εταξαν τα πάντα στους πάντες. Μέχρι και για σεισάχθεια είχαν μιλήσει πριν ανέβουν στην εξουσία. Πρωτοστάτησαν σε ό,τι είχε κινηματική λογική, από τη μη πληρωμή των διοδίων μέχρι τη μη πληρωμή του ΕΝΦΙΑ. Οταν ανέλαβαν όμως την εξουσία, τα ξέχασαν όλα και εφάρμοσαν το τρίτο και χειρότερο –κυρίως όμως αχρείαστο- μνημόνιο, με αποτέλεσμα οι πολίτες να τους γυρίσουν την πλάτη αναζητώντας μια πρόταση εναλλακτική για την έξοδο στο ξέφωτο της κανονικότητας.

Είναι αυτό δηλαδή που όχι μόνο υποσχέθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, αλλά το εφάρμοσε αρχής γενομένης από την επομένη των εκλογών του 2019, δημιουργώντας τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την επιστροφή της κανονικότητας. Και τελικά είναι αυτό που οδήγησε τον ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή του κατάσταση. Ενα βήμα πριν τη διάλυση. Ενα βήμα πριν την επαναφορά στα «εξ ων συνετέθη», παρότι επιχείρησε να επαναφέρει στο προσκήνιο την οργή και την αγανάκτηση για διάφορα θέματα, επενδύοντας ακόμη και στο ακραίο ζήτημα της απώλειας ανθρώπινων ζωών, αρχής γενομένης από την πανδημία.

Οι πολίτες γύρισαν την πλάτη. Επέλεξαν την κανονικότητα σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις. Εστειλαν μήνυμα, που όμως δεν το έλαβαν στην αξιωματική αντιπολίτευση, ξανά και ξανά. Η εμμονή όμως στην τοξικότητα, τον λαϊκισμό –πέραν της επιβεβαίωσης πως δεν διαθέτει εναλλακτικό σχέδιο για λύσεις των προβλημάτων– αναδεικνύει και την εμμονή στη φράση του Μάο Τσετούνγκ «μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση».

Το γεγονός ότι δεν υπάρχει μεγάλη αναταραχή και δεν κατέστη δυνατό τα τελευταία χρόνια να διαμορφωθούν ανάλογες συνθήκες έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στα ποσοστά του 2023, τον Αλέξη Τσίπρα στην παραίτηση και την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη να κυριαρχεί, με τον ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέπεται σε ένα απολιτίκ σχήμα. Ενα –κατά Ζανέτ Τσίπρα– πολιτικό μόρφωμα που αδυνατεί να εκφράσει πολιτικό λόγο και  αναμασά καταστροφολογικές ανακοινώσεις που απευθύνονται σε λίγους ψηφοφόρους με οπαδική νοοτροπία.

Η εσωκομματική «σφαγή» είναι αποτέλεσμα της απουσίας συνεκτικής ουσίας. Η κατάρρευση δείχνει αδυναμία άσκησης κανονικής αντιπολίτευσης. Το 2019 δόθηκε μια ευκαιρία, που χάθηκε την περίοδο μέχρι το 2023. Το 2023 στάλθηκε ένα από τα τελευταία μηνύματα ως προς την ανταπόκριση των ψηφοφόρων. Πλέον το κόμμα που πριν από εννιά χρόνια θα χτυπούσε τα νταούλια για να χορεύουν οι αγορές, βρίσκεται στο σημείο να χορεύει τον χορό του… Ζαλόγγου. Και να αναζητείται αυτός που θα γίνει ο τελευταίος που θα κλείσει την πόρτα, αφού πρώτα κλείσει τον… διακόπτη.

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του «Μανιφέστο»