Στο 60% ανέρχεται η συμμόρφωση των Ελλήνων με υπέρταση στη φαρμακευτική αγωγή, όταν ο διεθνής μέσος όρος αγγίζει το 50%. Το συμπέρασμα προκύπτει από μελέτη του ΕΚΠΑ που διεξήχθη τη χρονιά 2019-2020, σε δείγμα 720 ατόμων, και στην οποία διαπιστώνεται επίσης, εκθετική αύξηση των χρονίων παθήσεων, με την πάροδο της ηλικίας.
Ο κύριος ερευνητής της μελέτης, καθηγητής Οικονομικών της Υγείας κ. Γιάννης Υφαντόπουλος σε συνέντευξη του στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» , δήλωσε ότι σημεία αναφοράς στην έρευνα αυτή αποτελούν η αρμονική συνεργασία γιατρού ασθενούς, αλλά και η εκπαίδευση του ιατρικού δυναμικού. Ο κ. Υφαντόπουλος είναι και Ακαδημαϊκός Υπεύθυνος του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών Διοίκηση Υπηρεσιών Υγείας. Οι γιατροί, τόνισε ο ίδιος, θα πρέπει να καταλάβουν καλύτερα τους ασθενείς τους, και αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να υπάρξει μία συνεχής εκπαίδευση και επικαιροποίηση της γνώσης και της έρευνας. Τα ερωτήματα που έθεσαν, μεταξύ άλλων, οι ειδικοί για την παρούσα μελέτη ήταν: Ποια είναι η συμμετοχή των ασθενών στο κεφάλαιο της γνώσης; Πώς θα μπορέσουν οι γιατροί να ενδυναμώσουν τον ασθενή, έτσι ώστε να συμμετέχει στις αποφάσεις για την καλύτερη θεραπεία του; Πώς ο ίδιος θα αποκτήσει αυτογνωσία για τη διαχείριση της νόσου του, με σκοπό τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, και την ευεξία του; Πόσο ικανοποιημένος είναι ο ασθενής με τον γιατρό του;
Το 50-60% αυτών που λέει ο γιατρός, απορροφά ο ασθενής
Για τη συμμόρφωση των ασθενών με υπέρταση, που στην παγκόσμια βιβλιογραφία φτάνει στο 50%, στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη μελέτη του ΕΚΠΑ οι ειδικοί παρατήρησαν ότι στα δημόσια νοσοκομεία, ανέρχεται στο 60%. Μάλιστα ο κ. Υφαντόπουλος σημειώνει ότι από αυτά που λέει ο γιατρός, ο ασθενής απορροφά το 50-60%, γιατί ενώ ο γιατρός έχει πλήρη γνώση της ασθένειας και συμβουλεύει τον ασθενή, ο ασθενής είτε από φόβο είτε από επιφυλακτικότητα, είτε από κακή ψυχολογία, δεν ακούει όλα όσα του λέει ο γιατρός. «Είναι διάφοροι παράγοντες που επηρεάζουν την καλή συμμόρφωση και έχουν σχέση με τον ασθενή, την εμπιστοσύνη, την αποτελεσματικότητα, τις απόψεις του ασθενούς, την κοινωνική απομόνωση, που υπάρχει στην τρίτη ηλικία. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι η καλή συμμόρφωση εξοικονομεί πόρους στο σύστημα υγείας ».
Σχεδόν έξι στους δέκα έχουν υπέρταση σε ηλικίες άνω των 65
Όσον αφορά την υπέρταση, σε σχέση με την ηλικία, παρατηρούνται τεράστιες διαφορές. «Σε άτομα κάτω των 34 ετών, μόλις το 1% παρουσιάζει υπέρταση, ενώ στην δεκαετία 55- 64 φτάνει το 31% και πάνω από τα 65 έτη το 57%. Η χοληστερόλη που είναι συγγενές νόσημα, επίσης παρουσιάζει υψηλά ποσοστά στην τρίτη ηλικία. Δηλαδή μέχρι τα 34 πάσχει μόνο το 2,6% ενώ πάνω από τα 65 έτη το ποσοστό αυτό διαμορφώνεται στο 35%, τουτέστιν πάσχει πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού. Και στο σακχαρώδη διαβήτη τα ποσοστά είναι αντίστοιχα. Ως εκ τούτου, υπάρχει μία εκθετική αύξηση των χρόνιων παθήσεων, που σχετίζεται με την ηλικία».
Εννέα στους δέκα άνω των 75 έχουν πολλαπλές χρόνιες παθήσεις
Το 75% των θανάτων παγκοσμίως αποδίδεται στις χρόνιες ασθένειες, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία του ΠΟΥ, ενώ στην Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία του 2020 από τη Εurostat, το Πανεπιστήμιο Αθηνών και τη στατιστική υπηρεσία, το 42% το πληθυσμού πάσχει από υπέρταση, καρδιαγγειακά, καρκίνο, χρόνιες αναπνευστικές παθήσεις, και σακχαρώδη διαβήτη. «Στις νέες ηλικίες τα χρόνια νοσήματα φτάνουν μόλις το 15% του πληθυσμού, ενώ στις ηλικίες 65-74 αγγίζουν το 70%, ενώ στα άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών, το ποσοστό των χρόνιων προβλημάτων υγείας ανέρχεται στο 85%-90% με δύο, τρεις ή περισσότερες παθήσεις συγχρόνως. Πχ υπέρταση, χοληστερίνη κατάθλιψη και σακχαρώδη διαβήτη».