Η θάλασσα, ο ήλιος, τα λαμπερά χρώματα, η ελληνική παράδοση και φύση, η ελληνική ομορφιά «ταξιδεύουν» σε ολόκληρο τον κόσμο, πάνω σε μαρμάρινα κομμάτια που αποτελούν τον «λευκό χρυσό» της Θάσου.
Μια παρέα από τη Θεσσαλονίκη, που απασχολείται σε οικογενειακή επιχείρηση επεξεργασίας μαρμάρου στην Άσσηρο, δεν παραδόθηκε στις δυσκολίες της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. Κατάφερε, με μια πρωτότυπη ιδέα, όχι μόνο να κρατήσει «ζωντανή» την επιχείρηση, αλλά και ν’ ανεβάσει θεαματικά τους τζίρους της. Δημιουργεί ελληνικά σουβενίρ, σουβέρ και μαγνητάκια εκτυπώνοντας πάνω στο κατάλευκο μάρμαρο της Θάσου, εικόνες από την Ελλάδα.
«Η επιχείρηση ξεκίνησε το 1978 από τον πατέρα μου. Πηγαίναμε πάρα πολύ καλά, δουλεύαμε πολύ, μέχρι που ήρθε ή κρίση και μας “γονάτισε”. Φτάσαμε σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Έμεινα μόνος», αναφέρει στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο ιδιοκτήτης επιχείρησης Πολύβιος Καραγιάννης και περιγράφει πώς μια απλή κουβέντα, άλλαξε τη ζωή του. «Σ’ έναν καφέ με την παρέα μου, σκεφτήκαμε ότι δεν έχουμε στη χώρα μας ποιοτικό σουβενίρ και προσπαθήσαμε αυτό να το κάνουμε με το μάρμαρο της Θάσου. Δυσκολευτήκαμε στην αρχή, αντιμετωπίσαμε πολλά προβλήματα, τελικά όμως καταφέραμε να το υλοποιήσουμε και είχε μεγάλη απήχηση», εξηγεί ο κ. Καραγιάννης.
Η πρωτότυπη αυτή ιδέα ανήκει στον Γιώργο Μπούμπουρα και η υλοποίησή της, όπως εκμυστηρεύεται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. «Η ιδέα προέκυψε από τα ταξίδια μου στο εξωτερικό. Δεν υπήρχε όμως η τεχνολογία για να την εφαρμόσουμε στη χώρα μας αρχικά. Ήταν μια σκέψη για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε σαν επιχείρηση. Ήταν ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα. Επιλέξαμε να κάνουμε μικρά και σταθερά βήματα και μας έδωσε πολύ θάρρος το ότι είχε μεγάλη ανταπόκριση από την αρχή το προϊόν μας», λέει χαρακτηριστικά. Εξηγεί δε, πως «οι εικόνες που διαλέγουμε να εκτυπώσουμε είναι εμπνευσμένες από την Ελλάδα, την ελληνική παράδοση, από την ελληνική φύση από την ελληνική ομορφιά, τον ήλιο, τη θάλασσα, τις παραλίες, την κλασσική αρχαιότητα και τα αρχιτεκτονικά μοτίβα».
Όπως επισημαίνει ο ιδιοκτήτης της οικογενειακής επιχείρησης, «κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης δεν είχαμε πρόβλημα, καθώς είχαμε ένα καινοτόμο προϊόν και πηγαίναμε κάθε χρόνο και καλύτερα. Με την πανδημία όμως “γονατίσαμε”, με μια πτώση τζίρου που έφτασε το 80%. Όμως και πάλι αντέξαμε, ήδη φέτος πηγαίνουμε καλύτερα από πέρυσι».
Μέσα από τα προϊόντα τους και με «εισιτήριο» το μάρμαρο της Θάσου, «ταξιδεύει» η Ελλάδα σε όλο τον κόσμο. «Το μάρμαρο Θάσου είναι γνωστό σε ολόκληρο τον κόσμο για την ποιότητα, τη λευκότητα, την καθαρότητα και την ποιότητα που δίνει. Το επιλέξαμε, διότι μπορούμε να εκτυπώσουμε δίχως να αλλοιώνονται τα χρώματα και το τελικό αποτέλεσμα έχει λάμψη και ομορφιά μαζί με τις εικόνες που χρησιμοποιούμε», υπογραμμίζει ο κ. Μπούμπουρας.
Ο ίδιος, περιγράφοντας τη διαδικασία επεξεργασίας του μαρμάρου, τονίζει: «Χρησιμοποιώντας μεθόδους κυκλικής οικονομίας, παίρνουμε τα μάρμαρα Θάσου από εργοστάσια που πλέον δεν τα επεξεργάζονται και τα κόβουμε εδώ στις διαστάσεις που θέλουμε για να γίνουν τα προϊόντα. Στη συνέχεια τοποθετούνται σε μηχανήματα παλαίωσης, όπου λειαίνονται οι ακμές τους και μετά εκτυπώνονται στους χώρους εκτύπωσης με μηχανήματα UV σύγχρονης τεχνολογίας που επιτρέπουν το μελάνι να στεγνώσει τη στιγμή που τελειώνει η εκτύπωση».
«Η ελληνική τουριστική αγορά κατακλύζεται από κινεζικά και τουρκικά προϊόντα κι εμείς προσπαθήσαμε να προσφέρουμε ένα διαφορετικό, ελληνικό, ποιοτικό προϊόν στους πελάτες μας και αυτό το εκτίμησαν όχι μόνο οι πελάτες μας, αλλά οι τουρίστες που αγόραζαν τα σουβενίρ μας», λέει με περηφάνια ο κ. Μπούμπουρας και ο κ. Καραγιάννης συμπληρώνει: «Όλοι είμαστε πολύ ικανοποιημένοι κι αυτό που κάνουμε το έχουμε αγαπήσει πάρα πολύ, όλα τα παιδιά. Εργαζόμαστε με μεράκι».
Η μικρή αυτή οικογενειακή επιχείρηση κατάφερε να σταθεί «όρθια», παρά το μεγάλο πλήγμα που δέχτηκε η τουριστική αγορά εξαιτίας της πανδημίας. Ήδη δραστηριοποιείται στο εξωτερικό, στην Αυστραλία, στην Αυστρία, στη Γαλλία και στην Κύπρο και στα επόμενα πλάνα της είναι η επέκταση και σε άλλες αγορές.