Δεν ξέρω αν αυτή την περίοδο μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό η κυβέρνηση, σχετικά με τη διαχείριση των βαρύτατων οικονομικών συνεπειών που προκαλεί ήδη η επιδημία, από το να δανείζεται υπέρμετρα με ιστορικά χαμηλά επιτόκια προκειμένου να χρηματοδοτεί – και μάλιστα χωρίς την αναγκαία πάντα εκλογίκευση – αθρόες φορολογικές απαλλαγές, διευκολύνσεις πληρωμών και χορήγηση βοηθημάτων και επιδομάτων. Ας μην είμαστε ακόμη αυστηροί σε κριτική.
Οι ακατανόητες όμως αυξήσεις συντάξεων, οι μειώσεις εισφορών και οι πληρωμές τώρα των καταλογισθέντων αναδρομικών για συντάξεις, καθώς και η χορήγηση διαφόρων προνομίων σε διάφορες επιχειρήσεις προκαλούν ανησυχία αν αυτά, ή άλλα που αναμένονται στο επόμενο διάστημα, μπορούν να οδηγήσουν στην μετά το τέλος της πανδημίας περίοδο σε μια νέα επανασταθεροποίηση των σοβαρά διαταραγμένων δημοσιονομικών πεδίων.
Αν καταστεί δηλαδή δυνατή η άσκηση πολιτικών δημοσιονομικής πειθαρχίας που θα είναι απολύτως αναγκαία για την οικονομική ανόρθωση της χώρας. Φοβούμαι επίσης πολύ ότι η επιδημιολογική αυτή κρίση διαρρηγνύει με την ευκολία των επεκτατικών πολιτικών ένα πνεύμα αυτοπειθαρχίας και αυτογνωσίας που ως ένα σημείο είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της χρεοκοπίας.
Αμφιβάλλω πολύ επίσης αν η επικοινωνιακή αισιοδοξία που διοχετεύεται περί «ταχείας αναπτύξεως του τόπου» μετά το τέλος της σημερινής περιπέτειας, έχει αληθή βάση. Το πόρισμα της επιτροπής Πισσαρίδη θεωρώ ότι είναι πολύ θετικό αφού χαράσσει σε μεγάλο βαθμό μεγάλες εθνικές οικονομικές προτεραιότητες που πρέπει να ακολουθήσει η χώρα. Δεν περιλαμβάνει μεν πρωτότυπες σκέψεις, αλλά βαδίζει πάνω στα ρεαλιστικά μονοπάτια των καιρών για μια χώρα που ακόμα βασανίζεται από τα «ιστορικά της ελλείμματα» (πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτισμικά κλπ). Η χώρα κινείται στο τρομώδες 207% δημόσιο χρέος του ΑΕΠ και με μια αποξηραμένη παραγωγική βάση. Η εθνική αγνόηση αυτού του δεδομένου είναι ακόμη μια βασιλεύουσα πραγματικότητα παρά τη δεκαετή περίοδο της πρόσφατης χρεοκοπίας. Αυτό οφείλεται:
1ον Στο δηλητήριο που συνεχίζει να εκχύει ο καθολικός και οριζόντιος λαϊκισμός που διαπερνά την ελληνική κοινωνία και έχει πάρει χαρακτήρα γενικευμένης αντίληψης και φιλοσοφίας, λειτουργεί με συγκεκριμένες πρακτικές και συμπεριφορές, τρόπο ζωής και κυρίαρχο τρόπο στη λήψη των πολιτικών αποφάσεων. Αυτή η αντίληψη είναι η αιτία που έφερε παλαιότερα την «τύφλωση και την κώφευση» και μας οδήγησε στην χρεοκοπία η οποία δυστυχώς και σήμερα εξακολουθητικά κυριαρχεί σε μια «ηθελημένα» απονευρωμένη και άπραγη κοινωνία.
2ον Στο δηλητήριο που έχει «μαρκάρει» εδώ και καιρό την πολιτική τάξη και δεν είναι τίποτα άλλο από την μεταλλαγή της πολιτικής σε «επικοινωνία». Είναι το σύγχρονο καρκίνωμα που παραμερίζει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων και την άσκηση πολιτικών και οδηγεί στο να ενδιαφέρονται πρωτίστως για τις εντυπώσεις και όχι για τις υποθέσεις.
Η χώρα είναι επόμενο να ξανακυλά με αυτό το κυρίαρχο πνεύμα σε δημοσιονομική ακαταστασία και σε παραγωγική αδυναμία που δύσκολα ανακάμπτει. Ό,τι απλόχερα δίδεται σήμερα, δύσκολα έως καθόλου μπορεί να ανατραπεί στην περίοδο της αυτοσυνειδησίας και του ρεαλισμού που αναγκαστικά θα χτυπήσει το κουδούνι του κινδύνου μετά την πανδημία. Το αρνητικά κυρίαρχο αυτό πνεύμα είναι δύσκολο να αλλάξει. Γι’ αυτό στην αφόρητη δύσκολη περίοδο μετά την πανδημία, αλλά και γενικώς μετά από κρίση, οι κοινωνίες χρειάζονται ηγέτες που να κρατούν τιμόνι και όχι τον καθρέφτη τους. Χρειάζεται να ληφθούν δύσκολες αποφάσεις από τους ίδιους και τον λαό. Το μέλλον της χώρας μας δεν μπορεί συνεχώς να περνά μέσα από τις ανάγκες προσωπικών επιβεβαιώσεων της πολιτικής ελίτ, με κάποιες εξαιρέσεις. Τον λαό λοιπόν οφείλεις να τον αντιμετωπίζεις «χριστιανικώς και πατριωτικώς», όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης, δηλαδή να δείχνεις την οφειλόμενη ευαισθησία ως καθήκον και να τον ανακουφίζεις από τα δεινά με θεσμικό τρόπο και όχι ως πατερούλης. Όχι να τον ρημάζεις αργότερα ως αποτέλεσμα της δημαγωγικής σου πολιτικής που έριξε τη χώρα στα βράχια.
Θεωρώ ότι κανένα «πόρισμα Πισσαρίδη» δεν θα μπορούσε από μόνο του να εφαρμοστεί και να ανοίξει νέους δρόμους, νέες προοπτικές και νέες βάσεις και θεμελιακές αρχές για την οικονομία. Η περίοδος που περνάμε μέχρι το τέλος της πανδημίας είναι κρίσιμη περίοδος. Από τώρα με βάση τις κατευθυντήρες αυτές αρχές πρέπει να συγκροτηθεί ένα γιγαντιαίο, πειθαρχημένο, βαθιά μεταρρυθμιστικό, συγκροτημένο και διαρθρωμένο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Επανάκαμψης της Οικονομίας. Απαιτούνται ικανότητες και τεχνογνωσίες που υπερβαίνουν το σημερινό επίπεδο ανταπόκρισης της κλασικής ελληνικής δημόσιας διοίκησης. Απαιτούνται διαρθρώσεις του προγράμματος με Θεσμικές Ομάδες Διαχείρισης Έργου σε κεντρικό, περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο που θα στελεχωθούν από ανθρώπους που γνωρίζουν και όχι από ανθρώπους που μοιράζουν απλώς χρήματα. Να γίνει αντιληπτό ότι θα συγκροτηθούν σύνθετα επί μέρους προγράμματα, που απαιτούν τεχνοκρατική ικανότητα, πολιτική σκέψη, περιβάλλοντα διαφάνειας, monitoring, χρονοστοχεύσεις κλπ. Τα προγράμματα χρηματοδότησης θα είναι άκρως ανταγωνιστικά και αν χαθούν οι αναλογούντες πόροι από αδυναμία απορρόφησης τους τότε οι ευθύνες για όσους βρεθούν στο πεδίο λήψης αποφάσεων και καθοδήγησης θα είναι εθνικών διαστάσεων. Σε κάθε περίπτωση όση χρηματοδότηση κι αν έρθει από την Ευρώπη, δεν αρκεί από μόνη της να δημιουργήσει νέα οικονομικά δεδομένα στη χώρα, που να την ξαναβάλουν στο δρόμο της ανάπτυξης.
Ούτως εχόντων προτείνω για την περίοδο μετά την πανδημία τα εξής:
Α) Μείωση των δημοσίων δαπανών για την εξασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας. Χωρίς πολιτικές φοβίες απέναντι στα καθιερωμένα «ιερά τοτέμ». Κατάργηση κάθε φορολογικής ασυλίας, διεύρυνση της φορολογικής βάσης με αμείλικτους σύγχρονους ελέγχους και εμπλουτισμό των φορολογικών μηχανισμών από ειδικά εκπαιδευμένους και συνεχώς εκπαιδευόμενους και τεχνολογικά πεπαιδευμένους λειτουργούς.
Β) Ζούμε σε άλλη εποχή. Οι παλαιού τύπου ξένες επενδύσεις καλώς να έρθουν, αλλά δυστυχώς δεν θα έρθουν στο βαθμό που τον ευαγγελίζονται οι ελίτ της χώρας. Το διοικητικό, πολιτικό και δικαστικό σύστημα δεν μπορούν να στείλουν ελκυστικά μηνύματα σε παραγωγικούς επενδυτές, αν πρώτα δεν προχωρήσουν βαθιές και θεμελιακές μεταρρυθμίσεις στους διοικητικούς, δικαστικούς και πολιτικούς θεσμούς της χώρας.
Γ) Η Ελλάδα πρέπει να στραφεί στην ενδογενή ανάπτυξη. Να στηριχθεί στις ικανότητές της και στους ανθρώπους της. Έχει πλέον μεγάλες υποδομές και μεγάλους οικονομικούς διαδρόμους ( αυτοκινητόδρομους, λιμάνια, κάθετους άξονες) για να κρεμάσει τα νέα της οικονομικά περιβάλλοντα, σε όλους τους τομείς. Θα έχει στην προσπάθεια αυτή χρηματοδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά και η οικονομική ελίτ της χώρας να κατανοήσει ότι οφείλει να επενδύσει στη χώρα ανενεργά κεφάλαιά της. Να λάβει πρωτοβουλίες για να συμβάλει και αυτή στην ενδογενή της ανάπτυξη.
Δ) Πρέπει να νιώσουμε όλοι ότι ο μηχανισμός επίτευξης της ενδογενούς ανάπτυξης δεν μπορεί να είναι ένα αυγοκέφαλο κεντρικό κράτος. Όπως σε όλη την Ευρώπη τον καθοριστικό ρόλο έχουν οι περιφέρειες της χώρας, οι δήμοι και οι καθ’ ύλην αποκεντρωμένοι Οργανισμοί. Με άλλη βεβαίως ποιότητα ανθρώπων που υπηρετούν σε αυτούς. Πρέπει να σταματήσει το παραμύθι της διατήρησης στα υπουργεία εκτελεστικού χαρακτήρα αρμοδιοτήτων και να προχωρήσει η μεταφορά τους στις αποκεντρωμένες δομές του κράτους. Τα δε υπουργεία να παράγουν μόνο πολιτικές και να ασκούν τον έλεγχο της εφαρμογής τους. Τίποτε άλλο. Όχι με κλασσικούς διοικητικούς υπαλλήλους, αλλά με ολιγάριθμο επιστημονικό προσωπικό όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια στον προηγμένο κόσμο. Από τα υπουργεία ξεκινά το επιτελικό κράτος.
Ε) Για την πραγμάτωση των προγραμμάτων ανάπτυξης πρέπει να καθοριστεί και μια νέα διαδικασία «συμβάσεων ανάληψης υποχρεώσεων» ανάμεσα στο κεντρικό κράτος, τις περιφέρειες, τους δήμους, τους καθ’ ύλην αποκεντρωμένους μηχανισμούς και τους ιδιώτες με αλληλόχρεα ανάληψη υποχρεώσεων προκειμένου να εφαρμοστούν τα μεγάλα και τα μικρότερα προγράμματα για την ανάκαμψη της οικονομίας. Όπως το επιτυχημένο και αποτελεσματικό σύστημα της Γαλλίας.
Οι διαδικασίες αυτές οδηγούν σε ευρύτερες νομιμοποιήσεις και ενθαρρύνσεις πρωτοβουλιών και αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο. Οδηγούν ταυτόχρονα στη θεσμική προστασία των επενδυτών και διασφαλίζουν την διαφάνεια και την αμεσότητα των διοικητικών και κοινωνικών ελέγχων.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά απαιτούν μια άλλη πνευματική κατάσταση. Ένα πνεύμα πίστης, θυσιών και προσφοράς όλων των ζωντανών δυνάμεων της κοινωνίας. Να πιστέψουμε στις δύσκολες ώρες που έρχονται, και όχι μόνο που περνάμε, ότι δεν έχουμε καταστεί ακόμη μια «ηττημένη» κοινωνία. Η επικοινωνιακή αισιοδοξία είναι μια βλαπτική και όχι έντιμη επιλογή. Αυτό που έχει αξία είναι η «δύσκολη αισιοδοξία», αυτή που προϋποθέτει να αγωνιστείς μεθοδικά και με ισχυρή βούληση για να επιτύχεις το στόχο.
Οι υποκριτικοί καθησυχασμοί και η καλλιέργεια προσδοκιών, αν συνεχίσουν, θα βλάψουν την υπόθεση της επαναφοράς της οικονομίας της χώρας. Αυτό θα φανεί οσονούπω. Περιθώρια κυβερνητικών ή αντιπολιτευτικών τακτικών δεν υπάρχουν. Η αλαφιασμένη εποχή που διερχόμαστε καθιστά αυτές τις τακτικές ανάξιες και επικίνδυνες. Το τι θα επιλέξουμε τελικά θα φανεί το επόμενο εξάμηνο. «Σιμά κοντά τα Γιάννενα…»
από το περιοδικό της Βουλής «Επί του Περιστυλίου»