Πιστή Αθηναία, μεγαλωμένη σε ένα σπίτι με απογόνους του Αντώνη Μπενάκη, όπου τα γράμματα και οι τέχνες, η αρχαιολογία και η πίστη στην παράδοση ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του σπιτιού και των ανθρώπων του.
Η Δέσποινα Γερουλάνου, αδελφή του Παύλου Γερουλάνου, έφυγε από τη ζωή, σήμερα, Τρίτη, έπειτα από νοσηλεία ενός μήνα -τις τελευταίες ημέρες σε μονάδα εντατικής θεραπείας- σε νοσοκομείο των Αθηνών λόγω πνευμονολογικής ασθένειας.
Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στη Δραματική Σχολή του Ελληνικού Θεάτρου Τέχνης (Θέατρο Τέχνης) Κάρολος Κουν. Εργάστηκε στο θέατρο και τον κινηματογράφο από το 1983 έως το 1990. Παρακολούθησε επίσης μαθήματα ζωγραφικής, γλυπτικής και κοσμημάτων στο Παρίσι και το 1992 οργάνωσε την πρώτη της ατομική έκθεση κοσμημάτων στην Αθήνα. Ακολούθησαν περισσότερες ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Από το 1994 ήταν διευθύντρια των Γκαλερί του Μουσείου Μπενάκη, αναδιοργανώνοντας το πρώτο πωλητήριο του Μουσείου και ιδρύοντας τέσσερις νέους χώρους για την προώθηση και υποστήριξη παραδοσιακών και σύγχρονων εφαρμοσμένων τεχνών και σχεδιασμού. Εχει επιμεληθεί διάφορες εκθέσεις και εκδηλώσεις σε αυτούς τους τομείς. Μεταξύ αυτών είναι οι σειρές «Αναζητήσεις στην Υλη» και «Η Βιτρίνα της Κριεζώτου 3», αναδεικνύοντας σημαντικούς εκπροσώπους των εφαρμοσμένων τεχνών και του design. Σήμερα είναι μέλος της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου Μπενάκη και εκπρόσωπος της Ελλάδας στο Πολιτιστικό Συμβούλιο του Michelangelo Foundation for Creativity and Craftsmanship.
Τον τελευταίο χρόνο ήταν πρόεδρος του Δ.Σ. του οργανισμού «Ελευσίνα 2023 – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης».
Είχε ταυτίσει τη ζωή της με το Μουσείο Μπενάκη και τη διατήρηση των ελληνικών θησαυρών ως απόδειξη της συνέχειας του μεγαλείου της Ελλάδας και της ιστορίας της. Η βυζαντινολόγος μητέρα της, εγγονή του Αντώνη Μπενάκη, ήταν και η πρώτη που είχε διοργανώσει τα πρώτα εκπαιδευτικά προγράμματα στο Μουσείο Μπενάκη και το φωτογραφικό αρχείο.
Κατά τις σπουδές της στο ΑΠΘ, όπως είχε πει η ίδια στη Lifo, είχαν ανοιχτεί νέοι δρόμοι για την ίδια: «Πηγαίναμε με μανία, θυμάμαι, στο μάθημα του Μαρωνίτη, ήταν η περίοδος της Μεταπολίτευσης και διαβάζαμε ασταμάτητα θεωρητικά κείμενα, οργανωνόμασταν σε νεολαίες, συζητούσαμε ατέλειωτες ώρες και άλλες τόσες περνούσαμε στους κινηματογράφους».
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, έρχεται η συνεργασία με τον Δημήτρη Χορν, που με την Ελλη Λαμπέτη ήταν γείτονες στο σπίτι όπου μεγάλωσε. Ο ίδιος ο θρυλικός ηθοποιός τής είχε προτείνει να παίξει στον «Αρχιμάστορα Σόλνες», όπου την προόρισε για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, με σκηνοθέτη τότε τον Αλέξη Σολομό.
Αυτή η παράσταση, που είχε έρθει από το… πουθενά, ήταν που την είχε ωθήσει στη σχολή του Καρόλου Κουν. Η ίδια, με την τριβή στην υποκριτική, είχε συνειδητοποιήσει ότι αυτή η δουλειά δεν ήταν για εκείνη. Είχε προλάβει όμως να παίξει και στο σινεμά. Στο «Βαριετέ» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, ενώ είχε συμμετάσχει και στα πρώτα γυρίσματα του «Ταξιδιού στα Κύθηρα» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, προτού ο σπουδαίος οτέρ αλλάξει εντελώς το σενάριο.
Λίγα χρόνια αργότερα, βρέθηκε στο Παρίσι, καθώς είχε μεν αποφασίσει να αφήσει το θέατρο, αλλά, όπως είπε η ίδια, ήθελε να κάνει κάτι με τα χέρια στην τέχνη, και αυτό ήταν τα θεατρικά σκηνικά.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα και αφού παντρεύεται τον Ανδρέα, περνούν δύσκολα χρόνια με την απόκτηση παιδιού. Τελικώς, είχαν προβεί σε τεκνοθεσία. Μάλιστα, ένα από τα δύο παιδιά, έχασε τη ζωή του σε πολύ μικρή ηλικία.
Τότε ήταν που μια πρόταση για να αναλάβει το πωλητήριο του Μουσείου Μπενάκη ήρθε ως μάννα εξ ουρανού. Από εκεί και πέρα, είχε ανοιχτεί εκ νέου ένας μεγάλος κόσμος για την ίδια. Η εγγενής δημιουργικότητά της και η συνεργασία με Ελληνες σχεδιαστές και τεχνίτες την είχαν ωθήσει σε νέους ορίζοντες, μετατρέποντας τα πωλητήρια των παραρτημάτων του Μουσείου Μπενάκη σε… ξεχωριστές γκαλερί.
Ο σύζυγός της, το 2019, φεύγει από τη ζωή, κάτι που, όπως ήταν φυσικό, την είχε κλονίσει, έπειτα από μιαν ολόκληρη ζωή μαζί· μια ζωή όχι πάντα εύκολη.
Κι όμως, η μοίρα τής είχε επιφυλάξει νέους ορίζοντες, όπως τότε με τον χαμό του παιδιού της. Ανέλαβε την πολύπαθη διοργάνωση της Ελευσίνας ως πολιτιστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, όπου, μαζί με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, κατάφεραν να βγάλουν από το τέλμα τη διοργάνωση, που είχε περάσει από σαράντα κύματα, μέχρι και την τελευταία στιγμή προ των εγκαινίων της.
Αλλωστε, εξ όσων συνάγεται, ήταν φτιαγμένη για τα δύσκολα. Και τα κατάφερνε πάντα.