Οι Γερμανοί αλλάζουν τις καταναλωτικές συνήθειές τους λόγω της ενεργειακής κρίσης, η οποία προκαλεί με τη σειρά της έκρηξη ακρίβειας. Έρευνα αναδεικνύει την πίεση που δέχονται κυρίως τα χαμηλά εισοδήματα, αλλά και την αγάπη των Γερμανών για τις διακοπές τους.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση που διενεργήθηκε από το Ινστιτούτο Kantar για λογαριασμό της Ένωσης Γερμανικών Ταμιευτηρίων (DSGV) και δημοσιεύεται κατ’αποκλειστικότητα στο περιοδικό Der Spiegel, το 38% των ερωτηθέντων περιγράφει την οικονομική του κατάσταση ως «πολύ καλή» και «καλή», ποσοστό κατά 9 μονάδες χαμηλότερο από το αντίστοιχο περσινό. Τόσο χαμηλό ποσοστό είχε καταγραφεί μόνο κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 2008. Επιπλέον, το 37% προβλέπει ότι η οικονομική του κατάσταση θα επιδεινωθεί εντός των προσεχών δυο ετών.
Από την έρευνα φαίνεται ότι πολλοί Γερμανοί «σφίγγουν ήδη το ζωνάρι». Το 64% δηλώνει ότι έχει περιορίσει την κατανάλωση τους τελευταίους 12 μήνες – ποσοστό επίσης ιδιαίτερα χαμηλό, συγκρίσιμο με το 2005, όταν εξελέγη καγκελάριος η ‘Αγγελα Μέρκελ.
Συγκεκριμένα, το 61% δηλώνει ότι επιλέγει πλέον φθηνότερα προϊόντα στο σούπερ μάρκετ, ενώ το 54% αναφέρει ότι έχει περιορίσει γενικότερα τις αγορές. Στην ενέργεια προσπαθεί να κάνει οικονομία το 49%, το 44% χρησιμοποιεί λιγότερο το αυτοκίνητο και το 42% προτιμά να μαγειρεύει περισσότερο στο σπίτι, αντί να τρώει σε εστιατόριο. Οι διακοπές πάντως φαίνεται ότι διατηρούν την ιδιαίτερη αξία τους για τους Γερμανούς, αφού περιορισμό τους δηλώνει μόνο το 38%. «Μια εξήγηση για τη σχεδόν ανεπηρέαστη διάθεση των Γερμανών μπορεί να είναι η παρατεταμένη απομόνωση και οι περιορισμοί κατά τη διάρκεια της πανδημίας», σημειώνει η DSGV.
Η έρευνα αναδεικνύει επίσης πόσο βαρύτερες είναι οι συνέπειες της κρίσης για τους οικονομικά πιο αδύναμους. Όσο χαμηλότερο είναι το εισόδημα, τόσο αυξάνεται το ποσοστό που δηλώνει ότι έχει περιορίσει τις αγορές του. Ενδεικτικά, 83% των νοικοκυριών με εισόδημα κάτω των 1.000 ευρώ μηνιαίως δηλώνουν ότι έχουν αλλάξει εδώ και καιρό τις καταναλωτικές τους συνήθειες. Αντιθέτως, μεταξύ των ερωτηθέντων με εισόδημα άνω των 2500 ευρώ μηνιαίως, μόνο το 11% δίνει την αντίστοιχη απάντηση.