Σε άρθρο του Νίκου Ανδρουλάκη στο iefimerida.gr για τα αποτελέσματα της Συνόδου Κορυφής και για τα μέτρα αντιμετώπισης των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας, περιγράφει τα προβλήματα που καλούνται να λύσουν και να ξεπεράσουν οι ευρωπαίοι ηγέτες ώστε οι οικονομίες των χωρών της ΕΕ να μην πληγούν ανεπανόρθωτα. Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής: 

“Με τους νεκρούς από την πανδημία του κορωνοϊού να πλησιάζουν τις 100.000, οι ηγέτες της Ένωσης καλούνται να υπερκεράσουν τις διαφορές τους και να καταλήξουν γρήγορα σε αποφάσεις.

Όμως, ούτε η τέταρτη έκτακτη σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου έβγαλε λευκό καπνό, δίνοντας την απαιτούμενη ανάσα.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ παρουσίασε τις προβλέψεις για την μέση ύφεση στην ΕΕ να ξεκινά από το 9% και να φτάνει στο 15%, περιγράφοντας το μέλλον με ακόμη πιο μελανά χρώματα από τον πρόεδρο του Eurogroup Σεντένο, ο οποίος την Τρίτη είχε προβλέψει ύφεση 7.5%, τρεις μονάδες υψηλότερη από το 4.5% στη κορύφωση της κρίσης του 2009.

Οι 27 ενέκριναν το τριπλό βραχυπρόθεσμο σχέδιο των 540 δισ. ευρώ του Eurogroup για την υποστήριξη της εργασίας και των επιχειρήσεων και την πιστοληπτική γραμμή για τις επιπτώσεις του κορωνοϊού χωρίς όρους, με δανειοδοτήσεις όμως που δημιουργούν νέο χρέος. Πέρα από αυτό, οι ηγέτες δεν κατάφεραν να σημειώσουν μεγάλη πρόοδο στο μακροπρόθεσμο πρόγραμμα ανοικοδόμησης αδυνατώντας να καταλήξουν άμεσα στις πρακτικές λεπτομέρειες.

Η δέσμευση της καγκελαρίου Μέρκελ να επεκτείνει τον επταετή προϋπολογισμό της ΕΕ ήρθε όταν η Λαγκάρντ – πιο κοντά στον προκάτοχό της Ντράγκι από τον Τρισέ – προειδοποίησε τους αρχηγούς των κυβερνήσεων, ότι κινδυνεύουν να κάνουν πολύ λίγα, πολύ αργά. Εν αντιθέσει με το παρελθόν, οι προθέσεις πλέον δεν αρκούν. Η αγαπημένη τακτική της Καγκελαρίου «βλέποντας και κάνοντας» δεν είναι πλέον αρκετή.

Η διαμόρφωση των στρατοπέδων είναι δυναμική, με τη Γαλλία και την Ισπανία που ηγούνται της διευρυμένης συμμαχίας του νότου, μιας ομάδας που ζητά την χρηματοδότηση μέσω επιχορηγήσεων είτε αυτές προέρχονται από ένα κατά πολύ μεγαλύτερο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, είτε από το νέο Ταμείο Ανάκαμψης. Στον αντίποδα, βρίσκεται η Γερμανία, Ολλανδία και την Αυστρία που πιστεύουν ότι η όποια ενίσχυση θα πρέπει να γίνει κυρίως με δάνεια. Όμως μπορεί σήμερα τα δανεικά αυτά να μην συνοδεύονται από μνημονιακές δεσμεύσεις, αν οδηγούν σε μία επιδείνωση της δημοσιονομικής εικόνας της χώρα και σε συνδυασμό με την αναμενόμενη ύφεση, θα μπορούσε να προκαλέσει σε μια νέα κρίση χρέους με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Η Ευρώπη έχει πληγεί σκληρά από την κρίση και οι βαθιά ριζωμένες διαφωνίες, μοιραία σε τέτοιες καταστάσεις, βγαίνουν στην επιφάνεια, σαν κακό οικογενειακό τραπέζι. Η έλλειψη στιβαρής ηγεσίας στην ΕΕ μπορεί, αλλά δεν πρέπει να αποβεί μοιραία.

Η Επιτροπή της Ούρσουλα Φον ντερ Λάιεν έχει αναλάβει να κατεβάσει μια συμβιβαστική πρόταση στο τραπέζι της επόμενης έκτακτης Συνόδου, στις 6 Μαΐου. Το πρώτο κείμενο που διέρρευσε πριν την Σύνοδο της Πέμπτης είναι όμως κατώτερο των περιστάσεων και δεν εξασφαλίζει ότι δε θα οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη συσσώρευση χρέους στις πιο αδύναμες οικονομίες της Ευρωζώνης.

Η όποια λύση θα πρέπει να συνδυάζει τη σημαντική αύξηση του Ευρωπαϊκού προϋπολογισμού με την ενεργοποίηση του άρθρου 122 παράγραφος 2 της Συνθήκης, ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να δανειστεί με ομόλογο τα αναγκαία αυτά ποσά για την ενίσχυση της οικονομίας. Ο ενισχυμένος Ευρωπαϊκός προϋπολογισμός θα μπορεί να λειτουργήσει τόσο ως εγγύηση αλλά και ως τρόπος αποπληρωμής αν όχι όλου του ποσού που θα ήταν και το ευκταίο, τουλάχιστον του μεγαλύτερου μέρους του. Αυτό θα επιτρέψει την παροχή βοήθειας με την μορφή άμεσων ενισχύσεων και όχι νέων δανείων που θα επιβαρύνουν περαιτέρω τα υπερχρεωμένα κράτη όπως είναι η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα.

Επιπλέον, θα πρέπει η Επιτροπή να εξετάζει προσεκτικά το πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων, εξασφαλίζοντας μια επί ίσοις όροις ανάκαμψη. Οι εξαιρέσεις που αποφασίστηκαν, έχουν στόχο την αποτροπή χρεοκοπιών επιχειρήσεων που πλήττονται σε τομείς όπως οι μεταφορές και τη βιομηχανία και όχι τη δυσανάλογη ενίσχυσή τους οδηγώντας στη διαστρέβλωση της ενιαίας αγοράς, λόγω της διαφορετικής οικονομικής δυναμικής κάθε χώρας.

Η Ένωση οφείλει να σταματήσει την κακή συνήθεια στα δύσκολα, να αποφασίζει κατόπιν εορτής αυξάνοντας το κόστος για τους πιο αδύναμους. Στην αρχή της πανδημίας, χώρες όπως η Γερμανία αποφάσιζαν να απαγορεύσουν την εξαγωγή υγειονομικού υλικού προς τις χώρες που το χρειάζονταν. Αν και η απόφαση αυτή γρήγορα ανατράπηκε μέσα από γενική κατακραυγή, έμεινε χαραγμένη στη συνείδηση τόσο των Ιταλών όσο και των υπολοίπων Ευρωπαίων.

Κανείς δε θα θυμάται ότι όταν χρειάστηκε, πάνω από 200 βαριά ασθενείς μεταφέρθηκαν από την Ιταλία και τη Γαλλία σε Γερμανικές ΜΕΘ για νοσηλεία. Ούτε βεβαίως και την αγορά ιατροφαρμακευτικού υλικού και τους επαναπατρισμούς 50.000 Ευρωπαίων πολιτών με συνολικό κόστος κοντά στα 500 εκατομμύρια μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας. Μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη και στην οικονομική κρίση που μας περιμένει, γιατί η πολιτική που θα την ακολουθήσει θα είναι σαρωτική και με απρόβλεπτες συνέπειες”.