Είναι ακόμη πρόωρο να αποφασιστούν μόνιμα μέτρα επεκτατικού χαρακτήρα» δηλώνει στη συνέντευξη που παραχωρεί στη «Ν» ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής Φραγκίσκος Κουτεντάκης. Χαρακτηρίζει «αρκετά ρεαλιστικό» έναν ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 6% για φέτος, ενώ «βλέπει» το ΑΕΠ του 2022 να είναι υψηλότερο από το αντίστοιχο του 2019 (δηλαδή πριν ξεσπάσει η πανδημία) τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη.
«Η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι το μέλλον κρύβει πάντα εκπλήξεις και ότι η οικονομία δεν μένει ποτέ ανεπηρέαστη» υποστηρίζει ο κ. Κουτεντάκτης. Γι’ αυτό και τάσσεται υπέρ της δημοσιονομικής υπευθυνότητας ώστε να μην υπονομευτεί η προσαρμογή που επιτεύχθηκε, κυρίως όσον αφορά τη βιωσιμότητα του χρέους.
Δημοσιεύσατε πριν από λίγες ημέρες την έκθεση για την πορεία της οικονομίας στο β’ τρίμηνο. Ασφαλώς θα έχετε κάνει κάποιες προβολές για την πορεία της οικονομίας για το σύνολο της χρονιάς. Τι δείχνουν αυτές οι προβολές; Βλέπετε ισχυρότερο ρυθμό ανάπτυξης από το 5,9% που είναι ο επίσημος αναθεωρημένος στόχος;
«Τόσο η ύφεση του α’ τριμήνου όσο και η μεγέθυνση του β’ τριμήνου ήταν σαφώς καλύτερες από τις προβλέψεις. Ταυτόχρονα, η ανοδική πορεία των βραχυχρόνιων δεικτών, όπως ο δείκτης οικονομικού κλίματος και ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών, καθώς και η καλή επίδοση του τουρισμού υποδεικνύουν ότι η θετική δυναμική θα συνεχιστεί και στο γ’ τρίμηνο. Όλα αυτά συνηγορούν προς την κατεύθυνση της αναθεώρησης των προβλέψεων προς τα πάνω και θεωρούμε αρκετά ρεαλιστική μια μεγέθυνση της τάξης του 6% για το τρέχον έτος».
Υπάρχει μια δυναμική σε ευρωπαϊκό επίπεδο ότι η οικονομία πολλών κρατών-μελών θα επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα νωρίτερα από ό,τι αναμενόταν. Εκτιμάτε ότι κάτι αντίστοιχο μπορεί να συμβεί και για την ελληνική οικονομία; Εσείς πότε βλέπετε την ανάκτηση των επιπέδων της οικονομίας πριν από την πανδημία;
«Οι περισσότερες προβλέψεις εκτιμούσαν επαναφορά στα επίπεδα προ της πανδημίας -δηλαδή στα επίπεδα του 2019- εντός του 2022. Αυτό δεν αλλάζει, φαίνεται όμως πως εντός του τρέχοντος έτους θα καλυφθεί περισσότερο χαμένο έδαφος από το αναμενόμενο. Εφόσον τα πράγματα εξελιχθούν ομαλά, το ΑΕΠ του 2022 θα είναι πιθανότατα υψηλότερο από εκείνο του 2019, τόσο για την Ευρώπη όσο και για την Ελλάδα. Η αντίδραση της ευρωπαϊκής οικονομικής πολιτικής υπήρξε ταχύτερη και αποτελεσματικότερη, τουλάχιστον σε σχέση με την αντίστοιχη αντίδραση στη διάρκεια της προηγούμενης κρίσης, πράγμα που, όπως φάνηκε, απέδωσε καρπούς. Τα έγκαιρα και ισχυρά δημοσιονομικά μέτρα, που επέτρεψε η αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, σε συνδυασμό με τις ευνοϊκές νομισματικές συνθήκες, που δημιούργησε το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ, συνέβαλαν αποφασιστικά στη γρήγορη επαναφορά των οικονομιών. Παράλληλα, η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές για τα επόμενα έτη και να επιτρέψει στα κράτη-μέλη να βελτιώσουν τις δημόσιες υποδομές τους».
Γεωπολιτικές εντάσεις και φυσικές καταστροφές οι οποίες έχουν αυξηθεί σε συχνότητα και ένταση λόγω της κλιματικής αλλαγής θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την ανάκαμψη και σε ποιο βαθμό;
«Η οικονομική δραστηριότητα δεν διεξάγεται στο κενό, αλλά σε συγκεκριμένα πολιτικά, κοινωνικά και φυσικά περιβάλλοντα. Στον βαθμό που τα περιβάλλοντα αυτά μεταβάλλονται, προκαλούν οικονομικές επιπτώσεις. Οι γεωπολιτικές εντάσεις, για παράδειγμα, τροποποιούν καθιερωμένες διπλωματικές ισορροπίες, αποσταθεροποιούν αγορές και ανατρέπουν προσδοκίες. Ακραία φυσικά φαινόμενα εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής καταστρέφουν πάγια κεφάλαια, διαταράσσουν τοπικές οικονομικές δομές και προκαλούν δαπάνες για την αντιμετώπισή τους. Οι προσφυγικές ροές, συχνά ως συνέπεια και των δύο προηγούμενων, ανακατανέμουν ανθρώπινους πόρους και εγείρουν υπαρκτούς ή φανταστικούς ανταγωνισμούς στις χώρες υποδοχής.
Δεν ξέρουμε, για παράδειγμα, τις οικονομικές επιπτώσεις της συμφωνίας AUKUS (της συμμαχίας Αυστραλίας, Βρετανίας και ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα), ούτε τις προσφυγικές ροές που θα προκαλέσει η παλινόρθωση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, όπως δεν γνωρίζουμε το οικονομικό μέλλον στη Βόρεια Εύβοια που καταστράφηκε από τις φωτιές το καλοκαίρι. Σε αυτά πρέπει να προστεθεί η δραματική παγκόσμια αύξηση των τιμών της ενέργειας και οι ευρύτερες πληθωριστικές πιέσεις που ενδέχεται να αλλάξουν τα διεθνή νομισματικά δεδομένα των τελευταίων δέκα και πλέον ετών. Εν ολίγοις, η ιστορία μάς έχει διδάξει ότι το μέλλον κρύβει πάντα εκπλήξεις και η οικονομία δεν μένει ποτέ ανεπηρέαστη».
Πρόσφατα προτείνατε ένα ολοκληρωμένο πακέτο αλλαγών εν όψει των διαπραγματεύσεων για το «νέο» Σύμφωνο Σταθερότητας. Η συζήτηση αναμένεται να ξεκινήσει το επόμενο χρονικό διάστημα και μάλιστα όπως έχει φανεί δεν θα είναι εύκολη. Με βάση την εμπειρία σας, σε ποια σημεία εκτιμάτε ότι θα κριθεί η «μάχη» λήψης των αποφάσεων και πότε;
«Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας είχε ξεκινήσει πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Αφήνοντας κατά μέρος τις τεχνικές λεπτομέρειες των κανόνων, το επίκεντρο της συζήτησης αφορά το κριτήριο του δημόσιου χρέους και τους δημοσιονομικούς στόχους. Όλοι συμφωνούν στο βασικό ζητούμενο που είναι η δημοσιονομική ισορροπία, υπάρχουν όμως διαφορές τόσο για τον ορισμό της (κριτήριο χρέους) όσο και για την ταχύτητα προσέγγισής της (δημοσιονομικοί στόχοι). Τα δύο βασικά “στρατόπεδα” παραμένουν στις ίδιες παραδοσιακές γραμμές: η Γαλλία με τις χώρες του Νότου και η Γερμανία με τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης. Το κρίσιμο ζήτημα είναι να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη των δεύτερων στην αξιοπιστία του ευρώ χωρίς να υπονομευτούν οι αναπτυξιακές προοπτικές των πρώτων. Προφανώς η διαπραγμάτευση θα εξαρτηθεί από πολιτικούς υπολογισμούς, σε κάθε περίπτωση πάντως οι βασικές αποφάσεις θα πρέπει να έχουν ληφθεί μέχρι τα μέσα του επόμενου έτους ώστε το αναθεωρημένο Σύμφωνο Σταθερότητας να τεθεί σε λειτουργία, όπως προβλέπεται, στις αρχές του 2023».
Μεγαλύτερος του αναμενομένου ρυθμός ανάπτυξης και χαμηλότεροι των αναμενομένων δημοσιονομικοί στόχοι, δημιουργούν δημοσιονομικό χώρο. Ποιος είναι κατά τη δική σας γνώμη ο βέλτιστος τρόπος αξιοποίησής του; Καλύτερη κοινωνική πολιτική; Μείωση φόρων; Ενίσχυση δαπανών για παιδεία και υγεία;
«Ο δημοσιονομικός χώρος δεν εξαρτάται από τους κανόνες και τη βραχυχρόνια μεγέθυνση, αλλά από τη μακροχρόνια βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους. Για να τον εκτιμήσει κανείς, θα πρέπει να έχει πιο καθαρή εικόνα για τις προοπτικές της οικονομίας από αυτή που υπάρχει σήμερα. Γι’ αυτό πιστεύουμε ότι είναι ακόμα πρόωρο να αποφασιστούν μόνιμα επεκτατικά μέτρα. Όπως γράφαμε επανειλημμένα στις εκθέσεις μας, η πανδημία και τα μέτρα αντιμετώπισής της προκάλεσαν ένα σημαντικό κόστος που θα επιβαρύνει το δημόσιο χρέος για τα επόμενα χρόνια. Αυτό ισχύει για όλες τις χώρες, που θα πρέπει να αναζητήσουν τρόπους επαναφοράς στη δημοσιονομική ισορροπία. Στη χώρα μας ειδικά, με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην Ε.Ε., η επίδειξη δημοσιονομικής υπευθυνότητας είναι ιδιαίτερα κρίσιμη, ώστε να μην υπονομευτεί η προσαρμογή που επιτεύχθηκε. Ο θεσμικός ρόλος του Γραφείου μας είναι να επισημαίνουμε τέτοιους κινδύνους, ακόμα κι αν γινόμαστε δυσάρεστοι».
Στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή για το 2ο τρίμηνο του έτους υπάρχει ειδική αναφορά στο σκέλος της ανεργίας. Από τι θα εξαρτηθεί η συνέχιση της καθοδικής πορείας της ανεργίας τους επόμενους μήνες, παρόλο που έχουν αποσυρθεί τα περισσότερα μέτρα στήριξης;
«Η ανησυχία για την αύξηση της ανεργίας μετά την απόσυρση των ειδικών μέτρων στήριξης της απασχόλησης δεν φαίνεται να πραγματοποιείται. Αντίθετα, το ποσοστό ανεργίας καταγράφει μείωση και ο αριθμός των απασχολούμενων αυξάνεται. Πρέπει ωστόσο να σημειώσουμε ότι δεν μπορούν ακόμα να βγουν ασφαλή συμπεράσματα, καθώς οι εργοδότες είναι υποχρεωμένοι να διατηρούν το προσωπικό τους. Σε κάθε περίπτωση, η πορεία της ανεργίας εξαρτάται, κατά κανόνα, από τη γενικότερη πορεία της οικονομίας και ειδικότερα των κλάδων που απασχολούν το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι η ανεργία παραμένει υψηλή και θα χρειαστούν πρόσθετες παρεμβάσεις για τον περιορισμό της».
Πώς βλέπετε την απόφαση της κυβέρνησης να προχωρήσει στην εφαρμογή του «Πρώτου Ενσήμου» προκειμένου να βοηθήσει τους νέους να βρουν εργασία και να αποκτήσουν εργασιακή εμπειρία; Θα συμβάλει στη μείωση του ποσοστού ανεργίας των νέων το οποίο παραμένει σε υψηλά επίπεδα; Χρειάζονται αντίστοιχες στοχευμένες παρεμβάσεις και για άλλες κοινωνικές ομάδες όπου εντοπίζονται υψηλά ποσοστά ανεργίας;
«Η επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών είναι μια διαδεδομένη πολιτική που διευκολύνει την ένταξη των ανέργων στην απασχόληση. Η αποτελεσματικότητά της είναι γενικά δοκιμασμένη, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Ο στόχος, προφανώς, δεν είναι μια πρόσκαιρη μείωση της απασχόλησης, αλλά οι θέσεις αυτές να αποτελέσουν εφαλτήριο για την παραμονή και εξέλιξη των νέων στην αγορά εργασίας και να μη χαθούν με τη λήξη του προγράμματος. Θα πρέπει, συνεπώς, να διασφαλιστεί ότι οι νέοι που θα συμμετέχουν στα προγράμματα θα έχουν τις ευκαιρίες και τα κίνητρα για την αναβάθμιση των δεξιοτήτων τους, ώστε να βελτιώσουν τις μετέπειτα προοπτικές τους στην αγορά εργασίας. Οπωσδήποτε θα χρειαστούν αντίστοιχα τέτοια προγράμματα, όπως υπάρχουν ήδη για άλλες κατηγορίες εργαζομένων που παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά ανεργίας».
Από την έντυπη έκδοση της Ναυτεμπορικής