Θέση στην ιατρική διαμάχη σχετικά με το αν τα Μη Στεροειδή Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα (ΜΣΑΦ) έχουν παρενέργειες στα άτομα με νόσο COVID-19 λαμβάνει ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας για τον νέο κορωνοϊό, καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας.

Με έναtweet που παραπέμπει σε ανάλυση που έχει αναρτηθεί στο επιστημονικό ιστόστοπο MedScape γράφει: «Νεότερα για το θέμα των μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων – still not enough data».Πρόωρα τα όποια συμπεράσματα τα ΜΣΑΦ.

Εδώ και μερικές ημέρες έχει πυροδοτηθεί επιστημονική συζήτηση αναφορικά με την χρήση των ΜΣΑΦ στη διαχείριση της συμπτωματολογίας που προκαλεί στους πάσχοντες ο νέος κορωνοϊός SARS-CoV-2.

Όλα ξεκίνησαν από ανακοίνωση των γαλλικών υγειονομικών αρχών, το περασμένο Σάββατο, δια στόματος του Γάλλου υπουργού Υγείας Ολιβιέ Βεράν, ότι έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χρήση ΜΣΑΦ, όπως η ιβουπροφαίνη, σε ασθενείς με νόσο COVID-19 και τη σύστασή τους για εναλλακτική χρήση παρακεταμόλης.

Αμέσως εκατοντάδες έγκριτοι επιστήμονες ανά τον κόσμο έσπευσαν μέσω των κοινωνικών δικτύων να λάβουν θέση επί του θέματος, λέγοντας ουσιαστικά ότι δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για μια τέτοια σύσταση. Το ίδιο κάνει και ο κ. Τσιόδρας μέσω της ανάρτησής του στο Twitter.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι την περασμένη Κυριακή το υπουργείο Υγείας της Ισπανίας ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η ιβουπροφαίνη (ή άλλο ΜΣΑΦ) επιδεινώνει τη νόσο COVID-19. Στο ίδιο μήκος κύματος, και οι βρετανικές υγειονομικές αρχές συμφωνούν μεν με τους Ισπανούς συναδέλφους τους, αλλά τάσσονται υπέρ της παρακεταμόλης ως καλύτερη επιλογή γενικότερα για την αντιμετώπιση των λοιμώξεων.

Χθες ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας τάχθηκε επίσης κατά της αλόγιστης χρήσης ΜΣΑΦ γενικότερα με τον εκπρόσωπο του, Κρίστιαν Λιντμάγερ, να λέει ότι εμπειρογνώμονες του Οργανισμού μελετούν σχετικά στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί παλαιότερα και «εν τω μεταξύ, τους συμβουλεύουμε (τους πολίτες) να λαμβάνουν περισσότερο παρακεταμόλη, παρά να χρησιμοποιούν αυτοχορηγούμενη ιβουπροφαίνη. Είναι πολύ σημαντικό αυτό», τόνισε.

Υπενθυμίζει δε ότι και η παρακεταμόλη θα πρέπει να λαμβάνεται με προσοχή και σε συγκεκριμένες δόσεις, διότι μία ενισχυμένη δοσολογία μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για το ήπαρ.

Ο Γκρέγκορι Πολαντ, καθηγητής Ιατρικής και Μολυσματικών Νόσων και διευθυντής στο Τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης Εμβολίων της περίφημης Mayo Clinic, των ΗΠΑ, σχολιάζει στο MedScape ότι «δεν υπάρχουν επιστημονικά τεκμηριωμένα στοιχεία κάποιου διακριτού κινδύνου από τη χρήση των ΜΣΑΦ στην περίπτωση της νόσου COVI-19». Και σημειώνει ότι χωρίς ταξινόμηση οποιωνδήποτε νέων δεδομένων για επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες των ΜΣΑΦ σχετικά με την εν λόγω νόσο, όλα είναι υπό διερεύνηση.

«Πιστεύω ότι τα στοιχεία προς το παρόν είναι ανεπαρκή για να κάνουμε μια καταληκτική ανακοίνωση, όπως αυτή που έκανε ο Γάλλος υπουργός Υγείας», τονίζει ο Δρ. Πολαντ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ιβουπροφαίνη, όπως και η παρακεταμόλη, είναι από τα ευρύτερα χρησιμοποιούμενα αναλγητικά, παγκοσμίως, και η ασφάλεια και αποτελεσματικότητά της ως αναστολέας του πυρετού και του πόνου είναι τεκμηριωμένη εδώ και χρόνια από πολλές κλινικές μελέτες.

Η ιβουπροφαίνη, ως δραστική ουσία, εμπεριέχεται σε εκατοντάδες σκευάσματα, πρωτότυπα και αντίγραφα. Μια εκ των εταιρειών που κατέχει άδεια διάθεσης σκευασμάτων με βάση την ιβουπροφαίνη, η Reckitt Benckiser (RB), σε ανακοίνωσή της σημειώνει ότι «η ιβουπροφαίνη είναι ένα καθιερωμένο φάρμακο που έχει χρησιμοποιηθεί με ασφάλεια για πολλά χρόνια ως αναστολέας του πυρετού και του πόνου. Τα προϊόντα μας που περιέχουν ιβουπροφαίνη χρησιμοποιούνται αποτελεσματικά από εκατομμύρια καταναλωτές σε 40 αγορές και έχουν διατεθεί ως φάρμακα χωρίς ιατρική συνταγή για περισσότερα από 30 χρόνια. Όλα τα φάρμακα ελέγχονται αυστηρά για να εξασφαλιστεί ότι συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της τοπικής υγειονομικής αρχής».

Υπενθυμίζει δε ότι η κατάλληλη χρήση ιβουπροφαίνης και παρακεταμόλης εξακολουθεί να συνιστάται σήμερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές υγειονομικές αρχές ως μέρος της συμπτωματικής θεραπείας του COVID-19. «Η RB δεν έχει επίγνωση ότι υπάρχουν ενδείξεις ότι η ιβουπροφαίνη επηρεάζει δυσμενώς την έκβαση σε ασθενείς που πάσχουν από μόλυνση με COVID-19», καταλήγει η ανακοίνωση με την εταιρεία να δεσμεύεται ότι εξετάζει λεπτομερώς όλα τα επιστημονικά δεδομένα σε συνεργασία με τις ρυθμιστικές αρχές διεθνώς.