Στο παράλληλο επίπεδο του πολέμου στη Μέση Ανατολή, με παρασκήνιο, σκοτεινούς διαδρόμους και μυστικές αποστολές, τα εντάλματα σύλληψης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά του Μπενιαμίν Νετανιάχου και του πρώην υπουργό Αμυνας του Ισραήλ, Γιόαβ Γκάλαντ, φαίνεται ότι δεν ήταν απλά μία δικαστική απόφαση. Αντιθέτως, εντάσσεται στον πόλεμο κυριαρχίας Ισραήλ-ΗΠΑ εναντίον κάθε χώρας-αντίβαρου στη συμμαχία των συμφερόντων στην περιοχή.

Αυτή η διαπίστωση έγκειται σε μία πρώτη ανάγνωση, γιατί πάντα υπάρχει και ο αντίλογος: όσοι αμφισβητούν την εδαφική ακεραιότητα του Τελ Αβίβ και και την ισχύ της Ουάσιγκτον στην πολύπαθη περιοχή βρίσκουν σύμμαχο στους «προοδευτικούς» εισαγγελείς του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Φυσικό και επόμενο, τα εντάλματα σύλληψης με κατηγορίες για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας να ανοίξουν το… κουτί της Πανδώρας.

Φήμες και υπονοούμενα

Για παράδειγμα, ο γενικός εισαγγελέας του Δικαστηρίου, Καρίμ Χαν, έχει κατηγορηθεί για παρενόχληση μιας συναδέλφου του. Το φερόμενο ως θύμα αποφάσισε να μην υποβάλει επίσημη καταγγελία, ενώ σύμφωνα με τη «Daily Mail» ο Χαν αρνήθηκε τις κατηγορίες, αφήνοντας να εννοηθεί ότι εντάσσονται στο πλαίσιο μιας εκστρατείας συκοφαντικής δυσφήμησης εναντίον του. Ο Χαν ελέγχθηκε εξονυχιστικά από το ΔΠΔ για τους ισχυρισμούς αυτούς μερικές εβδομάδες πριν ανακοινώσει τα πρώτα εντάλματα σύλληψης κατά Νετανιάχου και άλλων αξιωματούχων του Ισραήλ και της Χαμάς, τον περασμένο Μάιο. Το Τελ Αβίβ είχε τότε καταθέσει επίσημη αίτηση στο ΔΠΔ αμφισβητώντας τα εντάλματα, ενώ ο Χαν είχε καταγγείλει ότι δέχθηκε απειλές.

Τον Μάιο του 2024, ο «Guardian» προκαλεί έντονες συζητήσεις όταν δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Ο εννιαετής “κατασκοπευτικός πόλεμος” του Νετανιάχου κατά του ΔΠΔ». Σύμφωνα με την έρευνα της βρετανικής εφημερίδας, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ βρίσκεται σε «κατασκοπευτικό πόλεμο» με το Δικαστήριο, με εμπλοκή του πρώην επικεφαλής της Μοσάντ, Γιόσι Κοέ, σε απειλές κατά της πρώην εισαγγελέως του ΔΠΔ, Φατού Μπενσουντά, με τις οποίες προσπάθησε να την πιέσει να εγκαταλείψει την έρευνα για εγκλήματα πολέμου στα παλαιστινιακά εδάφη.
Σύμφωνα με τον «Guardian», oι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες κατέγραψαν τις επικοινωνίες πολλών αξιωματούχων του Δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένου του Χαν και της προκατόχου του εισαγγελέα, υποκλέπτοντας τηλεφωνικές κλήσεις, μηνύματα, mails και έγγραφα. Υπό την επίβλεψη των συμβούλων του Ισραήλ για την εθνική ασφάλεια, στις προσπάθειες συμμετείχαν η εγχώρια υπηρεσία κατασκοπείας, Shin Bet, η Διεύθυνση Πληροφοριών του στρατού, Aman, και το τμήμα κυβερνοκατασκοπείας Μονάδα 8200.

Η βρετανική εφημερίδα επικαλέστηκε ανώτερο Ισραηλινό αξιωματούχο που είπε ότι «η προσωπική εμπλοκή του Κοέν στην επιχείρηση κατά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου δικαιολογήθηκε με βάση ότι το δικαστήριο αποτελούσε απειλή για δίωξη στρατιωτικού προσωπικού». Αλλη ισραηλινή πηγή είπε ότι στόχος της Μοσάντ ήταν να τη στρατολογήσει ως άτομο που συνεργάζεται με τις επιδιώξεις του Ισραήλ. Μια τρίτη πηγή είπε ότι ο Κοέν λειτούργησε ως «ανεπίσημος αγγελιαφόρος» του Νετανιάχου.

Η Μπενσουντά φέρεται να ενημέρωσε μια μικρή ομάδα ανώτερων αξιωματούχων του ΔΠΔ για τις προσπάθειες του Κοέν να την επηρεάσει, εν μέσω ανησυχιών για τη συνεχιζόμενη και ολοένα και πιο απειλητική φύση της συμπεριφοράς του Κοέν, με τη Μοσάντ να δείχνει έντονο ενδιαφέρον για τα μέλη της οικογένειάς της και να έχει στη διάθεσή της μυστικές ηχογραφήσεις του συζύγου της.

Αμερικανική «ασπίδα»

Οι ΗΠΑ, επί της προηγούμενης προεδρίας Τραμπ, είχαν κλιμακώσει την επίθεσή τους στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, όταν ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Μάικ Πομπέο, ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων κατά της Μπενσουντά, η οποία ερευνούσε την πιθανότητα εγκλημάτων πολέμου από τα αμερικανικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν, κατά την εισβολή τους το 2003. Οι κυρώσεις εκείνες ακολούθησαν της ανάκλησης βίζας τον Απρίλιο του 2019, όταν οι ΗΠΑ απαγόρευσαν την είσοδο της Μπενσουντά στη χώρα.

Στις 11 Ιουνίου του 2019, ο Ντόναλντ Τραμπ υπέγραψε διάταγμα με το οποίο ουσιαστικά ποινικοποιούσε την έρευνα κατά των ΗΠΑ από οποιονδήποτε εργαζόμενο του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Η απόφαση προέβλεπε την ανάκληση βίζας, το πάγωμα αμερικανικών τραπεζικών λογαριασμών και την απαγόρευση εισόδου στη χώρα, σε δικηγόρους, δικαστές, ερευνητές και προσωπικό του Δικαστηρίου.

Κάπως έτσι, ΜΜΕ σε ΗΠΑ και Ισραήλ προκρίνουν το «αμαρτωλό» παρελθόν της Μπενσουντά, η οποία είχε υπηρετήσει ως υπουργός Δικαιοσύνης και Γενική Εισαγγελέας υπό τον στρατιωτικό δικτάτορα της Γκάμπιας, Γιαγιά Τζαμέ, φερόμενο ως υπεύθυνο για μαζικούς βιασμούς, βασανιστήρια και δολοφονίες αντιπάλων του.