Το φλέγον δημογραφικό πρόβλημα, όπως καταγράφεται στην Ελλάδα, προσέγγισαν πολύπλευρα οι δύο ομιλητές της τελευταίας διάλεξης του Ινστιτούτου Δημόσιας Υγείας του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος, ο κ. Στέφανος Χανδακάς, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Ιδρυτής & Πρόεδρος της HOPEgenesis και ο κ. Γιώργος Ραχιώτης, Ειδικός Ιατρός Εργασίας, Αναπληρωτής Καθηγητής Επιδημιολογίας και Επαγγελματικής Υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Οι ομιλητές προσπάθησαν να αναδείξουν την ανάγκη εύρεσης μιας κεντρικής λύσης του προβλήματος που θα δώσει κοινωνική, πολιτιστική και οικονομική ώθηση στη χώρα μας.

Ο κ. Χανδακάς, εστίασε κυρίως στη σημασία της υπογεννητικότητας και στους τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε η κοινωνία να ξεπεράσει τα εμπόδια που διατηρούν χαμηλό ρυθμό γεννήσεων τα τελευταία χρόνια, ενώ ο κ. Ραχιώτης παρουσίασε αναλυτικότερα και τις λοιπές παραμέτρους του προβλήματος.

ΥΠΟΓΕΝΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ

Η Ελλάδα βρίσκεται σε έντονο καθοδικό ρυθμό μείωσης του πληθυσμού της από το 2011, οπότε και καταγράφηκε αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων για πρώτη φορά μετά την περίοδο της Κατοχής του 1944! Συγκεκριμένα, ο κ. Χανδακάς ανέφερε ότι το έτος 2017 στην Ελλάδα είχαμε 88.553 γεννήσεις και 124.501 θανάτους. Παρουσιάζοντας στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο πληθυσμός στη χώρα μας αναμένεται να φτάσει τα 8 εκατ. το 2050, με βάση ένα συντηρητικό σενάριο. Το δημογραφικό πρόβλημα δεν εμφανίστηκε πρόσφατα στη χώρα μας, η οποία όμως είχε καταφέρει να ισορροπεί αυτή τη τάση εμφανίζοντας μικρές διακυμάνσεις στον πληθυσμό της, ακόμα και αυξητικές κατά περιόδους. Ειδικότερα, η περίοδος μεταξύ 1960-1980 ήταν η πιο παραγωγική για την Ελλάδα, ενώ αμέσως μετά η ελληνική γεννητικότητα εμφάνισε φθίνουσα τάση. Συγκεκριμένα, ο ολικός δείκτης αναπαραγωγής, ο οποίος υποδηλώνει τον αριθμό των παιδιών που αποκτάει κάθε γυναίκα στη διάρκεια της αναπαραγωγικής της ηλικίας, μεταβλήθηκε από 1,31 που ήταν το 2004, σε 1,5 το 2008 και 2009, ενώ μειώθηκε ξανά σε 1,35 το 2017.Ιδιαίτερη σημασία έχει, επίσης, η ηλικία απόκτησης του πρώτου παιδιού από τις Ελληνίδες, η οποία από τα 28,8 έτη που ήταν το 2008, μετατέθηκε στα 30,3 έτη το 2016.

Το πιο δυσοίωνο μήνυμα, όμως, συνοψίζεται στη βαθιά γήρανση του πληθυσμού τις επόμενες δεκαετίες, καθώς προβλέπεται ότι το 36% των κατοίκων της Ελλάδας το 2050 θα είναι άνω των 65 ετών. Το ποσοστό αυτό αποτελεί ρεκόρ για τη χώρα μας, αν ληφθεί υπόψη ότι τη δεκαετία του ’70 ήταν 6% και στις μέρες μας υπολογίζεται στο 18-20%.

Σύμφωνα με τον κ. Ραχιώτη, η πτώση της γεννητικότητας έχει πολυπαραγοντική αιτιολογία. Η Ελλάδα ακολουθεί το «Δυτικό πρότυπο». Στο πλαίσιο αυτό παρατηρούνται μεταβολές στις κοινωνικές συνθήκες όπως η μετάθεση τεκνοποίησης σε μεγαλύτερες ηλικίες, διάφορες οικονομικές παράμετροι, η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, οι σύγχρονες μέθοδοι αντισύλληψης κ.α. Η σημαντική μείωση των γεννήσεων δεν είναι όμως αναπόφευκτη. Υπάρχουν παραδείγματα Ευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γαλλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιρλανδία και οι Σκανδιναβικές χώρες που έχουν καταφέρει να αναστρέψουν αυτό το πρότυπο και να επιτύχουν αυξημένη γεννητικότητα μέσω μηχανισμών κρατικών προγραμμάτων στήριξης της μητρότητας και της οικογένειας. Η πλειοψηφία, όμως, των κρατών (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) σε Κεντρική, Νότια και Ανατολική Ευρώπη διατηρούν ποσοστά χαμηλής γονιμότητας, με μέσο όρο μικρότερο από 2,1 παιδιά ανά γυναίκα, που αποτελεί και τον αναγκαίο δείκτη για την αναπαραγωγή ενός πληθυσμού.

ΑΙΤΙΕΣ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

1. Οικονομική κρίση. Οι δύο ομιλητές της διάλεξης συμφώνησαν ότι η οικονομική κρίση και εφαρμογή των μνημονίων στη χώρα μας, έχουν μεν επιδράσει καταλυτικά στο πρόβλημα χωρίς όμως να αποτελούν τον σημαντικότερο παράγοντα εμφάνισης και εξέλιξής του. Σε περίπτωση απουσίας των δυσμενών οικονομικών συνθηκών θα υπήρχε μικρότερη αλλά ελεγχόμενη μείωση του ελληνικού πληθυσμού. Όπως ανέφερε ο κ. Ραχιώτης, η οικονομική κρίση πυροδότησε μια διαδικασία σημαντικής μείωσης του πληθυσμου της χώρας λόγω μείωσης των γεννήσεων, αλλά και μέσω της ανατροπής του μεταναστευτικού ισοζυγίου, δηλαδή της υπεροχής του αριθμού των εξερχόμενων μεταναστών έναντι του αριθμού των εισερχομένων. Στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας – Θράκης και ειδικότερα στην Περιφερειακή Ενότητα Ροδόπης, οι θάνατοι (1296) ήταν διπλάσιοι από τις γεννήσεις (726) το 2018. Σημαντική είναι και η ανατροπή του ισοζυγίου στην Περιφερειακή Ενότητα Έβρου (1914 θάνατοι, 1061 γεννήσεις), αλλά και στα νησιά του Βορείου Αιγαίου (γεννήσεις 1891, θάνατοι 2372). Επιπλέον, πρόσθεσε ότι η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με τη δημογραφική διαταραχή, την κρίσιμη γεωγραφικά θέση της χώρας και το μεταναστευτικό-προσφυγικό θέτουν την Ελλάδα ενώπιον μεγάλων προκλήσεων.

2. Μετανάστευση (BrainDrain). Ο κ. Χανδακάς αναφέρθηκε στο θέμα της μετανάστευσης που επιδεινώνει το πρόβλημα, αφαιρώντας σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού της χώρας σε αναπαραγωγική ηλικία που υπολογίζεται περίπου σε 400.000 νέους από το 2011. Με τη συμμετοχή και του μεταναστατευτικού ισοζυγίου, δηλαδή την εξερχόμενη μετανάστευση να υπερβαίνει την εισερχόμενη, σύμφωνα με στοιχεία του Ιανουαρίου 2018, ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 381.835 κατοίκους την περίοδο 2011-2018. Σχετικά με το ζήτημα της επίδρασης της εισερχόμενης μετανάστευσης στα επίπεδα γεννητικότητας της Ελλάδας, ο κ. Ραχιώτης σημείωσε, ότι καταγράφεται μείωση του ποσοστού γεννήσεων αλλοδαπών γυναικών στο σύνολο των γεννήσεων στη χώρα.

3. Άνισα κατανεμημένο νοσοκομειακό και μαιευτικό δίκτυο. Λόγω της ιδιαίτερης γεωγραφικής δομής της Ελλάδας και σε συνδυασμό με τη μειωμένη νοσοκομειακή κρατική δαπάνη, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είναι πολύ δύσκολη η παροχή ικανοποιητικών εξειδικευμένων μαιευτικών και γυναικολογικών υπηρεσιών σε όλες τις περιοχές της χώρας. Καθώς υπάρχει σημαντική συγκέντρωση εξειδικευμένων υποδομών και υπηρεσιών υγείας στις μεγάλες πόλεις και μεγάλη έλλειψη στην περιφέρεια και τις ακριτικές περιοχές, υπάρχει δυσκολία πρόσβασης στις υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν κρυμμένα κόστη σε ένα ικανοποιητικό δημόσιο σύστημα υγείας, όταν απαιτούνται μεταφορές και διαμονές. Τα οικονομικά κριτήρια αλλά και η ανασφάλεια που προκαλείται λόγω γεωγραφικής απόστασης μιας δομής υγείας από την μόνιμη κατοικία, παίζει σημαντικό ρόλο στην απόφαση των ζευγαριών που κατοικούν σε νησιά και απομακρυσμένες περιοχές να δημιουργήσουν ή να μεγαλώσουν την οικογένειά τους.

ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

Οι συνέπειες που προκύπτουν από τα δημογραφικά χαρακτηριστικά της χώρας μας έχουν κοινωνικό και οικονομικό χαρακτήρα:
• Γήρανση του πληθυσμού
• Μείωση εργατικού δυναμικού
• Επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος και κατάρρευση του συνταξιοδοτικού συστήματος

Τα Συνταξιοδοτικά και Ασφαλιστικά συστήματα της Ε.Ε. σχεδιάστηκαν με βάση μία εντελώς διαφορετική δομή πληθυσμού που επικρατούσε στις δεκαετίες ’50-’60, όταν μόνο το 6% του πληθυσμού ήταν 65 ετών. Οι νέοι που αποτελούν το εργατικό δυναμικό καλούνται να στηρίξουν οικονομικά τους ηλικωμένους, ενώ ταυτόχρονα οι δημόσιοι προϋπολογισμοί καταπονούνται κάτω από το βάρος του υψηλότερου κόστους των συστημάτων υγείας και συνταξιοδότησης. Η επιβάρυνση είναι μεγαλύτερη, καθώς οι νέοι αναζητούν θέσεις εργασίας εκτός Ελλάδας, ενώ παράλληλα λόγω της μείωσης των γεννήσεων,υπάρχει και θα υπάρξει στο μέλλον, περαιτέρω μείωση του εργατικού δυναμικού. Όπως ανέφερε ο κ. Χανδακάς, τη δεκαετία του ’60 εργαζόντουσαν 3 άνθρωποι και συνταξιοδοτούνταν 1, ενώ το 2050 θα εργάζεται 1 και θα συνταξιοδοτούνται 3. Αναφερόμενος στην προβλεπόμενη επικείμενη συρρίκνωση του πληθυσμού της εργάσιμης ηλικίας, ο κ. Ραχιώτης παρουσίασε στοιχεία σύμφωνα με τα οποία ο πληθυσμός σε εργάσιμη ηλικία (15-64 ετών), από 7εκατ. το 2015, αναμένεται να μειωθεί σε 5,9 έως 6,1 εκατ. το 2035.

Οι χαμηλοί δείκτες γεννητικότητας φαίνεται ότι αποφέρουν και οικονομικό αντίκτυπο, επηρεάζοντας αρνητικά και δημοσιονομικά στοιχεία, όπως το ΑΕΠ μιας χώρας. Από την μελέτη «The Effect of Population Aging on Economic Growth, the Labor Force and Productivity» του National Bureau of Economic Research (ΗΠΑ) έχει προκύψει ότι η μείωση του ρυθμού γονιμότητας και η αύξηση του πληθυσμού άνω των 60 ετών κατά 10%, μειώνει τον ρυθμό αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 5,5%, όπως ανέφερε ο κ. Χανδακάς. Αντίστοιχα, μια ενδεχόμενη αύξηση του δείκτη γονιμότητας κατά μία ποσοστιαία μονάδα, προβλέπεται να αυξήσει το κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά περίπου 2%, πληροφορία εξαιρετικής σημασίας για μία χώρα που επιδιώκει ταυτόχρονα την επίλυση του δημογραφικού προβλήματος και την επανένταξη σε αναπτυξιακή τροχιά. Με την αύξηση του πληθυσμού μπορεί να επιτευχθεί βελτίωση και άμεση ανάπτυξη σε όλες τις δομές της οικονομίας (κατανάλωση, λιανικό εμπόριο, αγορά κατοικίας κ.α.).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ/ΛΥΣΕΙΣ

Το δημογραφικό πρόβλημα εντοπίζεται σχεδόν σε όλες τις περιφέρειες της Ελλάδας, με ιδιαίτερη παρουσία στη Θράκη και τα νησιά του Β.Αιγαίου, ενώ σε Κρήτη και νησιά του Ν. Αιγαίου εμφανίζεται οριακά θετικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων. Όπως προέκυψε από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάλεξη από τους δύο ομιλητές, οι συνέπειες του δημογραφικού προβλήματος διαφοροποιούνται με το πέρασμα των ετών, αλλάζοντας και τις απαιτούμενες λύσεις οι οποίες θα πρέπει να είναι συνεχώς προσαρμοστικές και ελεγχόμενες στην αποδοτικότητά τους. Κάτι τέτοιο φαίνεται ότι είναι αποτελεσματικό μέσω κεντρικών φορέων διαχείρισης του προβλήματος και με την υποστήριξη συνεργατικών φορέων που μπορούν να προσφέρουν τεχνογνωσία και λύσεις. Τα παραδείγματα αντίστοιχης διαχείρισης σε χώρες όπως η Γαλλία και η Σουηδία που βρέθηκαν αντιμέτωπες με δημογραφικό πρόβλημα τη δεκαετία του ’70, υποδεικνύουν ότι μέσω κεντρικής παρακολούθησης το πρόβλημα καταγράφεται και μελετάται, προκειμένου να βρεθούν οι εκάστοτε λύσεις που θα αποδειχθούν αποτελεσματικές για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Η Ελλάδα είναι αρκετά χαμηλά στην κατάταξη της Ευρώπης σχετικά με την υιοθέτηση πολιτικών στήριξης της μητρότητας, της οικογένειας και της γονιμότητας. Κύριος στόχος θα πρέπει να είναι η δημιουργία ενός ευνοϊκού περιβάλλοντος ενίσχυσης των ζευγαριών που βρίσκονται σε αναπαραγωγική ηλικία και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με την υποστήριξη μέσω επιδομάτων από το πρώτο παιδί, όπως ανέφεραν και οι δύο ομιλητές. Σημαντικός παράγοντας είναι, επίσης, οι πολιτικές στήριξης που θα ενθαρρύνουν τα νέα ζευγάρια να μπουν σε πρόγραμμα δημιουργίας οικογένειας σε νεαρές ηλικίες (20-29 ετών), με παράλληλη στήριξη στην εκπαίδευση και την εργασία, καθώς επίσης και στην επανένταξη και εξέλιξη της γυναίκας με παιδιά στο εργασιακό της περιβάλλον. Άλλες προτεινόμενες πολιτικές που είχαν θετικά αποτελέσματα σε άλλες χώρες είναι η καθιέρωση «επιδόματος» γεννήσεων με διαφορετικά κίνητρα για γυναίκες κάτω των 30 ετών, όπως η ενίσχυση και καθιέρωση επιδομάτων τοκετού, η παροχή επιδομάτων ενοικίου και μετακόμισης σε νέα ζευγάρια, η διευρυμένη παροχή δωρεάν και επιδοτούμενης φροντίδας των παιδιών προσχολικής ηλικίας (εντός & εκτός σπιτιού) και η παροχή ιατρικών υπηρεσιών (σε περιπτώσεις κατοίκων ακριτικών και απομακρυσμένων περιοχών από τα αστικά κέντρα).