Tην επισήμανση ότι «αντιμετωπίζουμε με αυτοπεποίθηση τα ήρεμα νερά στα ελληνοτουρκικά» και πως «υπάρχει ευνοϊκή δυναμική για επανέναρξη των συνομιλιών στο Κυπριακό» έκανε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε μαζί με τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Νίκο Χριστοδουλίδη, μετά την ολοκλήρωση της 2ης Διακυβερνητικής Συνόδου Κύπρου-Ελλάδας.

Το ήπιο κλίμα που διαπνέει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μπορεί να βοηθήσει το Κυπριακό, σημείωσε ο πρωθυπουργός, τονίζοντας παράλληλα ότι δεν έχουμε αυταπάτες ότι βελτίωση του κλίματος σημαίνει αλλαγή θέσεων της Τουρκίας. Έκανε δε σαφές πως «είμαστε ακλόνητοι σε θέρματα κυριαρχίας, διεθνούς δικαίου, του δικαίου της θάλασσας» και πως «δεν θα δεχθούμε, και δεν μπορούμε να δεχθούμε, τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων και τη διαιώνιση ενός δράματος».

«Οι δύο χώρες ευθυγραμμίζουν τις εθνικές τους επιδιώξεις. Αυτή η δεύτερη διακυβερνητική αποτελεί ένα ξεχωριστό γεγονός», τόνισε αρχικά ο πρωθυπουργός. «Με τον φίλο Νίκο είχαμε θέσει ως στόχο από τις πρώτες μας συναντήσεις να ενισχύσουμε τη στενή σχέση Ελλάδας και Κύπρου και να της δώσουμε θεσμικό χαρακτήρα. Αυτές είναι συζητήσεις ουσίας και όχι επικοινωνίας», ανέφερε.

Στενή συνεργασία

Ο κ. Μητσοτάκης αναφέρθηκε σε κάποιους από τους τομείς στους οποίους υπάρχει στενή συνεργασία. Στην παιδεία με την αμοιβαία αναγνώριση ακαδημαϊκών κύκλων σπουδών και με τον πρωθυπουργό να εκτιμά ότι «το μεγάλο άλμα που κάνει η Ελλάδα με την προσέλκυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, θα βρει ενδιαφέρον από κυπριακά ιδρύματα». Στην υγεία με τις κοινές αγορές φαρμάκων και τη συνεργασία στις μεταμοσχεύσεις, στην πολιτική προστασία όπου υπάρχει καλή συνεργασία σε επιχειρησιακό επίπεδο και αυτή επεκτείνεται και στη διαμόρφωση ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην κλιματικη κρίση. Επίσης, στην ψηφιακή διακυβέρνηση όπου η Ελλάδα προσφέρει τεχνογνωσία σε ζητήματα που αφορούν ψηφιακές συναλλαγές και σε ο,τι αφορά τις σχέσεις των επιχειρήσεων και του πολίτη με το κράτος.

«Χαίρομαι που κάποιες ήδη τις έχετε υιοθετήσει και θα δείτε άμεσα αποτελέσματα», σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης, ενώ για την ενέργεια αναφέρθηκε στο στρατηγικό έργο της ηλεκτρικής διασύνδεσης των δυο χωρών. «Έργο το οποίο απολαμβάνει και ισχυρής ευρωπαϊκής στήριξης», επισήμανε και επιπλέον μίλησε και για τη συνεργασία σε περιβαλλοντικά θέματα, όπως στην αντιμετώπιση της λειψυδρίας.

Αναφερόμενος στις μεγάλες γεωπολιτικές προκλήσεις, ο πρωθυπουργός τόνισε πως Ελλάδα και Κύπρος είναι πυλώνες ασφαλείας και σταθερότητας και αποκτούν ολοένα και ισχυρότερη φωνή. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέφρασε την ικανοποίησή του για την εκεχειρία που φαίνεται πως έχει επιτευχθεί στο νότιο Λίβανο και σημείωσε πως Ελλάδα και Κύπρος αγωνίζονται από την πρώτη στιγμή ώστε η κρίση να μην πάρει χαρακτηριστικά περιφερειακής ανάφλεξης. Ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για θετική εξέλιξη και ευχήθηκε να υπαρξει αντίστοιχη εκεχειρία στη Λωρίδα της Γάζας.

Ενδείξεις προόδου

Για τις εξελίξεις στο κυπριακό ανέφερε ότι υπάρχει ευνοϊκή δυναμική για επανέναρξη των συνομιλιών. «Έχουμε ενδείξεις προόδου. Σταθερή επιδίωξή μας είναι η δίκαιη και βιώσιμη λύση με βάση τις αποφάσεις του συμβουλίου ασφαλείας του ΟΗΕ. Η Ελλάδα θα είναι μη μόνιμο μέλος τη διετία 2025-2026 και είναι ευκαιρία να έρθουν στο διεθνές προσκήνιο τα εθνικά δίκαια της διαιρεμένης Κύπρου. Υπάρχει απόλυτη ευθυγράμμιση των δυο κυβερνήσεων», τόνισε. Και πρόσθεσε: «Δεν μπορούμε να δεχτούμε τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων και τη διαιώνιση ενός δράματος».

Ανέφερε δε ότι το καλό κλίμα στα ελληνοτουρκικά δεν συνεπάγεται μεταβολή των θέσεων της Τουρκίας. «Ακλόνητοι παραμένουμε σε θέματα κυριαρχίας, τήρησης διεθνούς δικαίου και δικαίου της θάλασσας. Όποιος έχει ισχυρά επιχειρήματα, δεν πρέπει να διστάζει να τα καταθέτει στον δημόσιο ειλικρινή διάλογο. Αντιμετωπίζουμε με αυτοπεποίθηση τα ήρεμα νερά στα ελληνοτουρκικά, στην προοπτική να ανοίξουν και ήρεμοι ορίζοντες», υπογράμμισε.

Επισήμανε ότι οι σχέσεις Τουρκίας-ΕΕ εξετάζονται και μέσα από τη στάση της γειτονικής χώρας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο και ότι υπάρχει αυστηρό πλαίσιο κριτηρίων που η Άγκυρα οφείλει να εκπληρώσει, μεταξύ των οποίων είναι και η στάση της στο κυπριακό.

Ο πρωθυπουργός χαρακτήρισε παραγωγική τη 2η διακυβερνητική σύνοδο Ελλάδας - Τουρκίας και είπε πως αναμένει την 3η του χρόνου στην Αθήνα. «Είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος όχι μόνο για τη θεσμοθέτηση της διακυβερνητικής συνεργασίας και την παρουσία τόσων υπουργών, αλλά περισσότερο για τα σημαντικά και απτά που έχουν προκύψει», ανέφερε από την πλευρά του ο Νίκος Χριστοδουλίδης.

Διαχρονική συμπόρευση των δύο χωρών

Ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δήλωσε πως η διαχρονική συμπόρευση των δυο χωρών διευρύνεται προς όφελος των κοινωνιών. «Τα οφέλη που προκύπτουν καθιστούν το διακυβερνητικό σχήμα απαραίτητο και αναγκαίο», υπογράμμισε.

Ο κ. Χριστοδουλίδης αναφέρθηκε ιδιαίτερα στους τομείς της ψηφιακής πολιτικής, της πολιτικής προστασίας, της υγείας, του περιβάλλοντος για την αντιμεωπιση της κλιματικής αλλαγής, της ενέργειας, της απασχόλησης, της κοινωνικής ένταξης και της παιδείας όπου χαιρέτισε την ίδρυση παραρτημάτων κυπριακών πανεπιστημίων στην Ελλάδα.

Η χρονική συγκυρία, τόνισε, καθόρισε σημαντικό μέρος των συζητήσεων και χαρακτήρισε τη συνάντηση κρίσιμη σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο σε έναν διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο. Επ' αυτού αναφέρθηκε στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, στην αλλαγή στην ηγεσία των ΗΠΑ και στον νέο ευρωπαϊκό κύκλο. Και πρόσθεσε ότι και οι δυο χώρες αξιοποιούν την ιδιότητά τους ως κράτη-μέλη της ΕΕ και έχουν άριστες σχέσεις με τους γείτονές τους. «Αποτελούμε πυλώνες ευημερίας, ασφαλείας και σταθερότητας. Έχουμε καταφέρει να ενισχύσουμε το γεωπολιτικό μας αποτύπωμα», υπογράμμισε.

Συμπλήρωσε δε ότι συζήτησαν και για τις τελευταίες εξελίξεις στο κυπριακό ενόψει της διευρυμένης συνάντησης που θα συγκαλέσει ο ΓΓ του ΟΗΕ. «Το στάτους που υπάρχει στην Κύπρο δεν είναι βιώσιμο. Η επανένωση του τελευταίου διαιρεμένου κράτους της ΕΕ αποτελεί πρώτη προτεραιότητά μας», σημείωσε ο κ. Χριστοδουλίδης. Και ανέφερε ότι η θεσμοθέτηση της διακυβερνητικής συνάντησης αποτελεί κοινή στρατηγική επιλογή και παρακαταθήκη για την ενίσχυση των διμερών σχέσεων σε αυτό το πολύπλοκο και ασταθές περιβάλλον.