Διευκρινίσεις σχετικά με το θέμα της Χαλυβουργικής δίνει η Εθνική Τράπεζα, σε απάντηση της από 04/03/2021 ανακοίνωσης της εταιρίας Χαλυβουργική ΑΕ, όπως επισημαίνει, προς αποκατάσταση της πραγματικότητας.
Ειδικότερα η Εθνικής Τράπεζα σημειώνει τα ακόλουθα:
•Η Χαλυβουργική έχει περιστείλει ουσιωδώς την παραγωγική δραστηριότητα χάλυβα σταδιακά από το 2012.
•Το σύνολο των υποχρεώσεων της Χαλυβουργικής (συμπεριλαμβανομένων και οφειλών σε ΔΕΚΟ) ανέρχεται στο ποσό των 562 εκατ. ευρώ με στοιχεία Δεκεμβρίου 2018.
•Το σύνολο των ληξιπρόθεσμων δανειακών υποχρεώσεων της Χαλυβουργικής στην Εθνική Τράπεζα ανέρχεται στο ποσό των 344 εκατ. ευρώ με στοιχεία Νοεμβρίου 2020, πλέον τόκων.
•Η Χαλυβουργική σταμάτησε να εξυπηρετεί τις δανειακές της υποχρεώσεις στην Εθνική Τράπεζα το Νοέμβριο του 2015 και σήμερα αποτελεί το, μακράν, μεγαλύτερο μη εξυπηρετούμενο δάνειο στον ισολογισμό της ΕΤΕ.
Στην ανακοίνωση αναφέρονται επίσης τα εξής: «Έκτοτε, η Εθνική Τράπεζα, ενώ είχε το δικαίωμα καταγγελίας, εντούτοις με καλή πίστη και διάθεση και σύμφωνα με τις βέλτιστες πρακτικές, εξέτασε όλες τις διαθέσιμες εναλλακτικές λύσεις. Μεταξύ άλλων, παραδειγματικά αναφέρεται η ανάθεση λεπτομερούς μελέτης του κλάδου χαλυβουργίας σε εξειδικευμένο ανεξάρτητο σύμβουλο. Η μελέτη αυτή κατέληγε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι η παραγωγική δυναμικότητα χάλυβα στην Ελλάδα ήταν υπερβάλλουσα σε σχέση με τη ζήτηση. Παρ’ όλ’ αυτά, η Εθνική Τράπεζα συνέχισε τις επαφές με την εταιρία για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης, απέχοντας από νομικές ενέργειες, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ενδεικτικό της σημασίας που επέδειξε η Εθνική Τράπεζα για την υπόθεση της Χαλυβουργικής είναι η συμμετοχή του ίδιου του διευθύνοντος συμβούλου της σε σειρά συναντήσεων με τη διοίκηση της εταιρίας, και αυτό επί σειρά ετών.
Αναφορικά με τους ισχυρισμούς της εταιρίας περί υποβολής επιχειρηματικών σχεδίων και προτάσεων αναδιάρθρωσης, αξίζει να σημειωθεί ενδεικτικά ότι η τελική πρόταση που υποβλήθηκε από την εταιρία ήταν τον Δεκέμβριο του 2017 και συνίστατο κυρίως στη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του τραπεζικού δανεισμού – διατηρώντας το status quo της εταιρίας -, σε ποσοστό, το οποίο η Εθνική Τράπεζα δεν μπορούσε να κάνει αποδεκτό, λαμβάνοντας υπόψη τις εναλλακτικές οδούς ανάκτησης των δανειακών απαιτήσεών της.
Μετά από στάθμιση όλων των επιλογών, λαμβάνοντας υπόψη τον παράγοντα του χρόνου μη εξυπηρέτησης, την ανάγκη μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων – όπως επιτάσσει η τραπεζική νομοθεσία και το επιχειρηματικό σχέδιο της Τράπεζας – και με γνώμονα τη διαφύλαξη των συμφερόντων των μετόχων της, η Εθνική Τράπεζα προέκρινε την επιλογή υποβολής ένδικης αίτησης για ειδική διαχείριση, η οποία πρόκειται να κριθεί από τα αρμόδια Δικαστήρια. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η Εθνική Τράπεζα δεν προέβη σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για μεμονωμένα περιουσιακά στοιχεία. Η απόφαση αυτή βασίστηκε στο ότι η συγκεκριμένη και δοκιμασμένη επιλογή διαχείρισης μη εξυπηρετούμενου ανοίγματος είναι πρόσφορη να επιφέρει το μεγαλύτερο σε παρούσες αξίες τίμημα για την τράπεζα, με βάση τις διαθέσιμες εξασφαλίσεις και τα χαρακτηριστικά των περιουσιακών στοιχείων της εταιρίας, καθώς και μεγαλύτερη διαφάνεια στην περιβαλλοντική κατάσταση του χώρου στον οποίο δραστηριοποιείται η εταιρία.
Προς αποφυγή οποιασδήποτε παρερμηνείας, διευκρινίζεται ότι η ανάδειξη πλειοδότη μέσω της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης λαμβάνει χώρα υπό όρους πλειοδοτικού διαγωνισμού με ενσφράγιστες προσφορές και ως εκ τούτου η διαδικασία είναι απόλυτα διαφανής και αντικειμενική, χωρίς να αφήνει περιθώρια για χειραγώγησή της ή για την επιλογή συγκεκριμένου πλειοδότη, όπως αναληθώς και ανακριβέστατα ισχυρίζεται η Χαλυβουργική στην ανακοίνωσή της.
Η Εθνική Τράπεζα αρνείται κατηγορηματικά τις αβάσιμες κατά τα λοιπά αιτιάσεις που της απευθύνονται και επιφυλάσσεται για κάθε νόμιμο περαιτέρω δικαίωμα και ενέργεια».