Οι δημοσκοπήσεις, στη Γαλλία, δείχνουν ότι ο Μακρόν θα κερδίσει τις προεδρικές εκλογές την Κυριακή με διαφορά μεταξύ 7 και 12% έναντι της Λεπέν. Επίσης ότι το ένα τρίτο των ψηφοφόρων του Μελανσόν, του παλιού έρωτα του ΣΥΡΙΖΑ, θα ψηφίσει την ακροδεξιά υποψήφια. Εάν σε αυτούς υπολογιστούν και οι «καναπεδάτοι» Μελανσονχίτωνες, είναι σαφές ότι εδώ υπάρχει ένας έρωτας μεγάλος του προλεταριάτου με την ακροδεξιά.
Ποιος είναι όμως ο άνθρωπος που όπως ακούγεται θα θέσει υποψηφιότητα προσεχώς για την πρωθυπουργία; Ο Μελανσόν είναι τροτσκιστής της Διεθνιστικής Κομμουνιστικής Οργάνωσης (OCI), ο οποίος εφάρμοσε τον εισοδισμό ώστε να μπει στο Σοσιαλιστικό Κόμμα στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Έγινε υπουργός στην κυβέρνηση του Ζοσπέν, ενός άλλου «εισοδιστή», το 2000 και όταν άρχισε η κατάρρευση των σοσιαλιστών στράφηκε προς την πλευρά του Κομμουνιστικού Κόμματος ώστε να μαζέψει τους αποχωρήσαντες από εκεί.
Το αποτέλεσμά του στον πρώτο γύρο, πριν από δύο εβδομάδες, ήταν αναμφισβήτητα θεαματικό: Με 21,95%, ο Μελανσόν ανέκτησε τις καλύτερες ώρες του PCF και έγινε η τρίτη γαλλική πολιτική δύναμη. Η ρευστότητα με την οποία ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος ετοιμάζεται να ψηφίσει τώρα την ακροδεξιά Λεπέν, δείχνει ότι η άκρα αριστερά συμπορεύεται με τους εθνικιστές ακροδεξιούς έναντι του κοινού εχθρού: Του φιλελευθερισμού.
Δεν συμβαίνει για πρώτη φορά αυτό στη Γαλλία. Το 1934, ο Ζακ Ντορι συγκρούεται με την Κομμουνιστική Διεθνή, τότε υπό τον έλεγχο του Στάλιν, ιστορικό ηγέτη του PCF- έρχεται σε σύγκρουση με τη Διεθνή του Στάλιν. Οι κομμουνιστές δασπώνται και οι σκληροπυρηνικοί στρέφονται στο Φασιστικό Κόμμα PPF (της μόδας τότε) το 1937.
Το παράδοξο επιστρέφει. Με πονεμένο τρόπο, αυτή τη φορά. Μόνο που η εργατική τάξη σήμερα στη Γαλλία αγαπά τη Μαρίν Λεπέν. Ωστόσο δεν φαίνεται να πηγαίνει στον παράδεισο, αλλά να οδεύει προς τη σύνταξη.
Τα κόμματα που, αριστερά και δεξιά, υποστήριξαν την Πέμπτη Δημοκρατία έχουν συρρικνωθεί, ο Μακρόν φαίνεται ότι θα κερδίσει κι αυτές τις προεδρικές εκλογές, με διαφορά γύρω στο 10% λόγω και της αποχής του εκλογικού σώματος. Και, άντε πάλι από την αρχή μετά από πέντε χρόνια, εκτός κι αν οι φιλελεύθεροι αποφασίσουν να κάνουν τη δική τους επανάσταση.