Πριν καλά-καλά εκκινήσουν επισήμως οι διαδικασίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, η συζήτηση έχει φουντώσει μετά την αιφνιδιαστική πρόταση του Αλέξη Χαρίτση και της Νέας Αριστεράς για τον Χρήστο Ράμμο. Τον εν ενεργεία δηλαδή επικεφαλής της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και πρώην δικαστικό, ο οποίος έγινε γνωστός τοις πάσι με την υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων –μια υπόθεση που με τη «βούλα» πλέον του Αρείου Πάγου και παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης σε πολιτικό επίπεδο κάθε άλλο παρά οσμή σκανδάλου έχει.

Γράφει η Έρση Παπαδάκη

Η πρόταση για τον κ. Ράμμο επιχειρείται μάλιστα, σχεδόν με το ζόρι, να λάβει χαρακτηριστικά αριστερής πρότασης. Μιας πρότασης δηλαδή που θα καταθέσουν από κοινού τα κόμματα της αντιπολίτευσης για να φέρουν σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι ήδη, για παράδειγμα, η Πλεύση Ελευθερίας και η Ζωή Κωνσταντοπούλου έχουν αποκλείσει αυτό το ενδεχόμενο. Η σιωπή ωστόσο του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να τροφοδοτεί αυτά τα σενάρια, όπως και η σιωπή του ίδιου του κ. Ράμμου, ο οποίος μέσω διαρροών μόνο φέρεται να έχει πάρει την απόφαση να αποποιηθεί την πρόταση του κ. Χαρίτση. Ωστόσο δεν έχει προχωρήσει στην παραμικρή δημόσια τοποθέτηση, αφήνοντας το όνομά του να ακούγεται όλο και περισσότερο.

Μείζον ζήτημα

Εάν βεβαίως ο κ. Ράμμος ήταν ένας ιδιώτης ή απλώς συνταξιούχος δικαστικός, τότε τα πράγματα θα ήταν απλά και θα ήταν δικαίωμά του να αφήνει να ακούγεται το όνομά του. Από τη στιγμή ωστόσο που παραμένει πρόεδρος μιας ακομμάτιστης και ανεξάρτητης Αρχής –η ανεξαρτησία μάλιστα της οποίας κατοχυρώνεται από το ίδιο το σύνταγμα– τότε υπάρχει μείζον ζήτημα, καθώς η πρόταση για το ύπατο πολιτειακό αξίωμα προήλθε από συγκεκριμένο κομματικό χώρο και εξυπηρετεί συγκεκριμένα πολιτικά συμφέροντα. Επιπλέον, τόσο σε θεσμικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο και ανεξαρτήτως του αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θ’ αποφασίσει να προτείνει την ανανέωση της θητείας της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ή θα προτείνει άλλο πρόσωπο –όπως φημολογείται– για την Προεδρία της Δημοκρατίας, φαντάζει τουλάχιστον unfair ο κ. Ράμμος να συμμετέχει έστω και με τη σιωπή του σ’ αυτό το παιχνίδι. Πολύ περισσότερο, δε, σε βάρος ενός προσώπου που αποτέλεσε για χρόνια συνάδελφό του στο δικαστικό Σώμα και συγκεκριμένα στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με τις φήμες να επιμένουν ότι οι δυο τους είχαν μάλιστα ανέκαθεν εξαιρετικές σχέσεις και σε προσωπικό επίπεδο.

Με άλλα λόγια, ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ επιτρέπει να εργαλειοποιείται το όνομά του και η θέση του από αντιπολιτευτικά και μικροκομματικά συμφέροντα, καταστρατηγώντας παράλληλα αυτό που ο ίδιος έχει ταχθεί να υπηρετήσει με βάση το σύνταγμα: την ανεξαρτησία και την αντικειμενικότητα από τη θέση του προέδρου της ΑΔΑΕ. Μπορεί πράγματι να κολακεύτηκε και να κολακεύεται από το γεγονός ότι το όνομά του εξακολουθεί να κυκλοφορεί ως μία αριστερή πρόταση, ήτοι μια πρόταση που δεν θα στηριχθεί μόνο από τη Νέα Αριστερά. Και αυτό διότι κατά κάποιον τρόπο, σε πολιτικό επίπεδο, αυτό αποτελεί προσωπική δικαίωση για εκείνον αναφορικά με τη σύγκρουση που είχε με την κυβέρνηση για την υπόθεση των παρακολουθήσεων. Ή ακόμη και να πίστεψε ότι η υποψηφιότητά του μπορεί να ενώσει την Αριστερά, έχοντας τότε μια καθαρά προσωπική πολιτική ατζέντα.

Σοβαρό πλήγμα

Οτιδήποτε και να συμβαίνει πάντως, ένα είναι βέβαιο: ότι η συζήτηση και μόνο πλήττει την αξιοπιστία και το κύρος των ανεξάρτητων Αρχών. Ιδιαίτερα δε από τη στιγμή που συνεχίζει να ρίχνει νερό στον μύλο της προεδρολογίας και μάλιστα σε μια συγκυρία κατά την οποία η (εκάστοτε) κυβέρνηση μπορεί να εκλέξει πλέον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία, καθώς έχει αποσυνδεθεί το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών με το «180» και την εκλογή του ΠτΔ. Στο τέλος της ημέρας, ακόμη και αν ο κ. Ράμμος αποποιηθεί πράγματι την πρόταση του κ. Χαρίτση, πώς θα μπορέσει να συνεχίσει να προεδρεύει σε κρίσιμες υποθέσεις στην ΑΔΑΕ και να συνεχίσει να θεωρείται έτσι αντικειμενικός και ανεξάρτητος;