Η καταστροφή στη Μικρά Ασία προκάλεσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Επίκεντρο ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, αξιωματικός με κύρος και εξαιρετική στρατιωτική δράση. Άνθρωπος με βαθιές βενιζελικές πεποιθήσεις. Αρχικά κατάφερε να διατηρήσει την πειθαρχία του Συντάγματος Ευζώνων που διοικούσε (5/42) και πέριξ αυτού να συγκεντρώσει αξιωματικούς δυνάμεων που είχαν διαλυθεί κατά την οπισθοχώρηση και τους διακατείχαν έντονα συναισθήματα αγανάκτησης για τους χειρισμούς της κυβέρνησης και την εκκωφαντική ήττα.
Όλα τα άρθρα του Νίκου Σακελλαρόπουλου
Ο Πλαστήρας κατάφερε και πέρασε με τις δυνάμεις του από τη Μικρά Ασία στη Χίο και μαζί με τον συνταγματάρχη Γαρδίκα και τον αντισυνταγματάρχη Κοιμήση, την κατέλαβαν αφού κατέλυσαν την πολιτική ηγεσία. Αμέσως, στο κίνημα Πλαστήρα προσχώρησε ο Στόλος αλλά κι συνταγματάρχης Γονατάς που βρισκόταν στη Μυτιλήνη. Στη δε Αθήνα είχε σχηματίσει επαναστατική επιτροπή ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος που ουσιαστικά έστειλε τελεσίγραφα απομάκρυνσης στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Όπως κι έγινε, πριν ακόμη οι δυνάμεις του Πλαστήρα, του Γονατά κι ο Στόλος φτάσουν στην Αθήνα.
Ουσιαστικά ήταν η πρώτη χούντα της ελληνικής ιστορίας. Κινήματα στρατιωτικά είχαν γίνει κι άλλες φορές (πρόσφατο τότε ήταν το κίνημα στο Γουδί, το 1909) αλλά κανένα δεν είχε καταλήξει σε επιβολή δικτατορίας.
Το κίνημα Πλαστήρα διόρισε πρωθυπουργό τον Σωτήρη Κροκιδά, Νομικό και φερέφωνο των επαναστατών. Η παραίτησή του ήταν αναπόφευκτη και διάδοχός του ορίστηκε ο Γονατάς. Όλα ελέγχονταν από τον Πλαστήρα και τους έξαλλους- φανατικούς αξιωματικούς υπό τον Πάγκαλο.
Η θέση που προβλήθηκε τότε ήταν ότι οι βασιλικοί είχαν τελέσει εσχάτη προδοσία . Το επιχείρημά τους ήταν ότι ο Στρατός δεν νικήθηκε αλλά προδόθηκε. Κάτι που ήδη συνέβαινε ως επιχείρημα και στην ηττημένη του παγκοσμίου πολέμου Γερμανία.
Έτσι ξεκίνησαν εκκαθαρίσεις βασιλικών, ένταση, βία και έτσι δρομολογήθηκε μια μεγάλη περίοδος πολιτικής ανωμαλίας στη χώρα, που ουσιαστικά τέλειωσε πολλά χρόνια μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο και τον εμφύλιο, με την πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή, το 1955.
Τότε λοιπόν και υπό τις άναρθρες κραυγές των έξαλλων που απαιτούσαν «θάνατο στους προδότες», στήθηκε το πιο αντιδημοκρατικό δικαστήριο (Στρατοδικείο) της ελληνικής ιστορίας, για να δικάσει τους ηγέτες των βασιλικών κυβερνήσεων που οι επαναστάτες θεωρούσαν υπεύθυνους της καταστροφής. Διορίστηκε μάλιστα πρόεδρος της Ανακριτικής επιτροπής το πιο ακατάλληλο πρόσωπο, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, άνθρωπος που μέχρι λίγες ώρες από την τοποθέτησή του, φώναζε με άλλους έξαλλους για «Θάνατο» και εκτελέσεις.
Ο Πάγκαλος μέσα σε δυο εβδομάδες ζήτησε την παραπομπή σε δίκη εκείνων που θεωρούσε υπεύθυνους της καταστροφής, με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας. Κατηγορία που τους οδηγούσε μαθηματικά στο απόσπασμα.
Τι ανέφερε ο φανατικός εθνικιστής Πάγκαλος; Ότι οι κατηγορούμενοι «εκουσίως και εκ προθέσεως υπεστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού στρατού, εις την Επικράτειαν του Βασιλείου».
Ανήθικη περιγραφή, αφού ουδείς λογικός άνθρωπος μπορούσε να υποστηρίξει ότι εκουσίως έχασαν τον πόλεμο! Χώρια που η Σμύρνη δεν ήταν τυπικά επικράτεια του ελληνικού Βασιλείου.
Στο σκαμνί κάθισαν ο πρωθυπουργός Δημήτριος Γούναρης κι οι υπουργοί Νικ. Θεοτόκης, Νικ. Στράτος, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ, Μπαλτατζής, Ξ. Στρατηγός, Μ. Γούδας κι ο αρχιστράτηγος Γ. Χατζηανέστης. Πρόεδρος του Στρατοδικείου ήταν ο υποστράτηγος Οθωναίος, επιφανές στέλεχος του βενιζελικού στρατοπέδου και εκ των έξαλλων, η δε διαδικασία ήταν παρωδία δικαστικής διαδικασίας με συνεχείς αυθαιρεσίες που οδήγησαν σε μια δικαστική δολοφονία με μια έωλη απόφαση. Δεν είναι δυνατόν να δικαστεί κάποιος και να εκτελεστεί με συνοπτικές διαδικασίες επειδή έχασε έναν πόλεμο. Ακόμη κι αν ήταν ανίκανος.
Η δίκη και καταδίκη των έξι σηματοδότησε την κορύφωση του εθνικού διχασμού και η αρχή συνεχών στρατιωτικών κινημάτων από τους επιγόνους του Βενιζέλου, όπως ο Πάγκαλος, ο Μιχαλακόπουλος κι ο ίδιος ο Βενιζέλος.
Πρέπει να τονίσουμε κι αυτά:
- Οθωναίος και Πάγκαλος μαζί με πλήθος αξιωματικών απαίτησαν από τον Πλαστήρα να τους δώσει τον λόγο του, ότι δεν θα δώσει χάρη στους κατηγορούμενους αν καταδικαστούν σε θάνατο. Κάτι που συνέβη.
- Κατά τη διάρκεια της δίκης, ο πρωθυπουργός Γούναρης ήταν άρρωστος με τύφο και υψηλότατο πυρετό. Σχεδόν χωρίς συνείδηση πραγματικότητας. Έτσι δικάστηκε, έτσι καταδικάστηκε, έτσι εκτελέστηκε.
- Η Αγγλία (κυρίως) αλλά και σχεδόν όλα τα πολιτισμένα κράτη της εποχής άσκησαν μεγάλες πιέσεις στον Πλαστήρα να μη προχωρήσει στις εκτελέσεις.
- Ο Βενιζέλος αργότερα (Φεβρουάριο 1929) έγραψε σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη, αρχηγό του Λαϊκού κόμματος ότι ουδείς εκ των νεκρών διέπραξε το αδίκημα της εσχάτης προδοσίας. Ήταν η πρώτη παραδοχή των θλιβερών διαδικασιών που ακολουθήθηκαν.
Για την ιστορία αναφέρουμε τη διαδικασία της εκτέλεσης, όπως περιγράφεται στο βιβλίο «Hellas Special Άφιλτρο», εκδόσεις Περίπλους:
{..} έφτασαν έξι καμιόνια με φαντάρους και μετά άλλο ένα με το στρατιωτικό απόσπασμα. Τριάντα έξι νοματαίοι ήντουσαν. Μπήκαν στη σειρά, μετά κάνανε ένα ημικύκλιο και περιμένανε. Κανένας δεν έλεγε τίποτα. Είχε φτάσει πια μεσημέρι όταν έφτασαν δυο καμιόνια. Από το ένα κατεβήκανε ο Χατζηανέστης που φόραγε τη στολή του με τα γαλόνια και τα παράσημα, ο Θεοτόκης κι ο Μπαλτατζής. Από το άλλο φορτηγό, πρώτος κατέβηκε ο Γούναρης. Μόλις πάτησε τα πόδια στη γη, σωριάστηκε στο έδαφος εξαντλημένος από τον πυρετό του τύφου. Κατέβηκαν γρήγορα ο Στράτος με τον Πρωτοπαπαδάκη, πήγαν κοντά του και τον βοήθησαν να σηκωθεί και να σταθεί στα πόδια του αφού κανένας στρατιώτης, ούτε γαλονάς φιλοτιμήθηκε να βοηθήσει τον μελλοθάνατο, λες κι ήταν λεπρός. Οι στρατιώτες τους έβαλαν να σταθούν ο ένας πλάι στον άλλο απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Τον Χατζηανέστη, πριν τον εκτελέσουνε, έπρεπε πρώτα να τον καθαιρέσουνε, όπως έλεγε η απόφαση του στρατοδικείου. Μόλις τον πλησίασε ένας στρατόκαυλος της χούντας για να του ξηλώσει τα γαλόνια, ο στρατηγός δεν τον άφησε. Πέταξε το πηλήκιό του, τα επωμίδια και τα γαλόνια και φώναξε:
- Η μόνη μου ντροπή ήταν που υπήρξα αρχιστράτηγος των φυγάδων!
Ύστερα γύρισε στη θέση του κι έκανε τον σταυρό του.
Κάποιος γαλονάς πήγε να τους δέσει τα μάτια. Κανείς δεν δέχθηκε. Ύστερα ένας άλλος τους ρωτούσε αν έχουν να ζητήσουν ή να που κάτι.
Ο Γούναρης, ίσα που στεκόταν όρθιος, κοίταξε τον ουρανό και σήκωσε τους ώμους του. Ο Στράτος φώναξε:
- Αυτή η πράξη είναι αίσχος για την πατρίδα μας.
Κι έβγαλε από την τσέπη την ταμπακιέρα του, πήρε ένα τσιγάρο κι αφού την έκλεισε ζήτησε να τη δώσουν στον γιο του.
Ο Θεοτόκης έβγαλε ένα δαχτυλίδι που φορούσε, το φίλησε και ζήτησε να το δώσουν στη γυναίκα του. Οι άλλοι δεν είπαν τίποτα.
Ένας παππάς άρχισε ψέλνει κι ένας γαλονάς φώναξε:
- Επί σκοπόν!
Ο Παππάς άρχιζε να ψέλνει πιο δυνατά, με φωνή πνιγμένη. Ο γαλονάς ξαναφώναξε:
- Πυρ!
Τριάντα έξι μάνλιχερ άδειασαν τις σφαίρες τους στα κορμιά των έξι. Εκείνοι λύγισαν τα πόδια, κοντοστάθηκαν μεταξύ ζωής και θανάτου κι έπεσαν. Κι ενώ ήταν στο έδαφος τα ματωμένα κορμιά, πλησίασαν κάτι λοχίες κι έριξαν στα κεφάλια τους τις χαριστικές βολές. Τα κορμιά σπαρταρούσαν καθώς έβγαινε η ψυχή. Όλα είχαν τελειώσει».