Το πρωί της περασμένης Δευτέρας, 29 Νοεμβρίου 2021 στα γραφεία της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD), στην Αθήνα, «έπεσαν» οι υπογραφές για τη σύμβαση ανάμεσα στην Τράπεζα και το Ταμείο Ανάκαμψης, για το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0». Η σύμβαση που υπεγράφη αφορά την αξιοποίηση ποσού που μπορεί να φτάσει τα 500 εκατ. ευρώ. Νωρίτερα, μέσα στον Σεπτέμβριο, είχε υπογράφει και η σύμβαση με την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων – μια σύμβαση που ήρθε ως φυσική συνέπεια μιας συμφωνίας ανάμεσα στα δύο μέρη που έγινε τον περασμένο Απρίλιο. Μάλιστα, ήταν και η πρώτη συμφωνία με αυτό το αντικείμενο μεταξύ της τράπεζας της Ευρωπαϊκής Ενωσης και κράτους-μέλους.
Η συμφωνία προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων θα συμβάλει στη διαχείριση επενδύσεων ύψους 5 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο της υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0».
Συνολικά, στο πρόγραμμά της δανειακής στήριξης έχουν δηλώσει συμμετοχή έως σήμερα εννέα τραπεζικά ιδρύματα. Σε αυτά συμπεριλαμβάνονται η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ), η EBRD, οι τέσσερις συστημικές τράπεζες της χώρας (Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα, Eurobank, Τράπεζα Πειραιώς), καθώς και τρεις μη συστημικές (Optima Bank, Παγκρήτια Τράπεζα και Συνεταιριστική Κεντρικής Μακεδονίας).
Το σημαντικό πάντως είναι ότι σε κάθε περίπτωση εντός του Δεκεμβρίου 2021 θα ολοκληρωθεί η υπογραφή των συμβάσεων και με τις ελληνικές τράπεζες. Επιπλέον, πριν από το τέλος του έτους στις τράπεζες- συνεργάτες που θα κληθούν να «τάξουν» τα δάνεια για τις ιδιωτικές επενδύσεις θα έχει «περάσει» ένα ποσό της τάξης του 1,5 δισ. ευρώ. Πολύ μεγαλύτερο από το ποσό που είχε αρχικά υπολογιστεί και που ήταν 900 εκατ. ευρώ.
Μια πολύ καλή μαγιά για να προχωρήσουν μεγάλες και μικρές επενδύσεις που θα τονώσουν την αγορά και την οικονομία. Μάλιστα, στις επτά ελληνικές τράπεζες θα περάσει ένα ποσό λίγο κάτω από 1 δισ. ευρώ, καθώς ένα ποσό περίπου 600 εκατ. ευρώ θα αφορά την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (γύρω στα 500 εκατ. ευρώ) και την EBRD (γύρω στα 100 εκατ. ευρώ).
Αλλά ας δούμε τα πράγματα στην πράξη: Οπως ανέφερε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης αμέσως μετά την υπογραφή της σύμβασης με την EBRD: «Με τη σύμβαση που υπογράψαμε, σήμερα, στοχεύουμε στην κινητοποίηση ιδιωτικών επενδύσεων άνω τον 1 δισ. ευρώ».
Με βάση αυτή τη δήλωση, μετά την πρώτη δόση του 1,5 δισ. ευρώ που θα δοθεί μέσα στον Δεκέμβριο θα πρέπει να αναμένεται μέσα στους επόμενους μήνες να ανακοινωθούν επενδύσεις που θα ξεπερνούν τουλάχιστον τα 3 δισ. ευρώ. Ενα αφάνταστο νούμερο για τα ελληνικά χρονικά. Γι’ αυτό και τα στελέχη των τραπεζών έχουν σηκώσει μανίκια και πραγματοποιούν τη μία συνάντηση μετά την άλλη, ελπίζοντας να κερδίσουν τη μάχη με τον χρόνο.
Ο τρόπος με τον οποίο η Αθήνα επέλεξε να διαχειριστεί το ζήτημα των δανείων – άνοιξε τη βεντάλια και άφησε ανοιχτό τον αριθμό των συνεργαζομένων τραπεζών προκειμένου να έχουν πρόσβαση στις χρηματοδοτήσεις όλες οι επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κλάδου και μεγέθους στα αστικά κέντρα αλλά και στην Περιφέρεια – συνάντησε την αποδοχή των Βρυξελλών. Και αυτό γιατί πέραν όλων των άλλων η επιλογή της ελληνικής κυβέρνησης ενισχύει τον ανταγωνισμό ενώ δεν αποκλείει τις συνεργασίες και τις συγχρηματοδοτήσεις. Επιπλέον, οι Βρυξέλλες μόνο θετικά σχόλια μπορούν να κάνουν για την ετοιμότητα του μηχανισμού του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας να ανταποκριθεί στις ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες καλείται να φέρει εις πέρας ένα μεγαλεπήβολο επενδυτικό και αναπτυξιακό εγχείρημα δίχως προηγούμενο…
Για παράδειγμα, η Ελλάδα είναι μια από τις χώρες που βρίσκονται σταθερά στην «πρώτη ταχύτητα», ήταν η δεύτερη που κατέθεσε το πρόγραμμά της, ήταν στην πρώτη τριάδα των χωρών που έλαβαν έγκριση για το πρόγραμμά τους, ήταν από εκείνες τις (λίγες) χώρες που πήρε γρήγορα το ποσό της προκαταβολής που της αντιστοιχούσε, ανταποκρίθηκε στον σωστό χρόνο στις υποχρεώσεις της (ορόσημα) και σήμερα είναι μεταξύ των τεσσάρων (κατά πάσα πιθανότητα) χωρών που διεκδικούν επάξια την πρώτη εκταμίευση. Πιο συγκεκριμένα, εντός του Δεκεμβρίου 2021 η χώρα μας θα υποβάλει το αίτημα της πρώτης εκταμίευσης (πρώτη δόση), το οποίο αναμένεται να ικανοποιηθεί από τις Βρυξέλλες, κάτι που σημαίνει ότι το ποσό των 3,5 δισ. ευρώ θα είναι διαθέσιμο εντός του πρώτου τριμήνου του 2022.
Η Ισπανία έχει ήδη υποβάλει αίτημα πρώτης εκταμίευσης, ενώ μαζί με την Ελλάδα εντός του Δεκεμβρίου θα είναι έτοιμες να υποβάλουν αιτήματα η Γαλλία και η Πορτογαλία.
Ευθύνες Βρυξελλών για τα χρονοδιαγράμματα
Η τήρηση των σχετικών χρονοδιαγραμμάτων δεν ήταν αποκλειστική ευθύνη των χωρών. Για παράδειγμα, η χώρα μας παρέλαβε τα σχετικά κείμενα για την επιχειρησιακή σύμβαση μόλις το δεύτερο 15ήμερο του Νοεμβρίου.
Κυβερνητικοί κύκλοι δεν παραλείπουν να επισημάνουν τα εξής: «Στις απορροφήσεις των ενισχύσεων έχουμε βάλει 600 εκατ. ευρώ στον προϋπολογισμό και θα έχουμε σε κάθε περίπτωση πολλαπλάσιες εκείνων που υπολογίζει ο τομεάρχης Ανάπτυξης και Επενδύσεων του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Αλέξης Χαρίτσης. Ας μην ξεχνάμε ότι παραλάβαμε μια διοίκηση με μέση καθυστέρηση 51 μήνες ανά δημόσιο έργο και δεν έχουν κλείσει ακόμη έξι μήνες από την αρχή τον προγράμματος, που ούτως ή άλλως έγινε καθυστερημένα από πλευράς ευρωπαϊκών διαδικασιών». Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση αλλά και η ομάδα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έχουν κάνει την επιλογή να θέσουν σε προτεραιότητα έργα και προγράμματα υψηλής οικονομικής και κοινωνικής αξίας που «δουλεύουν» με επιδοτήσεις, όπως τα προγράμματα του «Εξοικονομώ», τα προγράμματα στήριξης για τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, κ.λπ. Είχε προηγηθεί η δήλωση του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Χαρίτση κατά τη συζήτηση επίκαιρης ερώτησής του για το Ταμείο Ανάκαμψης στη Βουλή, που κατηγορούσε την κυβέρνηση ότι «σε μια χρονιά που οι πολλαπλές κρίσεις καθιστούν πιο αναγκαία από ποτέ την εισροή πόρων στην πραγματική οικονομία, πέσατε έξω πάνω από 2 δισ. στις δαπάνες που είχατε προϋπολογίσει για το Ταμείο Ανάκαμψης. Στον προϋπολογισμό του προηγούμενου έτους εκτιμούσατε τις δαπάνες του Ταμείου σε 2,6 δισ. ευρώ για το 2021, ποσό που μειώθηκε σε 1,6 δισ. στο Μεσοπρόθεσμο μόλις επτά μήνες μετά, για να φτάσουμε στα 600 εκατ. ευρώ στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2022» επισήμανε.
Aπό το Βήμα της Κυριακής