Η ελληνική κοινωνία δοκιμαζόμενη επί 12 χρόνια (μνημόνια, πανδημία, ενεργειακή και οικονομική κρίση, επιθετικότητα Τουρκίας) επιθυμεί σταθερή πορεία για να ξεπεραστούν οι σκόπελοι και όχι επανάληψη πειραμάτων που στέφθηκαν με αποτυχία.

 

Γράφει ο Ζαχαρίας Ζούπης

 

Οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά τα τέλη Ιουλίου (της GPO και της Marc) –και ενώ έχει κορυφωθεί η πολιτική αντιπαράθεση με αφορμή την παρακολούθηση του κινητού Νίκου Ανδρουλάκη– μας δίνουν μια πρώτη εικόνα των τάσεων της κοινής γνώμης, ενώ διανύουμε την τελική ευθεία προς τις βουλευτικές εκλογές.

Είναι πριν απ’ όλα φανερό ότι το ακραίο επίπεδο πολιτικής έντασης και αντιπαλότητας που επιλέχθηκε από την αντιπολίτευση δεν τροποποιεί τους συσχετισμούς, τουλάχιστον ουσιαστικά ή ανατρεπτικά. Αντίθετα, η κυβέρνηση εμφανίζεται ισχυρή, με μικρές έως μηδαμινές φθορές, την ίδια ώρα που η αντιπολίτευση εμφανίζει στο σύνολό της μικρές «εισπράξεις». Παρά τις όποιες αποκλίσεις στα αποτελέσματα, αποκλίσεις στα όρια του στατιστικού σφάλματος, τα συμπεράσματα και από τις δύο είναι σαφή:

1 Η Ν.Δ. διατηρεί μεγάλο προβάδισμα της τάξεως του 6,3% (GPO) έως 8,3% (Marc) που παραπέμπει στο προβάδισμα με το οποίο νίκησε στις βουλευτικές εκλογές. Πρόκειται για την επαναβεβαίωση ενός μοναδικού μεταπολιτευτικά δημοσκοπικού φαινομένου, ύστερα από τριάντα οκτώ μήνες θητείας μιας κυβέρνησης που έχει αντιμετωπίσει τη μία κρίση μετά την άλλη (πανδημία, μεταναστευτικό, τουρκική επιθετικότητα, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή-οικονομική κρίση) και σ’ αυτήν την περίοδο βρίσκεται στο επίκεντρο οξύτατης επίθεσης από το σύνολο της αντιπολίτευσης λόγω της υπόθεσης της παρακολούθησης του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη.

2 Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που έχει βρεθεί στο επίκεντρο όλων των επιθέσεων σ’ αυτό το διάστημα και έχει γίνει δέκτης σαφών προσωπικών κριτικών έως και ύβρεων, δείχνει να διαθέτει ένα πολύ σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο που ακόμα και φθορές δεν το απομειώνουν σημαντικά. Η δημοφιλία του, σύμφωνα με τις δύο έρευνες, βρίσκεται ανάμεσα στο 46,1% και το 48,3%, επιδόσεις με τις οποίες είναι μακράν ο δημοφιλέστερος πολιτικός ηγέτης στη χώρα. Οι δύο έρευνες τον βρίσκουν να προηγείται καθαρά στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός με ποσοστά 42,7% και 49,9% – ποσοστά ορατά μεγαλύτερα από την εκλογική επιρροή της Ν.Δ. και τα ποσοστά που εμφανίζει η Ν.Δ. στην πρόθεση ψήφου.

3 Η υπόθεση των παρακολουθήσεων δεν αλλάζει, δεν τροποποιεί ουσιαστικά τους πολιτικούς συσχετισμούς αυτήν τη στιγμή. Σύμφωνα με την έρευνα της GPO, η Ν.Δ. χάνει 1,7% στην πρόθεση ψήφου, ενώ σύμφωνα με την έρευνα της Marc χάνει μόλις 0,2%! Τα αποτελέσματα αυτά δεν δικαιώνουν όσους διαπιστώνουν κυβέρνηση σε αποδρομή, σε λαϊκή κατακραυγή ή και σε κατάρρευση. Αντίθετα, δείχνουν κυβέρνηση η οποία ελέγχει την κατάσταση και που, ακόμα και αν πάρουμε τις μέγιστες απώλειες από αυτές τις δύο έρευνες, δέχεται ένα λογικό μήνυμα διορθωτικών κινήσεων, αλλά όχι για «να φύγει».

4 Αλλη μια φορά η επιλογή ατζέντας από την αντιπολίτευση, η πολιτική και φραστική οξύτητα των επιθέσεων και η μονοθεματικότητα της αντιπολιτευτικής τακτικής τους δεν φαίνεται να την ωφελούν. Σύμφωνα με την έρευνα της GPO, ο ΣΥΡΙΖΑ εισπράττει μόλις 0,9% και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής 1%· ενώ σύμφωνα με την έρευνα της Marc, τα οφέλη αυτά είναι της τάξεως του 0,5% και για τον ΣΥΡΙΖΑ και για το ΠΑΣΟΚ. Υπενθυμίζεται ειδικά για το ΠΑΣΟΚ ότι αυτή η αύξηση εμφανίζεται μετά τη μείωση στα ποσοστά του κατά 2,5%-3% από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο, παραμένοντας σταθερά τρίτο σε δύναμη κόμμα και με μεγάλη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παρουσιάζει διπλάσιες επιδόσεις από το ΠΑΣΟΚ.

5 Η υπόθεση που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στην πολιτική αντιπαράθεση των υποκλοπών απασχολεί ασφαλώς τμήμα της κοινωνίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί την πρώτη επιλογή στα πιο κρίσιμα προβλήματα που οι πολίτες ιεραρχούν για τη χώρα και τη ζωή τους. Σίγουρα αυτό το πρόβλημα βρίσκεται σε εξέλιξη, αλλά σε κάθε περίπτωση το κυρίαρχο που απασχολεί είναι ο «βαρύς χειμώνας», οι τιμές των λογαριασμών ενέργειας, η ακρίβεια.

 

Επικίνδυνη ρητορική

Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι πρέπει να υποτιμάται το πολύ σοβαρό θεσμικά θέμα της παρακολούθησης του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη για το οποίο υπάρχει αδήριτη ανάγκη πλήρους θεσμικής διαλεύκανσης και το οποίο πρέπει να αξιοποιηθεί ως μια ευκαιρία για αντιμετώπιση των όποιων διαχρονικών δημοκρατικών ελλειμμάτων. Αν αυτά δεν συμβούν, η υπόθεση μπορεί και να “κακοφορμίσει» για την κυβέρνηση.

Δεν σημαίνει όμως ταυτόχρονα ότι βρίσκει αποδέκτες η ρητορική της όξυνσης, η ρητορική περί κινδύνων για τη δημοκρατία από τη σημερινή κυβέρνηση ή «εκκολαπτόμενης χούντας» και «παρακράτους» και διαφόρων τέτοιων κατηγοριών που διατυπώνονται ειδικά από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ολα αυτά, ακόμα και από τους πολίτες που επικρίνουν την κυβέρνηση για τους χειρισμούς στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντιμετωπίζονται ως δείγμα αντιπολιτευτικής τακτικής χωρίς όρια και δεν γίνονται αποδεκτά, μάλλον απωθούν σε μια κοινωνία που θεωρεί εμπεδωμένη τη δημοκρατία 48 χρόνια από τη μεταπολίτευση.

 

Πολιτική διακινδύνευση

Είναι ταυτόχρονα φανερό ότι οι προτάσεις για αντιδεξιά μέτωπα δεν αποδίδουν. Αντίθετα, φαίνεται να λειτουργούν έντονα αντανακλαστικά για τη μη επιστροφή σε εποχές πολιτικής διακινδύνευσης που ακόμα αμείωτα χρεώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ λόγω της παρελθούσας διακυβέρνησής του. Στην εποχή του πολέμου στην Ουκρανία, της γεωστρατηγικής, ενεργειακής και οικονομικής ρευστότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, εποχή κατά την οποία η Ελλάδα αντιμετωπίζει και πρόσθετα εθνικά προβλήματα, όλα θα κριθούν στο επίπεδο των συνολικών αφηγημάτων των κομμάτων, της εμπιστοσύνης για το ποιος μπορεί να πλοηγήσει τη χώρα σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες και της διασφάλισης πολιτικής σταθερότητας. Ο ρόλος αυτών των «κριτηρίων» για την εκλογική συμπεριφορά εν όψει εκλογών θα ενισχυθεί μέσα στις συνθήκες ενός δύσκολου χειμώνα στον οποίο τα θέματα του κόστους ενέργειας, των ανατιμήσεων, της οικονομικής δυνατότητας των νοικοκυριών θα δοκιμαστούν και θα επιβραβευθούν συγκεκριμένα μέτρα και όχι μια γενικόλογη καταγγελία.

Η ελληνική κοινωνία δοκιμαζόμενη επί 12 χρόνια (μνημόνια, πανδημία, ενεργειακή-οικονομική κρίση, επιθετικότητα Τουρκίας) επιθυμεί σταθερή πορεία για να ξεπεραστούν οι σκόπελοι και όχι επανάληψη πειραμάτων που στέφθηκαν με αποτυχία.