Η πρόθεση είχε δηλωθεί. Η διάταξη κατά τα όσα ειπώθηκαν κυοφορούνταν από καιρό. Η ψήφισή της δεν επιλύει τα νομικά ζητήματα. Τουναντίον, δρομολογεί τη διαδικασία για τη δοκιμασία και τον έλεγχό της στην πράξη. Μια άσκηση εξαιρετικά απαιτητική. Που ταυτόχρονα προβληματίζει. Για τη δικαιοπολιτική της ορθότητα αλλά και τη νομοτεχνική  της επάρκεια.

Γράφει ο Πολύκαρπος Αδαμίδης

Η πρόβλεψη για τους όρους αποκλεισμού ενός κόμματος από τη διαδικασία των εκλογών, δεν ανατρέπει, ως σύλληψη, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και συμμετοχής στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Από τη στιγμή μάλιστα που ο σκληρός πυρήνας του Συντάγματος, συνίσταται μεταξύ άλλων και στη ρητή πρόβλεψη για τον αποκλεισμό κάθε διαδικασίας αναθεώρησης της μορφής του Πολιτεύματος, είναι και θεμιτό αλλά και επιβεβλημένο να λαμβάνονται μέτρα ενάντια σε όσους δηλώνουν την επιθυμία ή πολύ περισσότερο απεργάζονται την ανατροπή του.

Τα δύσκολα ξεκινούν, όταν μια κατά τα άλλα ορθή επιλογή επιχειρείται να γίνει πράξη. Η διάταξη που ψηφίστηκε τις τελευταίες ημέρες, έχει δύο βασικά εγγενή προβλήματα. Το πρώτο ότι στην αρχική διατύπωσή της, παρείχε στον αρμόδιο Δικαστή, που θα αποφαίνονταν για τη δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές, μια ευρύτατη και ουσιαστικά καταχρηστική ευχέρεια, να αποτιμήσει το εάν ένα κόμμα εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Οι προσθήκες που αφορούν προηγούμενες καταδίκες για εγκλήματα που καταδεικνύουν συγκεκριμένη παραβατικότητα, άμβλυνε τις εύλογες ανησυχίες και ενστάσεις.

Η δεύτερη παράμετρος, που προκαλεί αμηχανία, αφορά τον λεγόμενο πραγματικό αρχηγό- επικεφαλής του κόμματος, για το οποίο τίθεται ζήτημα αποκλεισμού του. Πέρα από το γεγονός ότι η διακρίβωση του λεγομένου πραγματικού αρχηγού, ανατίθεται και πάλι στον κρίνοντα δικαστή άνευ ετέρου, αναφύονται ουσιώδη ζητήματα ασφάλειας δικαίου, ως προς τον προσδιορισμό του ποιες παράμετροι καταδεικνύουν τον πραγματικό επικεφαλής. Δύναται για παράδειγμα να θεωρηθεί ως πραγματικός επικεφαλής, ο χρηματοδότης του κόμματος; Ο ιδεολογικός του καθοδηγητής; Ο Οργανωτικός του ηγέτης; Το πρόσωπο που επιλέγει τους υποψήφιους που θα στελεχώσουν τους συνδυασμούς ανά την Επικράτεια; Το πρόσωπο που επιλέγει όσους θα στελεχώσουν τα όργανα διοίκησης του κόμματος; Το πρόσωπο που συγκεντρώνει το σύνολο ή περισσότερες από μία, από τις εν λόγω ιδιότητες; Τα ερωτηματικά είναι πολλά, όπως και τα στοιχεία που δείχνουν ότι η διάταξη θα έχει πρόβλημα εφαρμογής και σε κάθε περίπτωση στοιχειοθέτησης των όρων για την εφαρμογή της.

Και οι δύο κύριες εστίες προβληματισμού, είναι απότοκος του προληπτικού ελέγχου που επιχειρείται για τον εντοπισμό και τον αποκλεισμό, όσων θεωρούνται ότι αποτελούν κίνδυνο για το Πολίτευμα. Είναι μια βαρύτατη κατηγορία, που δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο επίπεδο της εικαζόμενης βούλησης. Γιατί τότε δημιουργεί ζήτημα σεβασμού του Κράτους Δικαίου. Ως ενδεχόμενο μέσο για να δικαιολογηθεί και να διευκολυνθεί ο έλεγχος και να υποστηριχθεί η απόφαση για τον αποκλεισμό των φερόμενων ως υπονομευτών του Πολιτεύματος, θα μπορούσε να ζητηθεί από κάθε υποψήφιο να δηλώνει την πίστη του στο Σύνταγμα και τη μορφή του Πολιτεύματος και να αποκηρύσσει τη ναζιστική ιδεολογία, όπως και τους πραξικοπηματίες του 1967 και του 1973. Θα ήταν ενδιαφέρουσες οι αντιδράσεις και τα διλήμματα όσων σήμερα μιλούν για παράνομους αποκλεισμούς. Σίγουρα θα τους στερούσαν την εκ του ασφαλούς αμφισβήτηση του Πολιτεύματος και την ανέξοδη λοιδωρία των λειτουργών του. Και δε θα τους επέτρεπε να “ψαρέψουν” στα θολά νερά των κάθε είδους “νοσταλγών”. Υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία;