Ο υπουργός εξωτερικών του Λουξεμβούργου, Γιαν Ασελμπορν, σε αποκλειστική του συνέντευξη στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στη Μαρία Αρώνη, μιλάει για τον πόλεμο στην Ουκρανία, για τη στάση της Τουρκίας, για το μεταναστευτικό ζήτημα και για τα Δυτικά Βαλκάνια.

Ο βετεράνος υπουργός Εξωτερικών, επί σχεδόν μία εικοσαετία, τονίζει ότι αυτή τη στιγμή, δεν βλέπει καμία προθυμία από τη ρωσική πλευρά να συμμετάσχει με καλή πίστη στις συνομιλίες με την Ουκρανία, ενώ σε ό,τι αφορά την Τουρκία, μεταξύ άλλων, εκφράζει τη λύπη του που δεν έχει ευθυγραμμιστεί με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Τονίζει, επίσης, ότι είναι απαράδεκτο μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ να απειλεί ένα άλλο μέλος. Σε ό,τι αφορά τις συζητήσεις για το νέο σύμφωνο μετανάστευσης και ασύλου, θεωρεί σκανδαλώδες το ότι μετά από επτά χρόνια δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί.

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του Υπουργού Εξωτερικών του Λουξεμβούργου στο ΑΠΕ-ΜΠΕ:

Ο πόλεμος στην Ουκρανία δοκιμάζει πλέον σοβαρά τις βασικότερες από τις αρχές και τα ίδια τα θεμέλια της Ε.Ε. Πώς βλέπετε τη συνέχεια; Υπάρχει κάποια αχτίδα ελπίδας για τέλος των εχθροπραξιών σύντομα;

Με τον ερχομό του χειμώνα προφανώς θα μειωθεί η ένταση των μαχών. Αυτό δεν θα σημαίνει βέβαια το τέλος των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά, οι πολίτες θα υποφέρουν περισσότερο από τη χειμερινή περίοδο. Τους τελευταίους δύο μήνες, η Ρωσία στοχεύει τις μη στρατιωτικές και ενεργειακές υποδομές, προκαλώντας ακόμη περισσότερα δεινά στον ουκρανικό λαό. Η εκστρατεία συστηματικών βομβαρδισμών εναντίον πολιτικών στόχων και ενεργειακών υποδομών είναι ένα έγκλημα που καταδικάζουμε έντονα. Η ανθρωπιστική κατάσταση θα μπορούσε να επιδεινωθεί. Ως εκ τούτου, η ΕΕ θα επιταχύνει την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Όσο για ένα πιθανό τέλος εχθροπραξιών, είναι δύσκολο να το προβλέψουμε. Αυτή τη στιγμή, δεν βλέπω πραγματικά καμία προθυμία από τη ρωσική πλευρά να συμμετάσχει με καλή πίστη στις συνομιλίες με την Ουκρανία. Ελπίζουμε ότι οι νέες κυρώσεις θα αυξήσουν την πίεση στη Ρωσία, ώστε να τερματίσει τον επιθετικό της πόλεμο.

Πώς θα είναι το αύριο για όλους μας; Πιστεύετε ότι μακροπρόθεσμα θα προκύψει το ζήτημα της κοινής ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφάλειας και ότι σε αυτό το πλαίσιο θα χρειαστεί να δοθούν εγγυήσεις στη Ρωσία προκειμένου να βρεθεί μια καλή ισορροπία;

Εγγυήσεις ασφαλείας στη Ρωσία; Μα αυτό θα ήταν η αντιστροφή της πραγματικότητας! Από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν έχει επιτεθεί στη Ρωσία. Η Ρωσία δεν κινδύνευσε ποτέ. Έψαξε προφάσεις για να διατηρήσει την επιρροή της στα πρώην εδάφη της ΕΣΣΔ. Είναι σαφές εκ των υστέρων ότι οι ρωσικές προτάσεις για την ευρωπαϊκή ασφάλεια στα τέλη του 2021, είχαν ως μόνο στόχο να μας αποσπάσουν την προσοχή, ενώ ο στρατιωτικός σχεδιασμός της Ρωσίας εισερχόταν στην τελική του φάση. Αντιθέτως, οι χώρες οι οποίες χρειάζονται εγγυήσεις ασφαλείας είναι αυτές που έχουν υποστεί στρατιωτική επίθεση, άμεση ή έμμεση, από τη Ρωσία τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια: Ουκρανία, Γεωργία, Μολδαβία.

Οι χώρες της Δύσης, η ΕΕ και άλλες, έχουν υιοθετήσει μια σειρά μέτρων και κυρώσεων, ώστε η Ρωσία να αναγκαστεί να σταματήσει αυτόν τον παράνομο πόλεμο. Οι κυρώσεις έχουν βέβαια σοβαρό αντίκτυπο και στις ίδιες τις ευρωπαϊκές χώρες. Τι έχετε να πείτε για τις χώρες που, όπως η Τουρκία, παραβιάζουν συστηματικά το εμπάργκο που έχει επιβληθεί διευκολύνοντας έτσι τη Ρωσία, αλλά και αποκομίζοντας μεγάλα οφέλη για τους εαυτούς τους;

Ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας έχει καταδικαστεί από την Τουρκία. Η χώρα προσπάθησε να διευκολύνει τις συνομιλίες μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας και να εργαστεί για την καθιέρωση εκεχειρίας. Ανέλαβε επίσης μια διπλωματική πρωτοβουλία για τη διευκόλυνση της εξαγωγής ουκρανικών σιτηρών. Αυτή η συμφωνία δεν θα ήταν δυνατή χωρίς τον εποικοδομητικό ρόλο της Τουρκίας. Πρέπει συνεπώς να χαιρετίσουμε όλες τις προσπάθειες που έγιναν για να κρατήσουμε ζωντανή τη συμφωνία. Επιπλέον, η Τουρκία έχει εφαρμόσει τη Σύμβαση του Μοντρέ, όπως όφειλε, για να αποτρέψει την είσοδο ρωσικών πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα μέσω των Τουρκικών Στενών. Από την άλλη πλευρά, η Ευρώπη γνωρίζει πολύ καλά το γεγονός ότι η Τουρκία επέλεξε να μην ευθυγραμμιστεί με το καθεστώς κυρώσεων κατά της Ρωσίας, γεγονός για το οποίο λυπάμαι πολύ. Αυτό εγείρει μια σειρά ερωτημάτων για μια χώρα που συνεχίζει να θέλει να ενταχθεί τελικά στην ΕΕ. Αυτή η μη ευθυγράμμιση, αποτελεί κίνδυνο για τα περιοριστικά μέτρα της ΕΕ και θα πρέπει να συνεχίσουμε τις επαφές με την Τουρκία για αυτό το θέμα, μεταξύ άλλων μέσω του νέου διεθνούς ειδικού απεσταλμένου που ορίστηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την εφαρμογή κυρώσεων της ΕΕ.

Τη στιγμή που η Ευρώπη και το ΝΑΤΟ έχουν και δικαίως στραμμένη την προσοχή τους στην Ουκρανία και στον απρόκλητο πόλεμο που προκάλεσε το αυταρχικό καθεστώς του Πούτιν, ένας άλλος αυταρχικός ηγέτης, ο Πρόεδρος της Τουρκίας, Ερντογάν, απειλεί ανοιχτά μια χώρα-μέλος της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με αντίστοιχες πολεμικές ενέργειες. Πόσο συμβατή είναι αυτή η συμπεριφορά της Τουρκίας, όντας υποψήφια χώρας στην ΕΕ αλλά και μέλος του ΝΑΤΟ; 

Οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΕΕ με την Τουρκία βρίσκονται σε αδιέξοδο και παρατηρούνται περαιτέρω οπισθοχωρήσεις σε ζητήματα που σχετίζονται με το κράτος δικαίου, τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών. Ως εκ τούτου, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα ουσιαστικό χάσμα μεταξύ, αφενός, των φιλοδοξιών της Τουρκίας για ένταξη στην ΕΕ και, αφετέρου, μιας εξωτερικής πολιτικής που είναι αντίθετη σε πολλά σημεία με τις προτεραιότητες της ΕΕ.

Όσον αφορά το ΝΑΤΟ, είναι απαράδεκτο ένα μέλος της συμμαχίας να απειλεί ένα άλλο. Τούτου λεχθέντος, το ΝΑΤΟ είναι πιο ενωμένο από ποτέ στο πλαίσιο του ρωσικού επιθετικού πολέμου στην Ουκρανία. Επιπλέον, το ΝΑΤΟ αναμένει από την Tουρκία να επικυρώσει τις συμφωνίες ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας το συντομότερο δυνατό το 2023.

Όσον αφορά το θέμα της μετανάστευσης, οι χώρες της ΕΕ συμφωνούν στις θεμελιώδεις αρχές του Συμφώνου για τη μετανάστευση και το άσυλο. Πώς θα μπορούσε αυτό να βοηθήσει τις χώρες πρώτης εισόδου, όπως η Ελλάδα και άλλες για να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της μαζικής μετανάστευσης;

Διαπραγματευόμαστε για σχεδόν επτά χρόνια μια μεταρρύθμιση της ευρωπαϊκής μεταναστευτικής πολιτικής. Μια ευρωπαϊκή πολιτική στον τομέα αυτό μπορεί να λειτουργήσει μόνο με βάση τον δίκαιο επιμερισμό των βαρών. Το πραγματικό σκάνδαλο είναι ότι δεν έχουμε καταλήξει ακόμη σε συμφωνία όλα αυτά τα χρόνια. Η συζήτηση για τη μετανάστευση είναι τοξική και δυστυχώς συνεχίζουν να επικρατούν σκέψεις εσωτερικής πολιτικής. Για επτά χρόνια, λοιπόν, στην ουσία κάνουμε κύκλους για να καθορίσουμε μια ισορροπία μεταξύ ευθύνης και αλληλεγγύης. Αντί να επικεντρωθούν στο συνολικό ευρωπαϊκό συμφέρον, δηλαδή στο συμφέρον όλων, πολλοί πολιτικοί ηγέτες θεωρούν σκόπιμο να επικεντρώνονται στα εθνικά τους θέματα. Και όταν κανείς εξετάσει τα στοιχεία της μεταναστευτικής πίεσης προσεκτικά, προκύπτει ότι επηρεαζόμαστε σχεδόν όλοι στον ίδιο βαθμό, είτε στην Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γερμανία, την Ολλανδία ή το Λουξεμβούργο. Ωστόσο, μόνο το σύμφωνο ασύλου και μετανάστευσης μπορεί τελικά να δώσει απάντηση στα προβλήματα όλων μας.

Σε όλον αυτόν τον χαμένο χρόνο, χρειάστηκε πράγματι να αντιμετωπίσουμε αρκετές κρίσεις, είτε με τη Λευκορωσία, την Τουρκία ή το Μαρόκο. Η ΕΕ πάντα βοηθούσε τις χώρες που σηκώνουν το μεγαλύτερο βάρος. Για παράδειγμα, η κατάσταση με την Τουρκία βελτιώθηκε με τη δήλωση ΕΕ-Τουρκίας και η Επιτροπή μόλις αποδέσμευσε άλλη μια δόση 1,2 δισεκατομμυρίων για την επανέναρξη αυτής της συνεργασίας. Η Ελλάδα έχει επίσης λάβει σημαντική οικονομική βοήθεια για να εκσυγχρονίσει τις υποδομές υποδοχής και το σύστημα ασύλου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τις εικόνες αγωνίας στα ελληνικά νησιά που είδα το 2015 και κάτι τέτοιο δεν θα πρέπει ποτέ να ξανασυμβεί. Με την ίδια ικανοποίηση βίωσα την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη μετά την καταστροφή της Μόριας. Υπάρχει ακόμη το ζήτημα της ένταξης των μεταναστών και οι σωστές λύσεις μπορούν να αποδειχθούν επωφελείς τόσο για τους δικαιούχους διεθνούς προστασίας όσο και για την ελληνική κοινωνία. Στο Λουξεμβούργο έχουμε παρόμοιες προκλήσεις και προσπαθώ να τις μετατρέψω σε επιτυχία για όλους. Μια κατάσταση που θα ωφελήσει τόσο τους ανθρώπους που υποδεχόμαστε όσο και την κοινωνία που τους υποδέχεται.

Η περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων φαίνεται ότι έχει εισέλθει για άλλη μια φορά σε περίοδο αναταραχής και ανασφάλειας. Πιστεύετε ότι ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία αναγκάζει την ΕΕ να επιταχύνει τη διαδικασία ένταξής τους;

Ο πόλεμος στην Ουκρανία έδωσε πράγματι νέα ώθηση στη διαδικασία διεύρυνσης της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, το 2022 ήταν μια σημαντική χρονιά όσον αφορά την πρόοδο που σημειώθηκε. Η ΕΕ παραμένει ο πλησιέστερος εταίρος, ο κύριος επενδυτής, ο κύριος εμπορικός εταίρος και ο κύριος δωρητής της περιοχής. Προσφάτως η ΕΕ επιβεβαίωσε τη χορήγηση καθεστώτος υποψήφιας χώρας στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Η ΕΕ αποφάσισε επίσης να χορηγήσει καθεστώς απελευθέρωση βίζας στους πολίτες του Κοσσυφοπεδίου. Υπήρξε επίσης μια ευθυγράμμιση της πολιτικής θεωρήσεων της Σερβίας, κίνηση η οποία αποτελεί ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Επιπλέον, τον Ιούλιο του 2022 πραγματοποιήθηκαν η πρώτη διακυβερνητική διάσκεψη για την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, ξεκινώντας έτσι τη διαδικασία έναρξης των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Τέλος, υπήρξαν οι ιστορικές αποφάσεις της 23ης Ιουνίου 2022, όταν η Ουκρανία και η Μολδαβία έλαβαν το καθεστώς υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ, εν αναμονή της ταχείας εφαρμογής μιας σειράς μεταρρυθμίσεων.

Στη δε πρώτη συνάντηση των ηγετών της ΕΕ και των ομολόγων τους των Δυτικών Βαλκανίων, στα Τίρανα στις 6 Δεκεμβρίου, έγιναν πρόσθετα βήματα στην πορεία προς την ευρωπαϊκή τους ολοκλήρωση, ιδίως όσον αφορά την προσέγγιση της εσωτερικής μας αγοράς.

Επομένως, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο ρυθμός της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ καθορίζεται αποκλειστικά από τις υποψήφιες χώρες και την ικανότητα και την πολιτική τους βούληση να εφαρμόσουν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Τα κριτήριά μας είναι τα ίδια για όλες τις υποψήφιες χώρες και βασίζονται στην πλήρη μεταφορά του κοινοτικού κεκτημένου της ΕΕ και στην πλήρη ευθυγράμμιση με τις αξίες και τις πολιτικές μας. Σε τελευταία ανάλυση, οι πολίτες των υποψηφίων χωρών θα πρέπει να καταλάβουν ότι υπεύθυνες είναι οι κυβερνήσεις τους. Το Λουξεμβούργο θα συνεχίσει τη στήριξή του, αλλά εναπόκειται στις χώρες αυτές να ενεργήσουν με αποφασιστικότητα προκειμένου να παραμείνουν αξιόπιστες ως υποψήφιες στην ΕΕ. Επομένως, η υποστήριξή μας στη Σύνοδο Κορυφής των Τιράνων δε σημαίνει και χαλάρωση των κριτηρίων. Αντίθετα, η ΕΕ θα πρέπει να είναι πιο απαιτητική σε τομείς όπως το κράτος δικαίου, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και του οργανωμένου εγκλήματος.