Έντονο είναι το ενδιαφέρον που υπάρχει τα τελευταία χρόνια σε περιοχές της νότιας Ελλάδας αναφορικά με την καλλιέργεια υποτροπικών φυτών, όπως αβοκάντο, μάνγκο, λίτσι, αννόνα και μακαντάμια.
Ενδιαφέρον που έρχεται ως συνέχεια της ολοένα και αυξημένης ζήτησης τέτοιων προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Ωστόσο για τη διατήρηση και εξάπλωση της καλλιέργειας τους, απαραίτητη προϋπόθεση είναι αρχικά ο εντοπισμός κατάλληλων περιοχών εγκατάστασης καθώς και η παροχή τεχνογνωσίας για την καλλιέργεια των παραπάνω ειδών.
Προς αυτή την κατεύθυνση κινείται η προγραμματική σύμβαση που υπεγράφη μεταξύ της Περιφέρειας Πελοποννήσου και του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ που έχει ως σκοπό τη σταδιακή εξοικείωση των παραγωγών της Περιφέρειας Πελοποννήσου στις νέες καλλιέργειες των υποτροπικών φυτών.
Το εν λόγω έργο θα είναι συνολικού προϋπολογισμού 99.200 ευρώ, θα έχει διάρκεια πέντε ετών και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τη δημιουργία επιδεικτικών αγρών αλλά και την εκπαίδευση των παραγωγών.
Όπως δήλωσε στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο διευθύνων σύμβουλος του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ, Παναγιώτης Χατζηνικολάου «θα παρέχεται επιστημονική υποστήριξη ως προς την εγκατάσταση και τις καλλιεργητικές τεχνικές καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου ενώ θα υπάρχει ενημέρωση και εκπαίδευση των παραγωγών και του ευρύτερου κοινού».
Μέσω του προγράμματος θα δοθεί η δυνατότητα στους παραγωγούς της Περιφέρειας Πελοποννήσου να εξοικειωθούν με τις νέες αυτές καλλιέργειες, με τα οφέλη που θα προκύψουν σύμφωνα με τον κ. Χατζηνικολάου να «είναι η ανασυγκρότηση της γεωργίας στην Πελοπόννησο με την προώθηση των υποτροπικών ειδών ως εναλλακτικές καλλιέργειες και η διείσδυση νέων προϊόντων υψηλής αξίας στην ελληνική και ευρωπαϊκή αγορά».
Στην πρώτη φάση υλοποίησης του προγράμματος περιλαμβάνεται ο εντοπισμός κατάλληλων -ως προς τις κλιματολογικές και εδαφικές συνθήκες- αγροτεμαχίων για εγκατάσταση υποτροπικών ειδών σε διαφορετικές περιοχές της Περιφέρειας Πελοποννήσου.
Εν συνεχεία θα γίνει η εγκατάσταση των «επιδεικτικών αγρών», ενώ σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος θα παρέχονται συμβουλές από επιστημονικό προσωπικό του ΕΛΓΟ-ΔΗΜΗΤΡΑ ως προς την εγκατάσταση και τις καλλιεργητικές τεχνικές καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου.
«Το πρόγραμμα αυτό μας δίνει επίσης την ευκαιρία σε μια πολύ εποικοδομητική συνεργασία του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ με την περιφέρεια Πελοποννήσου και τους γεωπόνους της, φυτώρια που θα παράγουν στο μέλλον γενετικό υλικό, καθώς επίσης να δοκιμαστούν πρωτοπόροι παραγωγοί και στο σύνολό τους τα τοπικά παραγωγικά συστήματα της πρωτογενούς παραγωγής» δήλωσε ο κ. Χατζηνικολάου προσθέτοντας: «Θα δημιουργηθούν “επιδεικτικοί αγροί” πάνω στους οποίους θα παρέχεται επιστημονική υποστήριξη ως προς την εγκατάσταση και τις καλλιεργητικές τεχνικές καθ΄ όλη τη διάρκεια του έργου, ενώ θα υπάρχει ενημέρωση και εκπαίδευση των παραγωγών και του ευρύτερου κοινού. Προσδοκούμε σε μια αμοιβαία συνεργασία με παρόν και μέλλον αλλά προπάντων άνοιγμα τέτοιων συνεργασιών σε όλη τη χώρα όπου οι συνθήκες το επιτρέπουν».
Τα πλεονεκτήματα
Το αβοκάντο αποτελεί πλέον μία από τις σημαντικότερες καλλιέργειες στη νότια Ελλάδα, με συνεχή επέκταση των καλλιεργούμενων εκτάσεων στην Πελοπόννησο. Κάθε χρόνο φυτεύονται χιλιάδες νέα δενδρύλλια εκτοπίζοντας παραδοσιακές καλλιέργειες.
Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου που εδρεύει στα Χανιά, η Ελλάδα είναι μια από τις ελάχιστες περιοχές κοντά στην ευρωπαϊκή αγορά που μπορεί να υποστηρίξει την καλλιέργεια υποτροπικών ειδών, προερχόμενων από Ανατολική Ασία, Νότια Αφρική και Κεντρική Αμερική κάτι που της δίνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, που μεταφράζεται σε επιπλέον εισόδημα για παραγωγούς τέτοιων ειδών.
Η καλλιέργεια των εν λόγω υποτροπικών φυτών έχει ως πλεονέκτημα το γεγονός ότι πρόκειται για καλλιέργειες με χαμηλό ενεργειακό αποτύπωμα, δηλαδή χαμηλές εισροές και φιλικές προς το περιβάλλον κάτι που συνεπάγεται μικρό κόστος παραγωγής και μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους.
Όπως περιγράφεται στην ίδια μελέτη, οι καρποί μάνγκο και λίτσι ωριμάζουν κατά την θερινή περίοδο, δίνοντας την ευκαιρία στους παραγωγούς να διαθέσουν το προϊόν τους άμεσα στην τοπική αγορά, η οποία θα είναι ενισχυμένη και από την τουριστική κίνηση.
Οι καρποί αννόνα καταναλώνονται νωποί, αλλά χρησιμοποιούνται επίσης σε σκευάσματα παγωτών και γαλακτοκομικών, ενώ οι μακαντάμια, πωλούνται ως ξηρό προϊόν, που δεν περιορίζεται από την ανάγκη άμεσης κατανάλωσης.
Ωστόσο, όπως σημειώνεται, η παραγωγικότητά τους εξαρτάται από μεγάλο αριθμό παραγόντων όπως οι εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής καλλιέργειας, οι καλλιεργητικές πρακτικές, το είδος θρέψης και η επιλογή κατάλληλων ποικιλιών.
Κάτι που όπως τονίζεται τέλος, έχει ως αποτέλεσμα να απαιτείται εξειδικευμένη έρευνα για τη βελτιστοποίηση καθενός από τους επιμέρους παράγοντες για την ανάπτυξη καρπών συγκεκριμένων προδιαγραφών υψηλής ποιότητας, η οποία θα παραμένει σταθερή από χρονιά σε χρονιά και σε διαφορετικές περιοχές.