Ο καύσωνας που έπληξε πολλές χώρες της Ευρώπης και οι φωτιές που ξέσπασαν παράλληλα ως αποτέλεσμα, πολλές φορές, των υψηλών θερμοκρασιών, έφεραν ξανά στην επικαιρότητα την περιβαλλοντική πολιτική και τις δεσμεύσεις που έχουν πάρει κατά καιρούς τα κράτη για τον έλεγχο της ανόδου της θερμοκρασίας στη γη.
Στο Λονδίνο, η εβδομάδα που πέρασε ήταν μια από τις πιο δύσκολες στην πρόσφατη ιστορία της πόλης. Δεν ήταν μόνο οι πρωτοφανείς υψηλές θερμοκρασίες που σημειώθηκαν αλλά και οι τουλάχιστον 12 πυρκαγιές που ξέσπασαν σχεδόν ταυτόχρονα στην ευρύτερη περιοχή της βρετανικής πρωτεύουσας. Η πυροσβεστική υπηρεσία της πόλης «είχε να αντιμετωπίσει τόσα πολλά περιστατικά μαζί από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου», όπως επισήμανε ο δήμαρχος του Λονδίνου, Σαντίκ Καν, όταν έκανε τον απολογισμό των καταστροφών.
Συνολικά κάηκαν μέσα σε 24ώρες 41 οικήματα. Μεταξύ αυτών σπίτια, σχολεία και εκκλησίες. Η κατάσταση επισήμως χαρακτηρίστηκε ως «μείζον» , πράγμα που σημαίνει ότι θα έπρεπε να μπει σε εφαρμογή ένα ειδικό σχέδιο «έκτακτης ανάγκης» από μία ή περισσότερες κρατικές υπηρεσίες. Επίσης, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμιζόταν, ήταν πολύ πιθανόν να ξεσπάσει νέα πυρκαγιά «ακόμη και από μια σπίθα». Γι’ αυτό και οι κρατικές υπηρεσίες ζήτησαν από τους πολίτες να είναι εξαιρετικά προσεκτικοί ενώ παράλληλα τους παρότρυναν να καλέσουν, χωρίς καθυστέρηση, την άμεση δράση, «αν έβλεπαν ακόμη και το παραμικρό σημάδι καπνού».
Μόνο την Τρίτη η πυροσβεστική υπηρεσία δέχθηκε πάνω από 2.600 κλίσεις για πυρκαγιές στην ευρύτερη περιοχή της βρετανικής πρωτεύουσας ενώ κατά μέσο όρο τα τηλεφωνήματα που λαμβάνει σε μια «δύσκολη μέρα» δεν ξεπερνούν τα 300. Για την κατάσβεση δε των εν λόγω πυρκαγιών χρειάστηκαν πάνω από 400 πυροσβέστες με κάποιους από αυτούς να χαρακτηρίζουν την κατάσταση ως «την απόλυτη κόλαση».
Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, ο μεγάλος αριθμός των ταυτόχρονων πυρκαγιών σε πολλά σημεία του Λονδίνου ήταν αποτέλεσμα των θερμοκρασιών ρεκόρ που σημειώθηκαν σε όλη τη χώρα. Γι’ αυτό και η μετεωρολογική υπηρεσία του Ηνωμένου Βασιλείου, μέρες πριν, είχε σημάνει κόκκινο συναγερμό «για ακραία ζέστη» σε διάφορες περιοχές της Αγγλίας. Μεταξύ αυτών το Λονδίνο και σε πολλές επαρχίες της κεντρικής Αγγλίας που εκτείνονται νοτιοδυτικά στο Μάντσεστερ και νοτιοανατολικά στο Γιορκ.
Αλλά και οι υγειονομικές Αρχές ανέβασαν το επίπεδο συναγερμού στο μέγιστο. Δηλαδή προέβλεψαν τον «σοβαρό ή παρατεταμένο καύσωνα» και γι’ αυτό ζήτησαν από τους πολίτες να πάρουν τα μέτρα τους για να προφυλαχτούν από την «επικείμενη» αυξημένη ζέστη. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε η σχετική ανακοίνωση δεν κινδύνευαν «μόνο οι λεγόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου αλλά ακόμη και υγιή άτομα με καλή φυσική κατάσταση». Έτσι συνέστησαν να αποφευχθούν οι μετακινήσεις.
Τα σπίτια και οι κρατικές υποδομές απροετοίμαστες σε τέτοιες θερμοκρασίες έμοιαζαν με «ανοικτούς φούρνους». Ο κόσμος έψαχνε απεγνωσμένα να βρει τρόπους να δροσιστεί. Τα ποτάμια και οι λίμνες γέμισαν με ανθρώπους που αναζητούσαν μια στάλα δροσιάς. Άμαθοι όμως κάποιοι από αυτούς έβαλαν σε κίνδυνο τη ζωή τους με αποτέλεσμα τουλάχιστον 13 άτομα να πνιγούν μέσα σε δύο μέρες.
Τα νοσοκομεία της χώρας αν και είχαν προετοιμαστεί για αυξημένο αριθμό ασθενών εξαιτίας της ζέστης αντιμετώπισαν τα δικά τους σοβαρά προβλήματα. Μόνο στο Λονδίνο η Υπηρεσία Ασθενοφόρων, δηλαδή το βρετανικό ΕΚΑΒ, σε μια μέρα δέχθηκε πάνω από 6.500 κλίσεις για περιστατικά που σχετίζονταν με τον καύσωνα.
Εξίσου σοβαρά ήταν τα προβλήματα δημιουργήθηκαν και στις συγκοινωνίες. Είναι χαρακτηριστικό πως στο αεροδρόμιο του Λούτον έλιωσε κομμάτι από την άσφαλτο του διάδρομου προσγείωσης με αποτέλεσμα να ανασταλούν ορισμένες πτήσεις. Στα τρένα ακυρώθηκαν δρομολόγια, σημειώθηκαν καθυστερήσεις ενώ από τους μηχανοδηγούς ζητήθηκε να οδηγούν με μειωμένη ταχύτητα, από ό,τι συνήθως, για την αποφυγή ατυχημάτων καθώς σε κάποια σημεία του σιδηροδρομικού δικτύου οι γραμμές παρουσίασαν παραμορφώσεις. Αλλοιώσεις σημειώθηκαν ακόμη και σε ορισμένους φωτεινούς σηματοδότες που τους «χτυπούσε» ο ήλιος.
Ο δήμος δε του Χάμερσμιθ αναγκάστηκε να καλύψει τμήματα των αλυσίδων της συνώνυμης ιστορικής κρεμαστής γέφυρας του με ένα ασημί μονωτικό υλικό. Αυτό έχει την ιδιότητα να αντανακλά τις ακτίνες του ήλιου για να διατηρηθεί η θερμοκρασία εντός της αντοχής των υλικών και έτσι να μην κινδυνεύει από κατάρρευση. Πρόκειται για μια από τις παλιότερες γέφυρες στο κόσμο, ηλικίας 135 ετών.
Η παρατεταμένη ζέστη όμως είχε επιπτώσεις και στη γεωργία. Μεταξύ άλλων πολλοί καλλιεργητές, κυρίως σκληρών σιτηρών, αναγκάστηκαν να μαζέψουν τη σοδειά τους νωρίτερα, με αποτέλεσμα η απόδοση των σπόρων τους να είναι πλέον σημαντικά χαμηλότερη του φυσιολογικού μέσου όρου.
Εν κατακλείδι, η όλη κατάσταση έφερε ξανά στην επικαιρότητα την περιβαλλοντική πολιτική και τις δεσμεύσεις που έχουν πάρει κατά καιρούς τα κράτη για τον έλεγχο της ανόδου της θερμοκρασίας στην γη. Σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή ( IPCC) ο πλανήτης πλέον βιώνει την πιο καυτή περίοδο των τελευταίων 125.000 χρόνων. Όπως επισημαίνει σε πρόσφατη της έκθεση αυτό οφείλεται στις «συγκεντρώσεις του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα που πια βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και δύο εκατομμύρια χρόνια». Είναι επίσης χαρακτηριστικό, πως από το 1884, που ξεκίνησαν να καταγράφονται οι θερμοκρασίες στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι δέκα πιο ζεστές χρονιές σημειώθηκαν μετά το 2002. Ενώ τα τελευταία δέκα χρόνια σχεδόν κάθε καλοκαίρι είναι, κατά μέσο όρο, πιο θερμό από το προηγούμενο. Παρόλα αυτά οι εκπομπές ρύπων συνεχίζουν να αυξάνονται.
Εν μέσω μάλιστα της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης πολλές κυβερνήσεις, αν όχι όλες, έχουν στρέψει το βλέμμα τους ξανά σε πηγές ενέργειας που επιβαρύνουν το περιβάλλον παρά τις δεσμεύσεις που πήραν πέρυσι τον Νοέμβριο στην Γλασκόβη στην Διεθνή Διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα, COP26. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ άλλων οι συμμετέχοντες στην εν λόγω διάσκεψη, αποφάσισαν την εφαρμογή μέτρων με στόχο μέχρι το 2030 η θερμοκρασία του πλανήτη να μην αυξηθεί πάνω από 1,5 βαθμούς κελσίου από τα προβιομηχανικά επίπεδα, ενώ ο στόχος για το 2050 είναι να μηδενιστούν εντελώς οι ρύποι.
Με αυτά και με τα άλλα όμως πολλοί αναλυτές δεν είναι αισιόδοξοι για το τι μέλλει γενέσθαι αν και όπως επισημαίνει ο Ντέιβιντ Γουάλας- Γουέλς στο βιβλίο του “Ακατοίκητη Γη: Μια ιστορία του Μέλλοντος”, «από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα υπάρχει ένα με το οποίο θα έπρεπε να ασχολούμαστε κάθε μέρα. Η κλιματική αλλαγή». Όπως τονίζει ο Γουέλς ό,τι κάνουμε και ό,τι σκεφτόμαστε θα πρέπει να περνάει μέσα από το πρίσμα της κλιματικής αλλαγής καθώς πλέον, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας, ζούμε σ’ ένα αλλιώτικο κόσμο από αυτόν που γνώρισε ο ανθρώπινος πολιτισμός.
Γαλλία: Σε κατάσταση συναγερμού λόγω των πυρκαγιών
Οι πυρκαγιές έφεραν από νωρίς φέτος τη Γαλλία σε κατάσταση συναγερμού. Ήδη έχουν καεί δασικές εκτάσεις συνολικής επιφάνειας περίπου 200.000 στρεμμάτων και κάνεις προς το παρόν δεν είναι βέβαιος για τι μπορεί να συμβεί από δω και στο εξής. Το 2003, τη χρόνια του μεγαλύτερου καύσωνα που γνώρισε ποτέ η Γαλλία, είχαν καεί περίπου 730.000 στρέμματα ενώ ζωντανές είναι ακόμα στη χώρα οι μνήμες από τις μεγάλες πυρκαγιές του 1949 που έκαψαν 500.000 στρέμματα δάσους και είχαν τραγικό απολογισμό τους 82 νεκρούς. Αυτή η πυρκαγιά είχε ως αποτέλεσμα την ριζική αναμόρφωση των πυροσβεστικών υπηρεσιών στην Γαλλία, όπου σήμερα υπάρχουν 200.000 εκπαιδευμένοι εθελοντές πυροσβέστες, 40.000 επαγγελματίες και 10.000 που ανήκουν στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας. Ένα από τα θετικά αποτελέσματα αυτής της αναμόρφωσης είναι ότι πλέον το 95% των πυρκαγιών σβήνουν αφού έχουν κάψει λιγότερα από 10 στρέμματα.
Ωστόσο με την κλιματική αλλαγή δεδομένη, είναι σαφές στη Γαλλία ότι το ζήτημα της κατάσβεσης των πυρκαγιών πρέπει εφεξής να τεθεί σε νέα βάση. Οι εμπειρογνώμονες εκτιμούν ότι χρειάζεται αύξηση, κατά περίπου 40.000 άτομα, του έμψυχου δυναμικού στις πυροσβεστικές δραστηριότητες. Εκτιμούν επίσης αναγκαία την εκπαίδευση των Γάλλων πολιτών, αφού με βάση τα υφιστάμενα στατιστικά στοιχεία το 90% των πυρκαγιών οφείλονται σε ανθρώπινο παράγοντα, ενώ τα τρία τέταρτα των δασών στην Γαλλία ανήκουν σε περίπου 3,5 εκατομμύρια ιδιώτες.
Με βάση την υφιστάμενη στη Γαλλία νομοθεσία οι ιδιώτες κάτοχοι δασών έχουν την υποχρέωση να καθαρίζουν από τα ξερά φύλλα τους χώρους γύρω από τις κατοικίες τους. Ωστόσο είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν κάτι τέτοιο γίνεται στην πράξη και γι’ αυτό πολλοί προτείνουν να μην καλύπτονται από τις ασφαλιστικές εταιρείες οι κίνδυνοι πυρκαγιάς σε κατοικίες που βρίσκονται σε δασική έκταση και στις οποίες δεν έχει γίνει στον περιβάλλοντα χώρο η σχετική αποψίλωση.
Εξάλλου ενδεικτική των ανησυχιών που παγκοσμίως υπάρχουν ενόψει της όξυνσης της κλιματικής αλλαγής και της υπερθέρμανσης του πλανήτη είναι ότι η αεροναυπηγική εταιρία De Havilland, που ανήκει στο επενδυτικό ταμείο Longview και της οποίας θυγατρική είναι η Canadair, δήλωσε ότι μετά από 10 χρόνια απραξίας θα ξεκινήσει εκ νέου την παραγωγή των αεροσκαφών πυρόσβεσης. Η Γαλλία διαθέτει σήμερα 12 αεροσκάφη της εταιρείας Canadair που άλλωστε είναι η μόνη στον κόσμο που κατασκευάζει υδροπλάνα πυρόσβεσης παντός καιρού.
Από το 1969, που άρχισαν να πωλούνται, μέχρι σήμερα έχουν πουληθεί στον κόσμο 220 Canadair εκ των οποίων τα 160 λειτουργούν ακόμη. Έχουν τη δυνατότητα να μεταφέρουν 6.000 λίτρα νερού, ενώ η τιμή του καθενός υπολογίζεται στα 35 εκατομμύρια ευρώ. Η παραγωγή εκ νέου των Canadair οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, Ισπανία, η Πορτογαλία και η Κροατία παρήγγειλαν από κοινού 22 αεροσκάφη τα οποία ωστόσο δεν θα είναι δυνατό να παραδοθούν πριν το 2026, όπως αναφέρει ο γαλλικός Τύπος.