Ήταν αναμφισβήτητα η έκπληξη της βραδιάς την περασμένη Δευτέρα. Η παρουσία της Βασιλικής Θάνου, πρώην υπηρεσιακής πρωθυπουργού, πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου και πρώην (άμισθης) προϊσταμένης του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, στο Πολεμικό Μουσείο, στις ομιλίες των πρώην πρωθυπουργών Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά, άφησε άφωνους τους πάντες. Και αυτό διότι η Ιστορία έχει γραφτεί. Οχι, η Βασιλική Θάνου δεν είναι πρόσωπο αγαπητό στην ελληνική Κεντροδεξιά και είναι απορίας άξιον τι έκανε στο Πολεμικό Μουσείο. Πραγματικά, δηλαδή, δεν κατάλαβε ότι η παρουσία της θα έδινε το έναυσμα για σχόλια και θα ενοχλούσε πολλούς; Το αν εκείνη προσκλήθηκε ή όχι, το γνωρίζουν οι διοργανωτές της εκδήλωσης. Το όλο θέμα πάντως εκπέμπει «αστοχία». Οπως και να έχει, η αμηχανία κάποιων για την παρουσία της εκεί ήταν έκδηλη και τα τηλέφωνα «άναψαν».

Η παρουσία λοιπόν της Βασιλικής Θάνου, της οποίας η συμμετοχή στα δημόσια πράγματα είναι γεμάτη συγκρούσεις με τη Νέα Δημοκρατία, έδωσε λαβή για σχόλια. Επόμενο ήταν. Διότι ο ένας εκ των ομιλητών, ο Αντώνης Σαμαράς, βρέθηκε στο στόχαστρο με αφορμή την άθλια σκευωρία της Νοβάρτις, για την οποία η Βασιλική Θάνου είχε πει πως είναι ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της εποχής μας και πως στην υπόθεση αυτή «οι δικαστές και οι εισαγγελείς ενήργησαν σύμφωνα με το νόμο και το Σύνταγμα». Ελάτε όμως που αποδείχθηκε περίτρανα πως δεν ήταν έτσι… Η ίδια μάλιστα είχε χαρακτηρίσει ως μη νόμιμο το αίτημα τότε που είχε υποβληθεί από τη σύγκληση της Ολομέλειας του Εφετείου Αθηνών να αφαιρεθεί η υπόθεση από τον ανακριτή διαφθοράς και να χρεωθεί σε εφέτη ανακριτή. Για την Τουλουπάκη είχε δηλώσει ότι «τόσο η ίδια όσο και οι συνεργάτες της έχουν το σθένος να συνεχίσουν το έργο τους παραγνωρίζοντας τις απειλές και τις ύβρεις». Το ότι η υπόθεση της Νοβάρτις αποτελούσε σκευωρία έχει αποδειχθεί από την ελληνική Δικαιοσύνη, ενώ το Ειδικό Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον πρώην υπουργό Δημήτρη Παπαγγελόπουλο για παράβαση καθήκοντος και του επέβαλε πρόστιμο 10.000 ευρώ. Οχι, αυτός δεν έδωσε το «παρών» στην εκδήλωση στο Πολεμικό Μουσείο.

Σκανδαλώδης διορισμός

Η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου είχε μηνύσει τον καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου Σταύρο Τσακυράκη για ανάρτησή του στην προσωπική ιστοσελίδα του, με την οποία της ασκούσε κριτική για την επιστολή που εκείνη είχε αποστείλει στους ομολόγους της των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης σχετικά με το δημοψήφισμα του 2015. Η ίδια είχε θέσει προς κρίση στην Ολομέλεια του ανώτατου δικαστηρίου –πριν αποχωρήσει– ζήτημα άμεσης παράτασης των ορίων ηλικίας των δικαστών. Αυτό προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ «αξιοποίησε» βέβαια τη Βασιλική Θάνου μετά τη συνταξιοδότησή της, τοποθετώντας την επικεφαλής, εν μέσω διαμαρτυριών, στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.

«Ο σκανδαλώδης διορισμός της κ. Βασιλικής Θάνου ως επικεφαλής της Επιτροπής Ανταγωνισμού διασύρει διεθνώς τη χώρα μας», είχε τονίσει τότε με ανακοίνωσή της η Νέα Δημοκρατία. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μάλιστα, με επιστολή του προς την αρμόδια για θέματα Ανταγωνισμού επίτροπο της Ευρωπαϊκής Ενωσης Μαργκαρέτε Βεστάγκερ, στηλίτευσε την τοποθέτηση της Βασιλικής Θάνου στην Ανεξάρτητη Αρχή. Αμέσως, δε, μετά τις εκλογές του 2019, με πολυνομοσχέδιο που κατέθεσε η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, μερίμνησε για την απομάκρυνση της Βασιλικής Θάνου από την Ανεξάρτητη Αρχή.

«Δεν υπήρξα ποτέ κομματικό πρόσωπο με την έννοια που θέλει να μου βάλει ταμπέλα η ΝΔ… Είμαι υπερκομματικό πρόσωπο, δεν ανήκα ποτέ σε κανένα κόμμα», είπε η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου. «Ολες οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης κατατείνουν στην αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης. Η κ. Θάνου είναι πρώην πρωθυπουργός και ήταν σύμβουλος του Αλέξη Τσίπρα. Εχει ταυτιστεί με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και τον τότε πρωθυπουργό. Κάνουμε αυτό που είχαμε δεσμευτεί. Αποκομματικοποιούμε τις Ανεξάρτητες Αρχές», είχε δηλώσει τότε ο Στέλιος Πέτσας, ως κυβερνητικός εκπρόσωπος. «Γοητεύτηκε και πήγε αμισθί στο γραφείο του πρωθυπουργού», είχε πει αργότερα για τη Βασιλική Θάνου και για την τοποθέτησή της (με σύμβαση διαρκείας δύο ετών) στο Μέγαρο Μαξίμου, ο Μάκης Βορίδης. Η πρώην πρόεδρος του Αρείου Πάγου κατέθεσε αίτηση ακύρωσης στο Συμβούλιο της Επικρατείας, η οποία απορρίφθηκε. Είχε αναλάβει, θυμίζουμε, τα καθήκοντά της στο ανώτατο δικαστήριο την 1η Ιουλίου 2015, εν μέσω της πολιτικής θύελλας των ημερών εκείνων και χωρίς να τηρηθεί η επετηρίδα.