Τα τροχαία δυστυχήματα αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου για παιδιά, εφήβους και νέους ηλικίας 5 έως 29 ετών. Το σώμα των παιδιών είναι πιο ευάλωτο σε τραυματισμό από τροχαίο, καθώς το μαλακό κρανίο τους τα καθιστά πιο επιρρεπή σε σοβαρό τραυματισμό στο κεφάλι απ’ ό, τι τους ενήλικες.

Λόγω του μικρού τους αναστήματος, τα παιδιά αφενός δεν μπορούν να δουν την κυκλοφορία γύρω τους και αφετέρου δεν διακρίνονται εύκολα από τους οδηγούς. Οι τραυματισμοί σε τροχαία σύγκρουση είναι η κύρια αιτία αναπηρίας για τα παιδιά. Πολλά εξακολουθούν να διατηρούν κάποια λειτουργική αναπηρία για πολλούς μήνες μετά από ένα τροχαίο. Στην Μπανγκαλόρ της Ινδίας, το 14% των παιδιών που υπέστησαν κρανιοεγκεφαλική κάκωση χρειάστηκαν βοήθεια σε καθημερινές δραστηριότητες για έξι μήνες μετά το τροχαίο δυστύχημα.

Αυτά τα στοιχεία αναφέρονται σε έκδοση των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την καθιέρωση των 30χλμ/ώρα μέσα στον αστικό ιστό, επισημαίνοντας ότι η ταχύτητα με την οποία οδηγούμε σε αστικές περιοχές συνδέεται άμεσα με την πιθανότητα σύγκρουσης και σοβαρού τραυματισμού. Με χαμηλότερη ταχύτητα, είναι ευκολότερο ένα όχημα να ακινητοποιηθεί έγκαιρα, καθώς η συνολική απόσταση ακινητοποίησης είναι σχεδόν η μισή στα 30 χλμ/ώρα απ’ ό,τι στα 50 χλμ/ώρα. Η ταχύτητα επηρεάζει επίσης τις δυνάμεις που ασκούνται σε μια σύγκρουση (που σχετίζεται με το τετράγωνο της ταχύτητας του οχήματος) και, ως εκ τούτου, αυξάνει τον κίνδυνο σοβαρού τραυματισμού. Περιορίζοντας την ταχύτητα του οχήματος στα 30 χλμ/ώρα σε δρόμους όπου άνθρωποι αναμειγνύονται με την κυκλοφορία οχημάτων, σώζονται ζωές. Για πεζούς ή ποδηλάτες, ο κίνδυνος θανάτου ή σοβαρού τραυματισμού κατά τη σύγκρουση με όχημα αυξάνεται εκθετικά σε ταχύτητες πάνω από 30 χλμ/ώρα.

Με βάση τη Διακήρυξη της Στοκχόλμης του 2020 , η καμπάνια «Δρόμοι για τη ζωή» επικεντρώνεται στο αίτημα για τη θέσπιση του ορίου ταχύτητας των 30 χλμ/ώρα σε αστικούς δρόμους, όπου η μηχανοκίνητη κυκλοφορία και οι ευάλωτοι χρήστες του δρόμου αναμειγνύονται, εκτός εάν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι αυτό δεν είναι απαραίτητο.

Οι δρόμοι χαμηλής ταχύτητας ενθαρρύνουν την κινητικότητα, η οποία βοηθάει στη βελτίωση των περιβαλλοντικών δεδομένων. Στο Εδιμβούργο της Σκωτίας, οι δρόμοι χαμηλής ταχύτητας γύρω από τα σχολεία είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το ποσοστό των παιδιών Δημοτικού που περπατούν από 58% σε 74%, ενώ η ποδηλασία αυξήθηκε κατά 7 φορές, από 3% σε 22%. Εάν όλες οι πόλεις αναπτύξουν πολιτικές που υποστηρίζουν τις υποδομές για ποδήλατα, συμπεριλαμβανομένων των δρόμων χαμηλής ταχύτητας, θα μπορούσαν να συμβάλουν σε μια μείωση 11% των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα έως το 2050, εξοικονομώντας περίπου 300 μεγατόνους από τις παγκόσμιες εκπομπές CO2.

Επίσης, η αναλογία τροχαίων συγκρούσεων στις πιο υποβαθμισμένες περιοχές είναι συχνά πολύ υψηλότερη απ’ ό, τι σε πιο πλούσιες, συχνά κατά 4 ή 5 φορές. Αυτές οι περιοχές είναι συνήθως κοντά σε πολυσύχναστους και επικίνδυνους δρόμους. Η μείωση της ταχύτητας των οχημάτων συμβάλλει, παράλληλα, και στον περιορισμό του κοινωνικού αποκλεισμού, σε περιπτώσεις όπου οι κοινότητες είναι αποκομμένες από τις τοπικές υποδομές.

Να σημειώσουμε ότι για τη θέσπιση των 30χλμ/ώρα μέσα στον αστικό ιστό το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας (Ι.Ο.ΑΣ.) «Πάνος Μυλωνάς», σε συνεργασία με τον Κυπριακό Σύνδεσμο Αυτοκινήτου (CAA) και άλλους φορείς σε Ελλάδα και Κύπρο, διοργανώνουν δράσεις στο πλαίσιο της 6ης Παγκόσμιας Εβδομάδας Οδικής Ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών (17-23 Μαΐου) με κεντρικό αίτημα τη θέσπιση του ανώτατου ορίου ταχύτητας 30 χλμ/ώρα σε κατοικημένες περιοχές.