Η Ελλάδα μοιάζει πια με άλλη χώρα από εκείνη που παρέλαβε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τον Αλέξη Τσίπρα το 2019.

 

7 Ιουλίου 2019. Υστερα από μια πενταετία λαϊκισμού, πειραματισμών και πολλαπλών προσπαθειών διάβρωσης των δημοκρατικών θεσμών, οι Ελληνες αποφασίζουν να πάρουν το μέλλον στα χέρια τους και εμπιστεύονται την τύχη της χώρας στη Νέα Δημοκρατία και στον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Το καθεστώς ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τελευταία στιγμή αντιστεκόταν στο τέλος που είχε από καιρό προδιαγραφεί. Χαρακτηριστικό είναι πως λίγο πριν από την ολοκλήρωση των διαδικασιών, περίπου στις 18:00, στελέχη της Κουμουνδούρου υποστήριζαν συμμετέχοντας σε τηλεοπτικά πάνελ πως το κόμμα τους θα έβγαινε νικητής στην αναμέτρηση. Θεωρούσαν πως έχουν καταφέρει να αλλοιώσουν σε τέτοιο βαθμό το σύστημα που να ελέγξουν ακόμα και το αποτέλεσμα μιας εκλογικής διαδικασίας. Η εναλλακτική, να μην έχουν πάρει μυρωδιά, είναι ακόμα πιο επικίνδυνη για τα όσα γίνονταν στη χώρα επί μία πενταετία.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όρκισε την κυβέρνησή του στις 9 Ιουλίου και, σαν έτοιμος από καιρό, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιό του για αποκατάσταση της εικόνας της χώρας στο εξωτερικό και των πληγέντων πολιτών στο εσωτερικό. Η μεσαία τάξη πέρασε μέσα σε ένα βράδυ στο προσκήνιο και, από σάκος του μποξ που είχε μετατραπεί από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αποκαταστάθηκε ως ο πυλώνας της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου.

Το σχέδιο ήταν σαφές σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο: αποκατάσταση όλων των αδικιών. Και μέσω ενός σαφούς και ξεκάθαρου πλαισίου η εξωτερική πολιτική επανέφερε τη χώρα σε ορθή πορεία, μακριά από τα καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής και δίπλα στη δημοκρατική ΕΕ και τις ΗΠΑ. Αποκορύφωμα όλης αυτής της προσπάθειας η ομιλία του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ.

Μία από τις πρώτες κινήσεις ήταν το επιτελικό κράτος. Γνώριζε καλά ο Κυριάκος Μητσοτάκης πως μόνο μέσω ενός σφιχτού μηχανισμού θα μπορούσαν να γίνουν τόσο πολλά σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα – και έγιναν.

Δεκάδες νομοσχέδια που αγγίζουν κάθε πτυχή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του τόπου έγιναν νόμος του κράτους ενώ παράλληλα εφαρμόζεται βήμα το προεκλογικό πρόγραμμα που κύριο στόχο έχει τη στήριξη της κοινωνίας.

Τρία χρόνια μετά, η Ελλάδα δεν θυμίζει τίποτε από εκείνο που ήταν το καλοκαίρι του 2019. Πλέον ανήκει στα κράτη με τη δυναμικότερη ανάπτυξη και τη μεγαλύτερη μείωση της ανεργίας στην Ευρώπη. Είναι από τις πρώτες χώρες του ΟΟΣΑ στη μείωση των φόρων και την ίδια ώρα αποπλήρωσε δύο χρόνια νωρίτερα από ό,τι προβλεπόταν τον δανεισμό της στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενώ σε ένα μήνα –τον Αύγουστο– απελευθερώνεται και από την ενισχυμένη εποπτεία, διεκδικώντας πλέον την ανάκτηση της πολυπόθητης επενδυτικής βαθμίδας.

Αυτά ενώ εδώ και 36 μήνες η χώρα προχωρά ξεπερνώντας αλλεπάλληλες εισαγόμενες κρίσεις, από την παράνομη μεταναστευτική εισβολή στον Εβρο στις αρχές του 2020 μέχρι τη διετή πανδημία, και από τη διαρκή εθνική απειλή της Τουρκίας έως την πρόσφατη ενεργειακή «έκρηξη» και τις παγκόσμιες ανατιμήσεις.

Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας που μια κεντροδεξιά κυβέρνηση έχει ένα τόσο έντονα αριστερό πρόσημο σε ό,τι αφορά την κοινωνική και οικονομική πολιτική της: διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού, αύξηση του αφορολόγητου, μείωση του ΕΝΦΙΑ, μείωση των εισφορών, αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης στους επαγγελματίες και φυσικά έκτακτα επιδόματα όταν κρίθηκε αναγκαίο. Και από την άλλη, προσλήψεις για πρώτη φορά μετά μία δεκαετία στην εκπαίδευση, στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας, στροφή της Παιδείας σε πιο ποιοτικά, αναβαθμισμένα πανεπιστήμια, στήριξη της τεχνικής κατάρτισης. Και κυρίως επενδύσεις που έφεραν για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια τη χώρα πάνω από το «φράγμα» των 4 εκατομμυρίων εργαζομένων.

«Δεν πρόκειται μόνο για συνέπεια στις δεσμεύσεις μας, αλλά και για ένα χρήσιμο ανάχωμα στις δυσκολίες της συγκυρίας. Γιατί αυτός ο πρόσθετος μισθός μπορεί να μην αντισταθμίζει πλήρως την ακρίβεια της ενεργειακής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία, σε συνδυασμό όμως με πολλές άλλες πρωτοβουλίες, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ –θυμίζω, μείωση του ΕΝΦΙΑ αθροιστικά κατά 35%, πάνω από τις προεκλογικές δεσμεύσεις μας–, σε συνδυασμό λοιπόν με πρωτοβουλίες στήριξης του διαθέσιμου εισοδήματος αυτή η αύξηση προσφέρει μία ασπίδα στους χαμηλότερα αμειβόμενους απέναντι στις ανατιμήσεις. Πρώτα και πάνω απ’ όλα όμως δείχνει για ποιους ενδιαφέρεται πρωτίστως αυτή η κυβέρνηση», είπε χαρακτηριστικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη χθεσινή του τοποθέτηση στη Βουλή αναφερόμενος στην αύξηση του κατώτατου μισθού.

Η κυβέρνηση ικανοποίησε σε αυτά τα τρία χρόνια σειρά από πάγια –αριστερόστροφα– αιτήματα: έφερε την Ψηφιακή Κάρτα Εργασίας, καθιέρωσε τη γονική άδεια για τον πατέρα και αύξησε τις μέριμνες στις νέες μητέρες. Επιπλέον, οι εργαζόμενοι μπορούν να ορίζουν οι ίδιοι τον χρόνο της απασχόλησης και των διακοπών τους. Είναι μια εκδοχή της τετραήμερης δουλειάς την εβδομάδα. Η χώρα διαθέτει πλέον ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο λειτουργίας αλλά και προστασίας των εργαζόμενων στα delivery, των αυτοαπασχολούμενων ταχυδιανομέων στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες.

Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες η μείωση της ανεργίας: έχουμε σήμερα τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας που είχαμε εδώ και 12 χρόνια. Παραπάνω από 4.123.000 εργαζόμενους. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα και των 13 δισεκατομμυρίων ευρώ που δαπάνησε η πολιτεία στοχευμένα κατά τη διάρκεια της πανδημίας για να θωρακίσει τις υφιστάμενες θέσεις εργασίας, αλλά και να εντάξει σε νέες θέσεις πάνω από 200.000 άνεργους.

Σημαντικό έργο έγινε και για την αποκατάσταση των συνταξιούχων, οι οποίοι βρέθηκαν στα νύχια του νόμου Κατρούγκαλου, για τον οποίο στον ΣΥΡΙΖΑ παραμένουν ιδιαιτέρως υπερήφανοι όπως δηλώνουν.

Σήμερα έχουν καθιερωθεί μόνιμες αυξήσεις έως 7,2% στις κύριες συντάξεις για τουλάχιστον 225.000 συνταξιούχους, οι οποίοι είχαν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης. Ακυρώθηκαν περικοπές για άλλους 250.000 που λάμβαναν άνω των 1.300 ευρώ σε κύρια και επικουρική ασφάλιση. Ελαττώθηκε επίσης αισθητά η προσωπική διαφορά για περισσότερους από 500.000 δικαιούχους και 1,4 δισεκατομμύρια ευρώ επιστράφηκαν αναδρομικά σε πάνω από 1.200.000 συνταξιούχους. Στον ίδιο χρόνο λύθηκαν εκκρεμότητες όπως συντάξεις χηρείας, συντάξεις που λαμβάνουν ορφανά τέκνα, ενώ μειώθηκε δραστικά η περικοπή που είχε επιβληθεί στις συντάξεις όσων εξακολουθούν να εργάζονται.

 

Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”