Με τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου έχουν μεγαλώσει πολλές γενιές και δεν έχουμε πάψει να τα ακούμε με την ίδια χαρά και απόλαυση μέχρι και σήμερα. Πολλοί έχουν πει, κάθε άλλο παρά τυχαία, πως ο στιχουργός Γκάτσος είναι ισότιμος του ποιητή που δημοσίευσε το 1943 τη συλλογή «Αμοργός», ενός πρωτοπόρου έργου του ελληνικού υπερρεαλισμού, το οποίο άνοιξε έτσι τα φτερά του, μαζί με τις φωνές των Οδυσσέα Ελύτη, Ανδρέα Εμπειρίκου και Νίκου Εγγονόπουλου, για την πτήση σε μια πρωτόφαντη για τα δεδομένα της εποχής περιοχή της τέχνης. Ο Γκάτσος δεν δημοσίευσε έκτοτε άλλο ποιητικό βιβλίο, συνέχισε, όμως, μέχρι το τέλος να γράφει τραγούδια και να κατακτά το κοινό μέσω των μουσικοσυνθετών με τους οποίους συνεργαζόταν. Τα τραγούδια του είναι συγκεντρωμένα σε έναν τόμο υπό τον τίτλο «Όλα τα τραγούδια», που κυκλοφόρησε το 2018 σε καινούργια, αναθεωρημένη έκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη με την επιμέλεια της Αγαθής Δημητρούκα.
Επίσης στιχουργός, αλλά και μεταφράστρια και συγγραφέας παραμυθιών και παιδικής λογοτεχνίας, η Δημητρούκα έζησε κοντά στον Γκάτσο και έμαθε πολλά από τον ίδιο μέχρι να ξεκινήσει τη δική της ξεχωριστή πορεία. Η τελευταία της πρωτοβουλία για τη διαφύλαξη και την προώθηση του έργου του εκδηλώθηκε πριν από λίγο καιρό με μια επιλογή από τραγούδια του που σχετίζονται με το δημοτικό τραγούδι και τη δημοτική παράδοση. Η ιδέα ξεκίνησε από τον εορτασμό των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση του 1821 και από την απόφαση της ειδικής επιτροπής να εγκρίνει μια πρόταση συναυλίας με τίτλο «Με τον ήλιο γείτονα» και υπότιτλο «Τραγούδια του Νίκου Γκάτσου φωτισμένα από τον ήλιο του δημοτικού τραγουδιού». Αυτός είναι και ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφόρησε πολύ πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη σε επιλογή, έρευνα και σχολιασμό της Δημητρούκα, η οποία σημειώνει στον πρόλογό της, περιγράφοντας με ακρίβεια τα περιεχόμενα του τόμου: «Η παρούσα έκδοση περιλαμβάνει στίχους του ποιητή, οι οποίοι θεματικά ή υφολογικά συνάδουν με δημώδη άσματα και συνδιαλέγονται μαζί τους, χωρισμένους σε οκτώ ενότητες βάσει των πηγών από τις οποίες αντλούν: τα ακριτικά τραγούδια, τα κλέφτικα και τα ιστορικά, της ξενιτιάς, τα ερωτικά, τα νανουρίσματα, τα μοιρολόγια, τον κλασικό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο και τη λαογραφία».
Είναι πολύ ενδεικτικό για την ποιότητα και το εύρος της επιλογής του υλικού πως βρίσκουμε εδώ τραγούδια όπως το «Μίλησέ μου» και «Μπουρνοβαλιά», αλλά και ο «Τσάμικος», το «Στου Διγενή τα κάστρα» και ο «Μανιάτικος εσπερινός».
Πώς δουλεύει, παρόλα αυτά, ο Γκάτσος με την παράδοση; Λαμβάνοντας υπόψη πως το δημοτικό τραγούδι δίνει γενναία το παρών στον στίχο του ήδη από τα χρόνια της «Αμοργού», χρειάζεται να συμπληρώσουμε πως τίποτε δεν είναι αυτονόητο ή εύκολο στη δουλειά του. Ο Γκάτσος δεν είναι απλώς επηρεασμένος από τη στιχουργική εκφορά και τη ρυθμική αγωγή του δημοτικού τραγουδιού. Έχει ψάξει εξαντλητικά τις ποικίλες διακλαδώσεις και εκδοχές του, παίζει στα δάχτυλα τα μοτίβα και τις θεματικές του προτιμήσεις (ακόμα κι αν πρέπει να τις ανατρέψει για να τις προσαρμόσει σε κάποια από τα σύγχρονα δεδομένα) και ξέρει πώς να τραγουδήσει από τη μια πλευρά χωρίς να προδώσει τη γλώσσα και την ακουστική του κι από την άλλη κατορθώνοντας να αποσπάσει από τον πυρήνα του απρόσμενες σημασίες και καινούργια νοήματα.
Γράφοντας για τον έρωτα και για τον θάνατο, για τη ζωή στους ξένους τόπους ή για τη γενναιότητα των παλικαριών όταν κατά τη διάρκεια του ξεσηκωμού του 1821 έχυναν πρόθυμα το αίμα τους για τον σκοπό της ελευθερίας, ο Γκάτσος είναι σαν να επιστρέφει στις πηγές της ελληνικής ποίησης για να ανακαλύψει εκεί πως ελληνισμός και ελληνική συνείδηση δεν σημαίνουν παραφουσκωμένα λόγια και ματαιόσπουδες κορώνες, αλλά έναν τρόπο για να κατανοεί κανείς το φυσικό και το ιστορικό του περιβάλλον, ένα βλέμμα για να κοιτάζει από κοντά τις λεπτομέρειες του κόσμου.