Ο Τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, φαίνεται να επιλέγει την πολιτική της έντασης σε μια σειρά από μέτωπα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, ετοιμάζεται για μια ακόμα στρατιωτική εισβολή στη Συρία σε βάρος των Κούρδων εκεί. Δεύτερον, επιμένει να διαφωνεί με την ένταξη της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ, δυναμιτίζοντας μια κορυφαία επιλογή της δυτικής συμμαχίας και εμφανιζόμενος να εξυπηρετεί τον φίλο του Βλαντιμίρ Πούτιν. Τρίτον, προετοιμάζει ένα θερμό καλοκαίρι στο Αιγαίο.
Η επιλογή του Ερντογάν έχει να κάνει με την αναμενόμενη αποτυχία της «επίθεσης γοητείας» που είχε εξαπολύσει όλο το προηγούμενο διάστημα. Η «επίθεση» δεν απέδωσε, όπως ήταν φυσικό και επόμενο, αφού δεν αφορούσε την ουσία της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά μόνο το ύφος και τη ρητορική της.
Οι Αμερικανοί, για παράδειγμα, απαιτούν πολύ συγκεκριμένα πράγματα από τον Ερντογάν, όπως η επιστροφή των S400 στη Ρωσία, και δεν πείθονται, κυρίως στο Κογκρέσο, από απλές υποσχέσεις. Το ίδιο και οι Αιγύπτιοι που επιζητούν τη διακοπή των σχέσεων της Αγκυρας με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους, όπως και οι Ισραηλινοί, αντίστοιχα, των σχέσεων της Αγκυρας με τη Χαμάς.
Η επιστροφή στην ένταση έχει να κάνει με τις εσωτερικές πολιτικές ανάγκες του Ερντογάν και την επιμονή του να καθυποτάσσει διαρκώς την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας στις πολιτικές σκοπιμότητες της στιγμής. Σε ένα πολιτικό σύστημα χωρίς θεσμικά αντίβαρα, με όλη την εξουσία συγκεντρωμένη στα χέρια του προέδρου και τη διπλωματική γραφειοκρατία περιθωριοποιημένη, η εξωτερική πολιτική εύκολα γίνεται μέρος της λαϊκιστικής στρατηγικής του ηγέτη που θα κάνει τα πάντα για να επανεκλεγεί.
Απέναντι στα διογκούμενα εσωτερικά αδιέξοδα, κυρίως οικονομικά, ο Ερντογάν επιλέγει να στρέψει την προσοχή της τουρκικής γνώμης στον εξωτερικό περίγυρο και να συσπειρώσει την εθνικιστική του βάση, διευρύνοντας την απόσταση της Τουρκίας από τη Δύση. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κινήσεις του αυτές δυσκολεύουν την αντιπολίτευση που είναι αναγκασμένη να τον ακολουθεί όταν δεν πλειοδοτεί, ακόμα περισσότερο, αντι-δυτικά. Ετσι, ο σύμμαχός του, ο ακροδεξιός Μπαχτσελί ζητεί την έξοδο της Τουρκίας από το ΝΑΤΟ και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης Κιλιντσάρογλου το κλείσιμο της αμερικανικής βάσης του Ιντσιρλίκ.
Με λίγα λόγια, δεν έχουμε να κάνουμε με κάποιο ευφάνταστο και αξιοθαύμαστο «τουρκικό παζάρι», όπου η Τουρκία διαπραγματεύεται και κερδίζει παραχωρήσεις από τους συμμάχους της, αλλά με μια Τουρκία σε εντεινόμενη γεωστρατηγική σύγχυση, που «πυροβολεί τα πόδια της» και δεν παίζει σωστά τα ισχυρά «χαρτιά» που το μέγεθος και η γεωγραφική της θέση τής έχουν χαρίσει. Είναι προφανές ότι έτσι εντείνεται ο εκνευρισμός και η γεωστρατηγική της αστάθεια, πράγμα που την καθιστά περισσότερο απρόβλεπτη και γι’ αυτό επικίνδυνη.
Ο Δημήτρης Καιρίδης είναι Βουλευτής της ΝΔ (Βόρειος Τομέας Αθηνών)
Από την έντυπη έκδοση της εφημερίδας “Τo Μanifesto”