Αμνησία έπαθαν ξαφνικά στο ΣΥΡΙΖΑ και πλέον βλέπουν τον εαυτό τους ως υπερασπιστές της Δικαιοσύνης. Το πολιτικό αδιέξοδο των στελεχών της Κουμουνδούρου του έχει οδηγήσει στο να δημιουργούν αιτίες για να πουν κάτι μηπως και ακουστούν.

Τους θύμισε όμως ο Στέλιος Πέτσας, τα έργα τους και την «υποκρισία» η οποία «περισσεύει».
«Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από τις παρεμβάσεις του εναντίον της;
– Ότι ο κ. Τσίπρας δήλωνε τον Σεπτέμβριο 2016 ότι «δεν γίνονται αυτά τα πράγματα» και ότι δεν «δίνει καμία πιθανότητα» να ακυρωθεί ο διαγωνισμός για τις τηλεοπτικές άδειες από το Συμβούλιο της Επικρατείας;
– Τη δημιουργία επί των ημερών του, ενός παραδικαστικού κυκλώματος το οποίο εξύφανε μια πρωτοφανή πολιτική σκευωρία η οποία διερευνάται από την Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής των Ελλήνων;
– Την ανάρτηση του κ. Τσίπρα περί ελέγχου των «αρμών της εξουσίας»;
Η υποκρισία του ΣΥΡΙΖΑ περισσεύει. Σχετικά με την ανάρτηση του κ. Α. Σκέρτσου, όπως ο ίδιος εξ αρχής διευκρίνισε, εξέφρασε προσωπικές απόψεις για ένα θέμα που απασχολεί τον δημόσιο διάλογο, τονίζοντας τις αρχές του κράτους δικαίου και χωρίς καμία πρόθεση παρέμβασης στη δικαιοσύνη» είπε χαρακτηριστικά ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απαντώντας στο… αίτημα του ΣΥΡΙΖΑ να απομακρυνθεί ο Άκης Σκέρτσος γιατί εξέφραση μια προσωπική άποψη. Ίσως στο ΣΥΡΙΖΑ να έχουν αναλάβει και ρόλο λογοκριτών…

Την ευκαιρία θεώρησαν πως την βρήκαν σε ένα σχόλιο που έκανε ο κ. Σκέρτσος στην προσωπική του σελίδα στο facebook όπου σχολίαζε πτυχές της αγόρευσής της εισαγγελέως στην δίκη Τοπαλούδη.

«Παρακαλώ να εκλάβετε το σχόλιο μου αυτό ως τη σκέψη ενός πολίτη στην προσωπική μου σελίδα, όπου διατηρώ το δικαίωμα να εκφράζω προσωπικές σκέψεις και απόψεις, και όχι ως παρέμβαση ενός μέλους της κυβέρνησης» ανέφερε ο κ. Σκέρτσος μετά την ανάρτησή του.

Αναλυτικά η αρχική δήλωση -ανάρτηση στο Facebook- του Άκη Σκέρτσου:

«Τα δικαστήρια δεν είναι «λαϊκή απογευματινή». Άλλο η ενσυναίσθηση, αναγκαίο στοιχείο για μια ισορροπημένη δικαστική κρίση, και άλλο η ταύτιση.

Η εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου προϋποθέτει δικαστικούς λειτουργούς που αποφεύγουν τις συναισθηματικές ταυτίσεις ακόμη και με τα θύματα των πιο ειδεχθών εγκλημάτων. Ακριβώς διότι δεν πρέπει να αφήνουν καμία χαραμάδα αμφιβολίας ότι κρίνουν με βάση προσωπικές απόψεις και ευαισθησίες ή με το κατά που δείχνει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε άλλωστε σημαντική ανασφάλεια δικαίου.

Τον δικαστικό λειτουργό τον θέλουμε ψυχρό και αμερόληπτο πάνω στην έδρα διότι οφείλει να κρίνει ΚΑΙ κόντρα στις προσωπικές του απόψεις, να λαμβάνει ΚΑΙ αντιδημοφιλείς αποφάσεις, πάντα στο πλαίσιο όσων ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι. Διαφορετικά ο δρόμος προς τον δικαστικό λαϊκισμό, σε αποφάσεις δηλαδή που χαϊδεύουν την κοινή γνώμη, είναι ορθάνοιχτος και εξαιρετικά ολισθηρός για το κύρος της δικαιοσύνης και τη λειτουργία του πολιτεύματος.

Εύχομαι από καρδιάς οι γονείς της άτυχης κοπέλας να λάβουν την ηθική δικαίωση που τους οφείλει η δικαιοσύνη και η πολιτεία. Και οι ένοχοι την τιμωρία που τους αξίζει».