Ένα ιστορικό στέλεχος της ΝΔ, από τα πλέον γνωστά, έλεγε και εξακολουθεί να τονίζει ότι στις μεγάλες παρατάξεις εντάσσεσαι αποδεχόμενος και ακολουθώντας τις κεντρικές γραμμές που αυτή εκφράζει και το σχέδιο διακυβέρνησης. Όταν διαφωνείς σε αυτά απλά ακολουθείς τον δικό σου δρόμο. Στην πολιτική τα πράγματα είναι περίπλοκα αλλά ταυτόχρονα και πολύ απλά.
Η Ν.Δ είναι ένα πολυσυλλεκτικό κεντροδεξιό κόμμα που υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη απέκτησε θα έλεγε κανείς ισχυρά ερείσματα στον χώρο του κέντρου. Αυτόν που όλα τα κόμματα εξουσίας επιθυμούν διακαώς να εντάξουν στις τάξεις τους στο δρόμο για τις εκλογές.
Ως ένα τέτοιο κόμμα σίγουρα διαθέτει και φωνές διαφωνίας. Άλλωστε η έκφραση άποψης αποτελεί μια εκ των καταστατικών διατάξεων που ο ιδρυτής της ο Κωνσταντίνος Καραμανλής φρόντισε να κατοχυρώσει. Όμως το πρόβλημα ξεκινά όταν αυτές οι διαφωνίες βρίσκονται σε αντίθετη τροχιά με τρόπο που ρίχνουν νερό στο μύλο των πολιτικών αντιπάλων.
Όπως για παράδειγμα το γεγονός ότι δηλώσεις Τσίπρα για θέματα εθνικά γίνονται πρωτοσέλιδα στις τουρκικές εφημερίδες και αντιμετωπίζονται με επιφωνήματα θετικά προς το πρόσωπό του εγείρουν ζητήματα και ερωτήματα έτσι και όταν στο εσωτερικό της χώρας δηλώσεις στελεχών της Ν.Δ. μετατρέπονται σε διθυραμβικά σχόλια από το ΣΥΡΙΖΑ και τα φίλα προσκείμενα σε αυτόν ΜΜΕ οφείλουν να προβληματίσουν.
Για παράδειγμα οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως «καραμανλικοί» ή ως κατά άλλους «ορφανά» του Κώστα Καραμανλή έχουν πιάσει στασίδι στα σόσιαλ μίντια και τα μέσα ενημέρωσης που στηρίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ με μοναδικό αντικείμενο τις ύβρεις εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ευάγγελος Αντώναρος, Άρης Σπηλιωτόπουλος, Νίκος Καραχάλιος και κάποιοι ακόμη δίνουν ουσία στις αναφορές περί «δεξιάς συνιστώσας». Ακόμη και ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος εξ αιτίας της σχέσης του με τον Προκόπη Παυλόπουλο και τη θητεία του στην ΕΥΠ εντάχθηκε σε αυτή τη συνιστώσα που επιχειρεί να λειτουργήσει ως Δούρειος Ίππος σε μια παράταξη που διαρκώς επεκτείνεται στο τόξο μεταξύ αριστεράς και δεξιάς.
Η περίπτωση της Όλγας Κεφαλογιάννη είναι διαφορετική. Βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στο επίκεντρο μιας συζήτησης λόγω της μη υπουργοποίησής της το 2019. Έκτοτε έχει ακολουθήσει μια πορεία που ναι μεν μπορούσε να χαρακτηριστεί ως επικριτική επί διαφόρων θεμάτων όμως ήταν διακριτική.
Πλέον δείχνει μια κινητικότητα που προκαλεί ερωτήματα. Πολύ δε περισσότερο όταν αυτή αφορά ζητήματα που ο πολιτικός αντίπαλος της κυβερνώσας παράταξης επιδιώκει να εκμεταλλευτεί με χυδαίες, ακραίες και υβριστικές τακτικές που βάλλουν όχι ευθέως κατά του πρωθυπουργού και προέδρου της Ν.Δ.
Πρωτοσέλιδα την εμφανίζουν μέχρι και ως το πρόσωπο που είναι έτοιμο να αναλάβει τις τύχες της παράταξης μετά από μια φαντασιακού περιεχομένου «παραίτηση Μητσοτάκη» ή την περίοδο μετά την κατά ΣΥΡΙΖΑ εκλογική ήττα της ΝΔ. Εκ της συμμετοχής της δε στην επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας μετατράπηκε την περίοδο του αφηγήματος για τις παρακολουθήσεις ως ένα είδος εσωκομματικής «αντίστασης» στον νυν πρωθυπουργό.
Τα δημοσιεύματα στον Τύπο του ΣΥΡΙΖΑ πολλά. Όπως και σε εφημερίδας που κυκλοφορούν με τον μανδύα του υποστηρικτή της παράταξης της κεντροδεξιάς.
Το κατά πόσο όλα αυτά εκφράζουν την Όλγα Κεφαλογιάννη είναι κάτι που το γνωρίζει η ίδια. Το να παρασυρθεί σε μια λογική εσωκομματικής τοποθέτησης για την διεκδίκηση της επόμενης ημέρας από φωνές προσώπων όπως τα παραπάνω ή εκτιμώντας πως η όποια εσωκομματική γκρίνια δύναται να μετατραπεί σε ανοιχτή αμφισβήτηση που θα αποτυπωθεί ως κίνηση στο πρόσωπό της θα είναι πράξη πολιτικά αυτοκαταστροφική.
Στην πολιτική άλλωστε όπως και στη ζωή το να θεωρεί κανείς ότι η σκιά του αποτυπώνει το μπόι του οδηγεί σε λάθος δρόμους.