Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου του 2024 όλα δείχνουν ότι η σύνθεση του νέου ευρωκοινοβουλίου, χωρίς μεγάλες αλλαγές και θεματικές ανατροπές, θα επηρεαστεί σε ένα βαθμό από τον πόλεμο στην Ουκρανία και την Ενέργεια. Το κορυφαίο θεσμικό όργανο των Βρυξελλών δείχνει να....επιστρέφει στις ρίζες του, στην απαρχή του, με την Κοινή Συνέλευση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) το 1952, στην οποία συμμετείχαν οι 3 υφιστάμενες υπερεθνικές ευρωπαϊκές κοινότητες. Έξι χώρες, η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο συμφωνούν ότι καμία χώρα δεν μπορεί να κατασκευάσει πολεμικά όπλα και να στραφεί εναντίον των άλλων, όπως συνέβη στο παρελθόν. Η συνέλευση αυτή το 1962 μετονομάζεται σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο» και μέχρι το 1979 τα μέλη του είναι διορισμένα, από τα εθνικά κοινοβούλια των κρατών μελών. Εκείνη τη χρονιά εξελίσσεται σε εκλεγμένο κοινοβούλιο και αναγνωρίζεται ως διαμορφωτής της πολιτικής ατζέντας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το χαρτοφυλάκιο των αρμοδιοτήτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περιλαμβάνει τη συζήτηση και θέσπιση των ευρωπαϊκών νόμων, σε συνέργεια με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τον έλεγχο των δραστηριοτήτων των οργάνων της Ε.Ε.-ιδιαίτερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής-τη συζήτηση και έγκριση του προϋπολογισμού της Ε.Ε., και πάλι με τη συνέργεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, το οποίο εξάλλου προϋπάρχει ιστορικά, καθώς ιδρύθηκε το 1949.

Οι εκλογές, οι διευρύνσεις, η κατανομή των εδρών και οι αυξημένες αρμοδιότητες

Μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας η Κοινή Συνέλευση της ΕΚΑΧ διευρύνθηκε για να καλύψει και τις τρεις Κοινότητες. Η νέα συνέλευση, που αριθμούσε 142 μέλη, πραγματοποίησε την εναρκτήρια συνεδρίασή της στις 19 Μαρτίου 1958, στο Στρασβούργο, ως «Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση», ενώ στις 30 Μαρτίου 1962 μετονομάστηκε σε «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».

Η Διάσκεψη Κορυφής των Παρισίων, στις 9 και 10 Δεκεμβρίου 1974, αποφάσισε ότι οι άμεσες εκλογές έπρεπε «να διεξαχθούν το 1978 ή μετά το 1978» και το Κοινοβούλιο κλήθηκε να υποβάλει νέες προτάσεις προκειμένου να αντικαταστήσει το αρχικό του σχέδιο σύμβασης του 1960.Τον Ιανουάριο του 1975, το Κοινοβούλιο ενέκρινε νέο σχέδιο σύμβασης, βάσει του οποίου οι αρχηγοί κρατών ή κυβερνήσεων αφού διευθέτησαν ορισμένες διαφορές, κατέληξαν σε συμφωνία κατά τη συνεδρίασή τους στις 12 και 13 Ιουλίου 1976.Η Απόφαση και η Πράξη για την εκλογή των αντιπροσώπων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με άμεση καθολική ψηφοφορία υπεγράφησαν στις Βρυξέλλες στις 20 Σεπτεμβρίου 1976. Αφού κυρώθηκε από όλα τα κράτη μέλη, η Πράξη τέθηκε σε ισχύ τον Ιούλιο του 1978 και οι πρώτες εκλογές για την εκλογή ευρωβουλευτών διεξήχθησαν στις 7 και 10 Ιουνίου 1979.

Η πρώτη διεύρυνση για το νέο θεσμικό όργανο της Ενωμένης Ευρώπης γίνεται τον Ιανουάριο του 1973, με την ένταξη της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες. Ο αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυξήθηκε σε 198.Η Ελλάδα εντάχθηκε με τη δεύτερη διεύρυνση το 1981, με τη Βουλή των Ελλήνων να διορίζει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 24 βουλευτές, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν τον Οκτώβριο του 1981 από άμεσα εκλεγμένους βουλευτές. Οι δεύτερες άμεσες εκλογές διεξήχθησαν στις 14 και 17 Ιουνίου 1984. Την 1η Ιανουαρίου 1986, με την τρίτη διεύρυνση, o αριθμός των εδρών αυξήθηκε από 434 σε 518 με την άφιξη 60 Ισπανών και 24 Πορτογάλων βουλευτών, οι οποίοι είχαν διορισθεί από τα εθνικά τους κοινοβούλια και εν συνεχεία αντικαταστάθηκαν από άμεσα εκλεγμένους βουλευτές. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας o αριθμός των βουλευτών αυξάνεται και πάλι. Μετά την ενοποίηση της Γερμανίας, η σύνθεση του Κοινοβουλίου προσαρμόστηκε για να αντικατοπτρίζει τη δημογραφική μεταβολή. Σύμφωνα με τις προτάσεις τις οποίες υπέβαλε το Κοινοβούλιο σε ψήφισμα σχετικά με το σύστημα κατανομής των εδρών του, o αριθμός των βουλευτών που εξελέγησαν τον Ιούνιο του 1994 αυξήθηκε από 518 σε 567. Μετά την τέταρτη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, o αριθμός των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αυξήθηκε σε 626, με δίκαιη κατανομή εδρών για τα νέα κράτη μέλη σύμφωνα με το προαναφερθέν ψήφισμα.

Το πλαίσιο στις ευρωεκλογές του 2004 καθορίζει η Διακυβερνητική Διάσκεψη της Νίκαιας, όπου θεσπίζεται νέο σύστημα κατανομής των εδρών του Κοινοβουλίου. Ο μέγιστος αριθμός βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (που προηγουμένως είχε οριστεί σε 700) αυξήθηκε σε 732. Ο αριθμός των εδρών που κατανέμονταν στα 15 παλαιά κράτη μέλη μειώθηκε κατά 91 έδρες (από 626 σε 535). Οι υπόλοιπες 197 έδρες κατανεμήθηκαν μεταξύ όλων των παλαιών και των νέων κρατών μελών σε αναλογική βάση. Με την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας την 1η Ιανουαρίου 2007, ο αριθμός των εδρών του Κοινοβουλίου αυξήθηκε προσωρινά σε 785 προκειμένου να καταστεί δυνατή η υποδοχή των βουλευτών από τις δύο αυτές χώρες. Μετά τις εκλογές του 2009, ο αριθμός των εδρών μειώθηκε σε 736. Με την προσχώρηση της Κροατίας την 1η Ιουλίου 2013, ο μέγιστος αριθμός εδρών ανήλθε προσωρινά σε 766.Στις εκλογές του 2014 ο συνολικός αριθμός των εδρών μειώθηκε εκ νέου στις 751. Η κατανομή των εδρών αναθεωρήθηκε εκ νέου ενόψει των εκλογών του Μαΐου του 2019 και του Brexit.

Με τις τροποποιήσεις και τις προσθαφαιρέσεις στις έδρες έρχεται και η σταδιακή αύξηση των εξουσιών του Ευρωκοινοβουλίου. Η αντικατάσταση των εισφορών των κρατών μελών από ιδίους πόρους της Κοινότητας οδήγησε σε μια πρώτη αύξηση των δημοσιονομικών εξουσιών του Κοινοβουλίου στο πλαίσιο της Συνθήκης του Λουξεμβούργου που υπεγράφη στις 22 Απριλίου 1970.Με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη ενισχύθηκε ο ρόλος του Κοινοβουλίου σε ορισμένους νομοθετικούς τομείς (διαδικασία συνεργασίας) και έκτοτε για τις συνθήκες προσχώρησης και σύνδεσης απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του .Η Συνθήκη του Μάαστριχτ, με την οποία καθιερώθηκε η διαδικασία της συναπόφασης, σηματοδότησε την αρχή της εξέλιξης του Κοινοβουλίου σε νομοθετικό όργανο. Η Συνθήκη του Μάαστριχτ κατέστησε το Κοινοβούλιο αρμόδιο για την τελική έγκριση της σύνθεσης της Επιτροπής, σημαντικό βήμα στον πολιτικό έλεγχο του εκτελεστικού σώματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από το Κοινοβούλιο. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ έδωσε πιο ισχυρό ρόλο στο Ευρωκοινοβούλιο, στους περισσότερους τομείς της νομοθεσίας, με νομοθετικές εξουσίες ισότιμες με εκείνες του Συμβουλίου. Οι νομοθετικές και εποπτικές αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου αυξήθηκαν περαιτέρω με τη Συνθήκη της Νίκαιας το 2003. Με αυτή τη συνθήκη επεκτάθηκε η ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία σε περισσότερους τομείς στο Συμβούλιο. Η Συνθήκη της Λισαβόνας σηματοδότησε μια άλλη σημαντική επέκταση των νομοθετικών και εποπτικών εξουσιών του Ευρωκοινοβουλίου.

Το 2000 ο χάρτης των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής δίνει νομική υπόσταση στο Δίκαιο της ΕΕ και στη νομοθετική εξουσία του Ευρωκοινοβουλίου. Οι ευρωπαϊκές εκλογές που διεξήχθησαν στις 23-26 Μαΐου 2019, κατέστησαν σαφές ότι το Κοινοβούλιο αξιοποίησε πλήρως τη διάταξη του άρθρου 14 ΣΕΕ, το οποίο ορίζει: «Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ασκεί, από κοινού με το Συμβούλιο, νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα. Ασκεί καθήκοντα πολιτικού ελέγχου και συμβουλευτικά καθήκοντα υπό τους όρους που προβλέπονται στις Συνθήκες. Εκλέγει τον πρόεδρο της Επιτροπής».

Οι εκλογικές αναμετρήσεις για το Ευρωκοινοβούλιο στην Ελλάδα και η κρίσιμη παράμετρος της αποχής

Ο αριθμός των ευρωβουλευτών για κάθε χώρα είναι γενικά ανάλογος του πληθυσμού της, αλλά ισχύει η αρχή της φθίνουσας αναλογικότητας: καμία χώρα δεν μπορεί να έχει λιγότερους από 6 ή περισσότερους από 96 βουλευτές, ενώ ο συνολικός αριθμός τους δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 750, εκτός του προέδρου. Οι βουλευτές συγκροτούν ομάδες με βάση την πολιτική τους τοποθέτηση, και όχι την εθνικότητά τους.

Ο πρόεδρος εκπροσωπεί το Κοινοβούλιο στα άλλα όργανα της ΕΕ και στις διεθνείς επαφές, ενώ έχει τον καθοριστικό λόγο στην έγκριση του προϋπολογισμού της ΕΕ.Η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου συνέρχεται για μία εβδομάδα κάθε μήνα στο Στρασβούργο, ενώ οι συνεδριάσεις των κοινοβουλευτικών επιτροπών και οι έκτακτες σύνοδοι πραγματοποιούνται στις Βρυξέλλες. Στο Λουξεμβούργο εδρεύει η Γενική Γραμματεία του Ευρωκοινοβουλίου.

Η χώρα μας εκλέγει 21 ευρωβουλευτές στο σύνολο των 720 που βρίσκονται συνολικά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Ο αριθμός αυτός δεν είναι απόλυτα σταθερός αφού με την προσχώρηση μιας χώρας στην Ε.Ε. ή με την αποχώρηση μιας άλλης, μπορεί να τροποποιηθεί.

Ο χρόνος διεξαγωγής των ευρωεκλογών και κυρίως η πολιτική φάση στην οποία διεξάγονται επηρεάζει εν πολλοίς στην χώρα μας και τα ποσοστά συμμετοχής.

Το 1981 και το 1989 ήταν ταυτόχρονα με τις εθνικές, το 1994 και το 2004 έγιναν μετά οπότε η πολιτική τους σημασία ήταν μειωμένη γιατί είχαν προηγηθεί σημαντικές νίκες του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ αντίστοιχα. Όταν απέχουν σημαντικά από το μέσο του εκλογικού κύκλου (όπως το 1984, το 1999, το 2014, το 2019) μπορούν να αποκτήσουν ρόλο «ενδιάμεσων εκλογών». Παίρνουν χαρακτηριστικά δοκιμασίας για την κυβέρνηση και ευκαιρίας για την αντιπολίτευση.

Το 2019 παρήγαγαν μείζον πολιτικό αποτέλεσμα οι ευρωεκλογές, αφού οδήγησαν σε εθνικές αμέσως μετά. Λειτούργησαν ως οιωνοί εθνικών εκλογών. Τότε, μάλιστα, για πρώτη φορά, η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν μεγαλύτερη από αυτή στις εθνικές που ακολούθησαν γιατί ήταν η πρώτη αναμέτρηση μετά το τέλος της μνημονιακής περιόδου, απείχαν σχεδόν τέσσερα χρόνια από τις προηγούμενες εθνικές και εκεί κρίθηκε πρώτη φορά η διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ 2015-2019. Η αποχή και η συμμετοχή στις ευρωεκλογές φέρει έντονα πολιτικά μηνύματα για την εσωτερική πολιτική σκηνή της χώρας, τις περισσότερες τουλάχιστον φορές. Το καλοκαίρι του 2009, μετά τις φονικές πυρκαγιές της Ηλείας, η ΝΔ, υπό τον Κώστα Καραμανλή κατέγραψε μία μικρή ήττα σε σχέση με την φερόμενη κοινωνική δυσφορία . Τον Οκτώβριο, όμως, η επιστροφή του ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου στην εξουσία «έγραψε» με ένα θηριώδες ποσοστό 43,9%. Αντίστοιχα, στις ευρωκλογές του 2014 ο ΣΥΡΙΖΑ προηγήθηκε για πρώτη φορά της Νέας Δημοκρατίας και μετά από επτά μήνες πέτυχε έναν εκλογικό θρίαμβο στις εθνικές, τον Ιανουάριο του 2015.

Στην Ελλάδα, η συμμετοχή στις ευρωκάλπες έχει κυμανθεί από 5.300.000 το 2009, το ιστορικά χαμηλό της συμμετοχής, έως 6.800.000 στις πολωμένες εκλογές του 1994. Στις τελευταίες του 2019, η συμμετοχή ήταν πολύ υψηλή (5.920.000) και μάλιστα υψηλότερη από ό,τι στις βουλευτικές που ακολούθησαν αμέσως μετά.

Στις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου, την Κυριακή, οι κάλπες στήνονται μόλις 12 μήνες μετά τις διπλές εκλογές (εθνικές και αυτοδιοικητικές), που έφεραν θεαματικές πολιτικές αλλαγές. Την συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας και την κρίση στο χώρο της κεντροαριστεράς. Σε αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχουν προϋποθέσεις μείζονος πολιτικής μεταβολής, στοιχείο που δεν «ευνοεί» την υψηλή συμμετοχή.

Στα 50 χρόνια από το 1974, η συμμετοχή ξεκινά από χαμηλά επίπεδα, φτάνει την δεκαετία του 2000 το μέγιστο, στις βουλευτικές του 2004 με 7.575.000 ψηφοφόρους και έκτοτε φθίνει. Η αποχώρηση του εκλογικού σώματος από τις ευρωκάλπες επιταχύνεται μετά το δημοψήφισμα του 2015 κι αυτό οφείλεται, όπως εκτιμούν οι αναλυτές στην καταγεγραμμένη απογοήτευση, απάθεια, παραίτηση και απαξίωση των πολιτικών κομμάτων και των πολιτικών παραγόντων. Αλληλένδετες συνθήκες με την αποχή είναι η οικονομική κατάσταση, η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, στο ρόλο των βουλευτών και στον κρατισμό των κομμάτων. Και δεν είναι λίγοι αυτοί που εκτιμούν ότι νικητής δεν είναι η αποχή ή η συμμετοχή, αλλά η απαξία. Μία τάση, που δεν είναι ελληνικό φαινόμενο.

Στις πρώτες ευρωεκλογές του 1979, όπου συμμετείχαν 9 χώρες, η συμμετοχή έφτασε στο σύνολο το 62%, από το 2000 έχει πέσει κάτω από το 50%, αν και στις τελευταίες σημείωσε μικρή βελτίωση, 50,7

Προειδοποιητικές βολές από την Ακροδεξιά-«αντέχουν» οι υφιστάμερνοι συσχετισμοί-στο... περιθώριο η Αριστερά 

Δεν φαίνεται κάποια ιδιαίτερη μεταβολή στους συσχετισμούς. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP) δείχνειι να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία του σε απόσταση... ασφαλείας από τους Σοσιαλδημοκράτες (S&D). Ενδεχομένως θα υπάρξει άνοδος της ακροδεξιάς, ωστόσο με βάση τις δημοσκοπήσεις δεν φαίνεται τόσο εντυπωσιακή όσο προβάλλεται από τα ΜΜΕ. Χαρακτηριστικά η ευρωομάδα «Ταυτότητα και Δημοκρατία» (ID, όπου συμμετέχει πχ. το AFD, η Λέγκα του Βορρά, το Κόμμα Ελευθερίας της Αυστρίας), με βάση την αθροιστική δημοσκόπηση και τις προβολές που κάνει το Politico (13/5/24), φαίνεται να αυξάνει τους ευρωβουλευτές της από 73 σε 83 (περίπου 11,5% πανευρωπαϊκά), δηλαδή +2%. Επομένως, ενώ, ποσοσστια'ια, η αύξηση της ακροδεξιάς δεν είναι τόσο δραματική, εντούτοις, σε κάποιες χώρες μπορεί να είναι πολιτικά καθοριστική. Ιδίως, επειδή η άνοδος αφορά τις μεγαλύτερες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία. Το πραγματικό ερώτημα είναι ποια επίδραση θα έχει στην πολιτική ατζέντα της επόμενης μέρας μια ενισχυμένη ακροδεξιά, η οποία μπορεί να επηρεάσει και τις κυρίαρχες πολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου, μετατοπίζοντάς τις σε συντηρητικότερες θέσεις. Όσο για την Αριστερά στην Ευρώπη; Αυτή τη στιγμή εμφανίζεται στο περιθώριο και η πρόβλεψη για τα εκλογικά ποσοστά της είναι πτωτική για την ευρωομάδα της (GUE/NGL), η οποία το 2019 είχε μόνο 41 έδρες (5,5%), ενώ τώρα προβλέπεται να μειωθούν σε 32.