Το μέγεθος της προσπάθειας που καλείται να καταβάλει η Ελλάδα ώστε να καλύψει το ψηφιακό χάσμα με την υπόλοιπη Ευρώπη επιβεβαιώνει και η φετινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τον Δείκτη Ψηφιακής Ετοιμότητας των κρατών-μελών (Digital Economy and Society Index – DESI).
Στη φετινή έκθεση της Κομισιόν επισημαίνονται οι σημαντικές προσπάθειες που έχουν γίνει τους τελευταίους μήνες από την κυβέρνηση για την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Μεταξύ άλλων, τονίζεται πως «η Ελλάδα ανέλαβε σειρά ψηφιακών πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση των προκλήσεων και των φραγμών που προκλήθηκαν από την πανδημία Covid-19, χάρη στις οποίες επιταχύνθηκε ο ρυθμός του ψηφιακού μετασχηματισμού».
Όμως, με βάση στοιχεία μέχρι τέλους του 2019, η χώρα μας κατετάγη προτελευταία (27η) στην Ευρωπαϊκή Ένωση στον Δείκτη Ψηφιακής Ετοιμότητας, που μετράει σειρά στοιχείων, από την ταχύτητα και το κόστος πρόσβασης στο Διαδίκτυο μέχρι τη διείσδυση των νέων τεχνολογιών σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τις ψηφιακές δεξιότητες των πολιτών, κ.α. Στους περισσότερους από τους συγκεκριμένους υποδείκτες, η Ελλάδα κατατάσσεται, δυστυχώς, στις τελευταίες θέσεις.
Σε γενικές γραμμές, και πριν την πανδημία αφού η έκθεση λαμβάνει υπόψη στοιχεία μέχρι το τέλος του 2019, «παρά την αύξηση της συνολικής βαθμολογίας της, η Ελλάδα σημείωσε περιορισμένη βελτίωση των επιδόσεών της όσον αφορά τις παραμέτρους του δείκτη DESI που μετρήθηκαν». Η χώρα μας «σημείωσε τη μεγαλύτερη πρόοδο σε σχέση με το προηγούμενο έτος στην ενότητα “Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες”, αλλά η βαθμολογία της εξακολουθεί να υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ». Η εικόνα έχει σαφώς αλλάξει σήμερα, μετά την έναρξη λειτουργίας πλήθους ηλεκτρονικών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Οι τιμές
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν, σε μια περίοδο που έχει φουντώσει η συζήτηση για τις τιμές στα data της κινητής τηλεφωνίας, και οι διαπιστώσεις της έκθεσης για τη διασύνδεση μεταξύ του κόστους των πακέτων σύνδεσης στο Διαδίκτυο και της χαμηλής διείσδυσης των υπηρεσιών που προσφέρουν υψηλές ταχύτητες πρόσβασης στα δίκτυα σταθερής τηλεφωνίας. Όπως επισημαίνεται, «η αργή μετάβαση στα δίκτυα υψηλής ταχύτητας και το χαμηλό ποσοστό διείσδυσης (σ.σ. των σχετικών υπηρεσιών) μπορεί, επίσης, να συνδέεται με τις τιμές, οι οποίες παραμένουν σχετικά υψηλές σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η Ελλάδα κατετάγη τελευταία το 2018 και στην 26η θέση το 2019, με βάση τον δείκτη τιμών στις ευρυζωνικές συνδέσεις. Οι τιμές στην Ελλάδα για πακέτα συνδέσεων στο Διαδίκτυο με υψηλές ταχύτητες είναι υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε., ενώ οι τιμές για πακέτα με χαμηλότερες ταχύτητες πρόσβασης παραμένουν κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε.». Η Ελλάδα «είναι η πιο ακριβή χώρα σε όλα τα πακέτα σύνδεσης με ταχύτητα 100-200 Mbps», σύμφωνα με την έκθεση.
Για τις ευρυζωνικές συνδέσεις μέσω κινητού δικτύου, επισημαίνεται πως «οι τιμές στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε. σε πακέτα με λίγα data και χωρίς τη δυνατότητα τηλεφωνικών κλήσεων (τα δεύτερα φθηνότερα, 45% χαμηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. για το πακέτο των 2 Gb χωρίς δυνατότητα κλήσεων)». Η διαφορά με τον μέσο όρο της Ε.Ε. μειώνεται όσο αυξάνεται ο όγκος των δεδομένων του πακέτου. Για πακέτο data με όγκο 20 GB, αλλά πάλι χωρίς δυνατότητα κλήσεων, η τιμή είναι σχεδόν ίδια με τον μέσο όρο της Ε.Ε. «Ωστόσο, η Ελλάδα είναι πιο ακριβή για τα περισσότερα πακέτα που περιλαμβάνουν φωνητικές κλήσεις και είναι μία από τις ακριβότερες χώρες στο πακέτο των 20 Gb data με 100 ή 300 κλήσεις».
Η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των πρώτων χωρών στην Ε.Ε. στα πακέτα που συνδυάζουν σταθερή και κινητή τηλεφωνία και συνδρομητική τηλεόραση. Επισημαίνεται, για παράδειγμα, πως η Wind «λάνσαρε την πρώτη συνδρομητική υπηρεσία Android TV στην Ελλάδα και από τους πρώτους στην Ευρώπη τον Απρίλιο του 2018». Στα συνδυαστικά πακέτα που προσφέρουν υπηρεσίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας (και όχι συνδρομητικής τηλεόρασης), η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Κύπρος και το Βέλγιο κατατάσσονται στις πλέον ακριβότερες χώρες της Ε.Ε., σύμφωνα με την έκθεση.
Ειδικά όσον αφορά τις συνδέσεις στο Διαδίκτυο και τις σχετικές υπηρεσίες, τονίζεται πως «η Ελλάδα προχωρεί με πολύ ταχείς ρυθμούς στον τομέα της ευρυζωνικών επικοινωνιών υψηλής ταχύτητας (NGA), έχοντας σημειώσει σημαντική πρόοδο κατά 15 εκατοστιαίες μονάδες κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, παραμένοντας όμως κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ», αλλά όχι πολύ μακριά. Μάλιστα, «αναμένεται βελτίωση, καθώς η Επιτροπή έχει εγκρίνει το φιλόδοξο έργο για υποδομές ευρυζωνικών επικοινωνιών υπερυψηλής ταχύτητας, το οποίο θα συμβάλει στην επίτευξη των στόχων της Ελλάδας στον ψηφιακό τομέα». Η Ελλάδα «προσδοκά ότι το συγκεκριμένο έργο θα προσελκύσει νέους παράγοντες στην αγορά, που δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στον τομέα της χονδρικής, και θα απελευθερώσει διατομεακές συνέργειες. Το υπουργείο προγραμματίζει την υπογραφή των συμβάσεων κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2020. Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου εκτιμάται σε 700 εκατ. EUR, από τα οποία 300 εκατ. EUR αποτελούν δημόσια χρηματοδότηση».
Οι ταχύτητες
Η «Ψηφιακή Ατζέντα για την Ευρώπη» είχε θέσει ως στόχο τη διασύνδεση τουλάχιστον του 50% των νοικοκυριών στην Ε.Ε. με ταχύτητες τουλάχιστον 100 Mbps μέχρι το τέλος του 2020. Στην Ελλάδα, στα τέλη του 2019, μόλις το 0,8% των νοικοκυριών είχε πρόσβαση στο Διαδίκτυο με τέτοια ταχύτητα, με τον μέσο όρο της Ε.Ε. στο 26%.
Με συνολική βαθμολογία συνδεσιμότητας 33,4 (σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ΕΕ σε ποσοστό 50,1), «η Ελλάδα κατατάσσεται τελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ· δεν έχει σημειωθεί βελτίωση στην κατάταξη σε σχέση με το 2017» (DESI 2018). Επιπλέον, «η διείσδυση ευρυζωνικών επικοινωνιών ταχύτητας τουλάχιστον 30 Mbps παρουσιάζει αύξηση 6,4 ποσοστιαίων μονάδων (από 11,3 το 2018 σε 17,7 το 2019). Η αύξηση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί στη σταδιακή ανάπτυξη του δικτύου και στις συναφείς εκστρατείες αγοράς για το διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας και τα σχετικά βίντεο συνεχούς ροής (video streaming)».
Στην έκθεση αναφέρεται πως «παρά την αύξηση της διείσδυσης κινητών ευρυζωνικών επικοινωνιών κατά 11 μονάδες, ο τρέχων αριθμός είναι 86 συνδρομές ανά 100 άτομα, κατά πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο των 100 συνδρομών ανά 100 άτομα στην ΕΕ. Οι επιδόσεις της Ελλάδας όσον αφορά την τεχνολογία 4G είναι καλύτερες, καθώς η μέση κάλυψη ανέρχεται σε 97%, υπερβαίνοντας ελαφρώς τον μέσο όρο της ΕΕ (96%)».
Η Ελλάδα «βρίσκεται επίσης σε διαδικασία επικαιροποίησης του Εθνικού Σχεδίου Ευρυζωνικής Πρόσβασης και σε οριστικοποίηση της “Βίβλου Ψηφιακού Μετασχηματισμού”, πρωτοβουλίες που θα οδηγήσουν σε μια διαρθρωμένη, πραγματοποιήσιμη και μετρήσιμη ψηφιακή στρατηγική για την Ελλάδα. Οι σχετικές ανακοινώσεις αναμένονται εντός του 2020».
Η έκθεση καταλήγει πως «στο πλαίσιο της νέας φιλόδοξης ψηφιακής στρατηγικής της, η Ελλάδα εργάζεται για την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων στην υλοποίηση των έργων και στην απορρόφηση των διατεθέντων πόρων. Η έγκαιρη υλοποίηση του έργου “Υποδομές Υπερυψηλής Ευρυζωνικότητας: Ultra-Fast Broadband” (UFBB) και η δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών για επενδύσεις θα βελτιώσουν την ψηφιακή της ανταγωνιστικότητα. Η αντιμετώπιση των σημαντικών καθυστερήσεων που παρατηρούνται στις διαδικασίες χορήγησης άδειας για εγκατάσταση κεραίας βάσει του νέου νόμου και η προώθηση της ανάπτυξης της τεχνολογίας 5G θα βελτιώσουν την ψηφιακή κατάσταση της χώρας. Για να στεφθεί με επιτυχία η ανάπτυξη του 5G, είναι ζωτικής σημασίας να εφαρμοστεί χωρίς καθυστέρηση η στρατηγική 5G και η εκχώρηση των πρωτοπόρων ζωνών 5G (700 MHz, 3,6 GHz και 26 GHz)».
- Προαναγγελία ανασχηματισμού
- Άκαρπες οι έρευνες για την 10χρονη – Η γυναίκα μυστήριο και ο ρόλος της στην εξαφάνιση
- Η πανδημία προκαλεί άνοδο της παιδικής εργασίας
- Ρύθμιση χρεών: Το σχέδιο για 12 ή 24 δόσεις
- Πλωτό φράγμα στο Αιγαίο κατά της τουρκικής παραβατικότητας
Οι συνήθειες
Συνολικά, «η χρήση διαδικτυακών υπηρεσιών στην Ελλάδα υπολείπεται κατά πολύ του μέσου όρου της ΕΕ. Ωστόσο, ο αριθμός των χρηστών του διαδικτύου αυξάνεται και μεγάλο ποσοστό αυτών εκδηλώνει ενδιαφέρον για σειρά διαδικτυακών δραστηριοτήτων. Οι δημοφιλέστερες διαδικτυακές δραστηριότητες εξακολουθούν να είναι η ανάγνωση των ειδήσεων, η πραγματοποίηση βιντεοκλήσεων και η χρήση των κοινωνικών δικτύων, σε ποσοστό αρκετά υψηλότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ. Το 88% των Ελλήνων χρηστών του διαδικτύου ενημερώνονται στο διαδίκτυο, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον μέσο όρο του 72% της ΕΕ. Όμως, «η χρήση διαδικτυακών τραπεζικών υπηρεσιών (40% το 2019), παρότι εμφανίζεται αυξημένη για τρίτο συνεχόμενο έτος, παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο του 66% της ΕΕ. Το ίδιο ισχύει και για τις ηλεκτρονικές αγορές, το ποσοστό των οποίων αυξήθηκε στο 51% των χρηστών του διαδικτύου, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο του 71% της ΕΕ».
Όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας από τις επιχειρήσεις, «η Ελλάδα καταλαμβάνει την 24η θέση στην ΕΕ. Ο αριθμός των επιχειρήσεων στην Ελλάδα που συμμετέχουν σε ηλεκτρονική ανταλλαγή πληροφοριών εξακολουθεί να αυξάνεται και παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ωστόσο, το ποσοστό των επιχειρήσεων που κάνουν χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης παρουσίασε μικρή μείωση το 2019, όπως επίσης και το ποσοστό των ΜΜΕ που πραγματοποίησαν πωλήσεις μέσω διαδικτύου το 2019 (9%, μείωση κατά 2% σε σύγκριση με το 2018). Αν και το μερίδιο του κύκλου εργασιών τους που προήλθε από το διαδίκτυο δεν μειώθηκε, εξακολουθεί να είναι χαμηλό, μόλις στο 4% του συνολικού κύκλου εργασιών».
Πηγή: euro2day.gr