Τι θα ψήφιζαν οι Ελληνες στις μεθαυριανές εκλογές της Γερμανίας; Αν παρέμενε υποψήφια η Ανγκελα Μέρκελ, πιθανότατα τη σημερινή καγκελάριο. Μπορεί στις διαδηλώσεις της περασμένης δεκαετίας να της φορούσαν το μουστάκι του Χίτλερ, αλλά το κρίσιμο καλοκαίρι του 2015 η Μέρκελ στήριξε σθεναρά την παραμονή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη.
Με την Μέρκελ στο Βερολίνο, ήταν λίγο – πολύ γνωστό τι μπορεί να περιμένει η Αθήνα. Δεν θα είναι με το τέλος της εποχής Μέρκελ. Οποιος και να τη διαδεχτεί στην καγκελαρία, είτε ο Σοσιαλδημοκράτης Ολαφ Σολτς είτε ο Χριστιανοδημοκράτης Αρμιν Λάσετ, με την αποχώρηση της Μέρκελ ανοίγει μία νέα περίοδος για τις διμερείς ελληνογερμανικές σχέσεις και τα κρίσιμα θέματα εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας που έχουν και ευρωπαϊκή διάσταση.
Και οι δύο διεκδικητές της καγκελαρίας, Σολτς και Λάσετ, είναι εκ πεποιθήσεως βαθύτατα ευρωπαϊστές και αυτό είναι το καλό νέο. Ειδικά με τον Σοσιαλδημοκράτη Ολαφ Σολτς καγκελάριο, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου και η Ελλάδα μπορούν να ελπίζουν ότι η Γερμανία δεν θα ζητήσει να φορέσουν τον σφιχτό κορσέ του Συμφώνου Σταθερότητας.
Στα θέματα ειδικού ελληνικού ενδιαφέροντος, ωστόσο, τα πράγματα είναι δυσκολότερα και οι σχέσεις του ελληνικού πολιτικού προσωπικού με τους δύο διεκδικητές της καγκελαρίας δεν είναι ανεπτυγμένες σε βαθμό που να επιτρέπουν αισιοδοξία.
Με τον Αρμιν Λάσετ επιχειρήθηκε από τον υπουργό Εξωτερικών Νίκο Δένδια μία προσέγγιση, όταν τον επισκέφθηκε στο Ντύσελντορφ τον περασμένο Μάρτιο. Απέσπασε την υποστήριξη για το Προσφυγικό και το ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου. Δεν πήρε όμως την υποστήριξη που ήθελε στα εξοπλιστικά και την πώληση των έξι γερμανικών υποβρυχίων στην Τουρκία που θέλει να ακυρώσει η Αθήνα. Ο Λάσετ κινείται στη γνωστή γραμμή που ακολουθεί και η σημερινή κυβέρνηση.
Στην περίπτωση του Σολτς δεν υπάρχει προσωπική παρά μόνο θεσμική. Για την αριστερή ηγεσία του SPD, Μπόργιανς – Εσκεν, και τον ευρωβουλευτή Μπούλμαν προνομιακοί συνομιλητές στην Ελλάδα ήταν ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ που τώρα είναι στην αντιπολίτευση.
Ο καγκελάριος έχει πάντα βαρύνοντα λόγο στη γραμμή της κυβέρνησης. Αλλά πολλά θα εξαρτηθούν από τον συνασπισμό κομμάτων που θα συγκροτήσουν την επόμενη κυβέρνηση. Τα δύο πιθανότερα μετεκλογικά σενάρια είναι είτε κυβέρνηση Λάσετ με Χριστιανική Ενωση – Πράσινους – Φιλελεύθερους, είτε κυβέρνηση Σολτς με Σοσιαλδημοκράτες – Πράσινους – Φιλελεύθερους. Και στις δύο περιπτώσεις θα υπάρχει μία αλληλοεξουδετέρωση Πρασίνων και Φιλελευθέρων και σε θέματα ειδικού ελληνικού ενδιαφέροντος.
Για παράδειγμα, στο ζήτημα ίων πολεμικών επανορθώσεων, που η Ελλάδα θεωρεί ανοιχτό, θα έχει σύμμαχο τους Πράσινους, οι οποίοι δεσμεύονται από ψήφισμα που κατέθεσαν οι ίδιοι στο Μπούντεσταγκ την περασμένη άνοιξη. Αλλά το Πράσινο ψήφισμα δεν θα γίνει γραμμή της κυβέρνησης με συμμετοχή σε αυτήν των Φιλελευθέρων.
Με δεδομένες τις επιφυλάξεις για τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης, μπαίνουν στον πάγο και δεύτερης γραμμής θέματα, όπως η Ελληνο-Γερμανική Συνέλευση για τη συνεργασία σε επίπεδο Δήμων και Περιφερειών.
Τίποτα δεν φοβίζει την Ευρώπη και τους ευρωπαίους εταίρους της Γερμανίας περισσότερο από μία παρατεταμένη περίοδο αβεβαιότητας για την επόμενη κυβέρνηση στην ισχυρότερη χώρα της ΕΕ. Η Ανγκελα Μέρκελ το 2017 χρειάστηκε έξι μήνες για να σχηματίσει τη σημερινή κυβέρνηση «μεγάλου» συνασπισμού. Τώρα θα χρειαστούν πιθανότατα τρία κόμματα για έναν κυβερνητικό συνασπισμό και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα.
Μέχρι τότε η Ανγκελα Μέρκελ θα συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της και οι Ελληνες θα έχουν την «καγκελάριο της καρδιάς» τους. Αλλά θα είναι πλέον καγκελάριος περιορισμένης ευθύνης, η διαχείριση και οι αποφάσεις δεν μπορούν να έχουν ορίζοντα τετραετίας και να δεσμεύουν την επόμενη κυβέρνηση.
Πηγή: Τα Νέα