«Τρέχουμε στο Γουδή, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Εδωσαν πρώτα έμφαση σ’ εμένα. Δυστυχώς έχω τζακπότ και γονιός και παιδί στα θύματα…»

 

Δεν έχουν τέλος οι εικόνες φρίκης που αναβιώνουν στη δίκη για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι. Εκείνοι των οποίων η ζωή σταμάτησε το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 ξαναζούν από την αρχή τις στιγμές αγωνίας που είχαν αποτέλεσμα να θάψουν εν τέλει τους αγαπημένους τους. Ισως κάποιοι να είχαν πιστέψει και τη δήλωση του Νίκου Τόσκα ότι δεν υπήρχαν νεκροί ή ακόμα και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος ενώ είχε δοθεί εντολή να μη μεταφέρουν νεκρούς, πολλές ώρες αργότερα, δεν ψέλλισε μία συγγνώμη.

«Αν μπορεί να ανακουφίσει κάπως αυτό: τα κοριτσάκια λόγω ηλικίας πεθάνανε νωρίτερα. Που σημαίνει πως οι γονείς μου κουβαλούσαν δύο νεκρά κορίτσια, δεν τα εγκατέλειψαν. Οταν ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των γονιών μου μας είπαν ‘‘πάρτε τους γονείς σας, τα κορίτσια δεν μπορούμε να τα δώσουμε’’. Μου λένε δεν μπορούμε να ταυτοποιήσουμε ποια είναι η Σοφία και ποια η Βασιλική. Τους λέω κάντε μία αεροβάπτιση, αν είναι δυνατόν. Ζήτησαν από τη γυναίκα μου εκμαγεία, τα παραδώσαμε στο νεκροτομείο και μας δώσανε τα κορίτσια… Μετά από τρεις ημέρες μας ειδοποιήσανε ότι τα πόδια της μάνας μου ήταν μερικά μέτρα μακριά… Κάναμε μία συμπληρωματική ταφή τρεις ημέρες μετά… Τους είπα να σφραγίσουν τα φέρετρα, ούτε πέντε κιλά δεν ζύγιζαν, μάτια δεν υπήρχαν, τα χεράκια τους είχαν σουρώσει… Ζήτησα να κατεβάσω εγώ τα φέρετρα, σαν τελευταίο αντίο, δεν μπορούσα να κόψω ούτε μία τούφα μαλλάκι, να έχω να θυμάμαι… Ζήτησα αυτό. Μπορέσαμε να συνεχίσουμε τη ζωή μας, μισοί πεθαμένοι, μισοί καμένοι, μισοί ζωντανοί. Τους πήγαν σε επικίνδυνο μέρος, χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες. Η δικιά μου οικογένεια πήγε τσάμπα». Η ψυχραιμία του Ιωάννη Φιλιππόπουλου, ο οποίος έχασε τα δυο του –δίδυμα– παιδιά αλλά και τους γονείς του εκείνο το απόγευμα είναι συγκλονιστική.

 

Μόλις εννέα ετών

Η Σοφία και η Βασιλική ήταν μόλις εννέα ετών. Εφυγαν από την Καλλιθέα με τους παππούδες για να πάνε στο σπίτι που εκείνοι νοίκιαζαν στη Νέα Μάκρη.

«Πιστεύω ότι παγιδευτήκανε! Δεν τους επιτρέπανε επιστροφή προς την Αθήνα», είπε η μητέρα Γεωργία Ξυραφάκη.

Οι ώρες αγωνίας κόβουν την ανάσα:

«Παίρναμε τηλέφωνο τα πεθερικά μου συνεχόμενα. Δεν πιάναμε γραμμή. Παίρναμε την αστυνομία, τους λέγαμε ότι τα παιδιά και τα πεθερικά μου πήγαιναν προς Νέα Μάκρη, μας είπαν ότι ακόμα δεν είχαν εικόνα. Τότε ο σύζυγός μου πήρε το μηχανάκι και μου είπε ‘‘θα πάω προς τα εκεί να τους ψάξω’’. Κάποια στιγμή με πήρε τηλέφωνο. Μου είπε ότι είναι στον δρόμο: «Εχει φωτιές δεξιά-αριστερά, δεν μπορώ να προχωρήσω, είναι παντού σκοτάδι και φωτιά». Του λέω σε παρακαλώ γύρνα πίσω, αν έχει γίνει κάτι κακό μη χάσω κι εσένα. Η αγωνία άρχισε να φουντώνει. Αρχίσαμε να παίρνουμε τηλέφωνο την Πυροσβεστική. Μπορεί και ανά πέντε λεπτά. Είχαν μάθει τα ονόματα όλων μας. Τότε ξεκινήσαμε να πηγαίνουμε στα νοσοκομεία. Δεν βρήκαμε άκρη, γυρίσαμε σπίτι. Θυμάμαι ότι δούλευε την επόμενη ημέρα, του είπα θα έρθω κι εγώ μαζί σου αλλιώς θα τρελαθώ…» συμπλήρωσε από την πλευρά της η σύζυγός του.

 

«Στους πεθαμένους»

Η Πυροσβεστική τους είπε να αναζητήσουν «στους πεθαμένους» τα παιδιά και τα πεθερικά της και τους έστειλαν στο Γουδή να δώσουν γενετικό υλικό και περιγραφή του τι φορούσαν.

Οπως είπε ο Ιωάννης Φιλιππόπουλος, μετά από ώρες αναζήτησης και δεκάδες τηλέφωνα στις αρμόδιες υπηρεσίες, «με πήραν από την Πυροσβεστική. Μου λέει ‘‘τους έχω ελέγξει. Στους ζωντανούς δεν είναι! Ψάξτε στους πεθαμένους. Πήγαινε στο Γουδή’’. Τρέχουμε στο Γουδή, μπαίνουμε μέσα και μας άρχισαν διάφορα. Λέω ψάχνουμε τα δίδυμα παιδιά μας και τους γονείς μας, πείτε μας τι πρέπει να κάνουμε. Εδωσαν πρώτα έμφαση σε εμένα. Δυστυχώς έχω τζακπότ και γονιός και παιδί στα θύματα…»

Και ενώ η πολύωρη προσπάθειά τους να βρουν τι απέγιναν τα κοριτσάκια και οι παππούδες τους δεν είχε φέρει αποτέλεσμα, ένα βίντεο που είδαν τους αναστάτωσε, ενώ βρίσκονταν στο Σχιστό όπου έφθαναν οι σοροί.

Τέσσερις μέρες μετά την πυρκαγιά ταυτοποιήθηκαν οι σοροί των παππούδων, οι οποίοι ήταν αγκαλιασμένοι με δύο μικρότερης ηλικίας σορούς: «Ηταν τα παιδιά μας! Την επόμενη ημέρα ταυτοποιήθηκαν. Η πεθερά μου κάτω, τα παιδιά στη μέση και ο πεθερός μου από πάνω με ανοικτές αγκαλιές. Τους ήταν δύσκολο να ταυτοποιήσουν ποια είναι ποια. Επειδή ήταν δίδυμα και ίδια ηλικία δεν μπορούσαν να ταυτοποιηθούν, με αποτέλεσμα να τους κηδεύσουμε 3 Αυγούστου 2018…»

 

«Ηταν παντού φωτιά, απελπίστηκα. Γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε Πυροσβεστική, Αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ, φύγετε είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα»

 

«Αυτήν την υπέροχη άμορφη μάζα»

Ο πατέρας των κοριτσιών, «Ιωάννης Φιλιππόπουλος, ο πατέρας της Σοφίας και της Βασιλικής και ο γιος του Φίλιππου και της Σοφίας», όπως είπε στην έναρξη της κατάθεσής του, ανέφερε πως όταν πήγε με το μηχανάκι να ψάξει τα παιδιά και τους γονείς του, φθάνοντας στο Κόκκινο Λιμανάκι «κάνανε προσπάθειες να με σταματήσουν, αλλά μόνο αν με πυροβολούσαν θα με σταματούσαν. Ηταν παντού φωτιά, απελπίστηκα. Γύρισα μήπως βρω κάποιον να ρωτήσω. Δεν υπήρχε Πυροσβεστική, Αστυνομία. Δεν έβρισκα κανέναν. Εκεί στον δρόμο υπήρχε ένα βενζινάδικο στη Ραφήνα και τους λέω τι κάνετε εδώ, φύγετε, είναι επικίνδυνο. Εγώ που είμαι ένας απλός πολίτης και τους έδιωξα. Κατέβηκα στο λιμάνι της Ραφήνας τους έψαχνα: τίποτα. Γυρνάω πίσω, πάμε στα νοσοκομεία, παντού αρνητική απάντηση. Πήραμε Αστυνομία, Πυροσβεστική. Μας έλεγαν όλη νύχτα είστε η πρώτη μας προτεραιότητα».

«Εάν εκείνη η ημέρα δεν ήταν Δευτέρα και ήταν Κυριακή θα είχαμε χιλιάδες θύματα. Ο πατέρας μου δεν ήταν χαζός να πάει στο στόμα του λύκου. Το αμάξι ήταν κλειδωμένο που σημαίνει είχε ψυχραιμία να πάει στη θάλασσα» συμπλήρωσε.

Η τραγική κατάληξη: «Στο οικόπεδο με τα 26 πτώματα ήταν το πρώτο αμάξι του πατέρα μου, αφού έκαναν έρευνες βρήκαν αυτήν την υπέροχη άμορφη μάζα, η μανούλα μου από κάτω, τα κορίτσια στη μέση και ο πατέρας μου από πάνω με τα χέρια του ανοιχτή αγκαλιά», είπε ο κ. Φιλιππόπουλος.

«Είδαμε στο ίντερνετ ένα βίντεο με ένα αλιευτικό με κάτι παιδάκια που μοιάζανε πάρα πολύ με τα κορίτσια μας. Μας έδωσε ελπίδες. Ημασταν σχεδόν σίγουροι ότι ήταν αυτές. Φύγαμε και πήγαμε προς τον τηλεοπτικό σταθμό που πρόβαλε το βίντεο. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να το δούμε και φύγαμε. Βγάλαμε φωτογραφία που φαίνονταν τα κορίτσια και κατευθυνθήκαμε, στις 24/7 στο Λιμενικό μήπως μάθουμε πληροφορίες. Μας είπαν πως υπήρχαν πολλά παιδάκια όντως στο πρώτο αλιευτικό, αλλά δεν είχαν καταγράψει ονόματα. Εκεί αναπτερώθηκε το ηθικό μας, είπαμε θα τα βρούμε τα παιδιά μας, κάποιος θα τα έχει φροντίσει. Πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα και προσπαθούσαμε να μάθουμε κι εκεί πληροφορίες. Μετά κατευθυνθήκαμε σε κάποια γήπεδα», είπε η μητέρα.

 

Συντροφιά με τον νεκρό σύζυγό της

Στο δικαστήριο κατέθεσε και η κ. Βαρβάρα Γεωργακοπούλου που έχασε τον σύζυγό της. «Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα από το να αφήνεις πίσω τη σορό του δικού σου ανθρώπου». Ηταν μέχρι τις 12 το βράδυ στην παραλία, έχοντας δίπλα της το άψυχο σώμα του συζύγου της. «Κάποια στιγμή στις 12 μου λένε αυτή είναι η τελευταία βάρκα… Δεν μπορώ να τον αφήσω τους λέω. Μου λένε δεν γίνεται να μείνετε, έχουμε εντολή να εκκενώσουμε την ακτή. Δεν υπάρχει χειρότερο συναίσθημα να φεύγεις και να αφήνεις πίσω σου τον άνθρωπό σου νεκρό. Αναγνωρίστηκε μετά από 13 ημέρες. Αλλος θάνατος για μένα».

«Ηρθα να καταθέσω για την απώλεια της αδερφής μου» είπε από την πλευρά της η Ειρήνη Ορφανού. «Ολα αυτά τα χρόνια υπήρχαν πολλές φωτιές, αλλά επί της Μαραθώνος πάντα υπήρχαν πυροσβεστικά. Υπήρχε μια τάξη. Εκείνη την ημέρα η αδερφή μου ήταν μόνη της. Εγώ έκανα την τελευταία μου χημειοθεραπεία και ήμουν στην Αγία Παρασκευή. Δεν υπήρχε άνθρωπος να πάει να τη βοηθήσει. Κατέβηκε τα σκαλιά και εκεί έμεινε. Ηταν καμένη, ήταν συγκλονιστικό θέαμα…» κατέθεσε η μάρτυρας, η οποία τόνισε πως «αυτό που έγινε με το Μάτι δεν είχε γίνει ξανά ποτέ».