Η Τουρκία εδώ και αρκετό καιρό στέλνει τα δικός της κατασκευής drones Bayraktar ΤΒ2 στο FIR Αθηνών, δημιουργώντας νέους πονοκεφάλους στην ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και όχι μόνο. Από ό,τι έχει γίνει γνωστό, δεν τα στέλνει εξοπλισμένα, αλλά με διαμόρφωση ηλεκτρονικής παρακολούθησης επιφάνειας (κάμερες ημέρας και υπέρυθρες ή και Radar).
του Ευάγγελου Γεωργούση
Λέγεται ότι σε καθημερινή σχεδόν βάση πετούν 3 με 4 σε μεσαία και μεγάλα ύψη, σε όλο το μήκος των δυτικών της παραλίων, από τον Εβρο μέχρι και το Καστελλόριζο. Αρκετές φορές ζητάει περιοχές στον διεθνή εναέριο χώρο, για πτήσεις αυτών, οι οποίες άλλες εγκρίνονται, όπως νοτίως του Καστελλορίζου, ενώ άλλες όχι. Ομως αρκετές φορές τα στέλνει στο Αιγαίο χωρίς καμία άδεια, κάνοντας έτσι παραβάσεις και παραβιάσεις εθνικού εναέριου χώρου. Η Τουρκία με μικρό κόστος παρακολουθεί και συγκεντρώνει πληροφορίες για όλη την επιφάνεια του Αιγαίου, ενώ δηλώνει και την παρουσία της για συνέχιση των αμφισβητήσεων που ήδη έχει θέσει. Καταγράφει κινήσεις και θέσεις του στόλου μας, όπως και αμυντικές θέσεις επί των νησιών μας.
Η Πολεμική Αεροπορία είναι αναγκασμένη, σύμφωνα με τις διαταγές της πολιτικής ηγεσίας, να αναγνωρίζει και να αναχαιτίζει αυτά που πετούν χωρίς άδεια. Οι αναχαιτίσεις γίνονται με τα αεροσκάφη επιφυλακής (F-16 συνήθως) με σοβαρό κόστος, ή με άλλα αεροσκάφη που θα βρεθούν κοντά στην περιοχή. Η δραστική αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης δεν είναι εύκολη και μπορεί να γίνει πολύ δύσκολη αν αποφασίσουν να αυξήσουν σοβαρά τους αριθμούς και τον χρόνο πτήσεως εντός του F1R Αθηνών. Ο κορεσμός της ελληνικής αεράμυνας θα είναι δεδομένος. Ακούγονται προτροπές για καταρρίψεις. Αυτό θα ήταν μία λύση αν η εκτίμησή μας είναι πως η κλιμάκωση της έντασης που θα ακολουθήσει μας συμφέρει.
Τα Bayraktar μπορούν να πετούν 24 περίπου ώρες και να ελέγχονται από το έδαφος στα 150-200 χλμ. ή να γίνεται προγραμματισμός της πτήσης των στον δικό τους υπολογιστή. Και στις δύο περιπτώσεις μπορούν να αποφεύγουν τους διαδρόμους της
πολιτικής αεροπορίας, αλλά όχι και την άλλη κυκλοφορία στο FIR Αθηνών, αν κατέβουν σε μικρότερα ύψη. Ετσι υπάρχει και ένα θέμα ασφάλειας των πτήσεων που όμως δεν μπορεί να υπερτονισθεί όταν μεγάλο μέρος της τουριστικής μας κίνησης γίνεται από αέρος. Συνεπώς, δραστικές και πλήρεις λύσεις του προβλήματος δεν φαίνεται να είναι εύκολες, μικρού ρίσκου και κόστους. Επειδή όμως η ηλεκτρονική τεχνολογία αυξάνει συνεχώς τις δυνατότητές της, μπορεί κάποια στιγμή τα Bayraktar να μη «θέλουν» να επιστρέψουν στις βάσεις από τις οποίες έφυγαν και να πάνε για προσγείωση σε άλλες. Μέχρι τότε διπλωματία και αναχαιτίσεις όσο το δυνατόν μικρότερου κόστους.
Ο Ευάγγελος Γεωργούσης είναι αντιπτέραρχος (I) ε.α., επίτιμος διοικητής ΔΑΕ. Το άρθρο δημοσιεύεται στα Νέα