Ετσι είχε κλείσει την ομιλία του ο Αλέξης Τσίπρας κατά τη θερινά Προγραμματικά Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτικά Συμμαχία: «Αν θέλουμε να κερδίσουμε το Κέντρο, πρέπει να στρίψουμε αριστερά». Τότε, είχε εκληφθεί άδη ως στροφή. Και αυτό αφού για καιρό πριν από τη Συνδιάσκεψη είχε δοθεί η εντύπωση – και έτσι ήταν έως έναν βαθμό – πως η ηγετικά ομάδα της Κουμουνδούρου είχε επιλέξει μια στρατηγικά ήπιας και προσεκτικής αντιπολίτευσης κατά της κυβέρνησης.

Μια στρατηγικά που υπό μία έννοια προσεταιριζόταν καλύτερα και ταχύτερα το λεγόμενο πολιτικό Κέντρο ή μεσαίο χώρο, κατά την έμπνευση του Γιάννη Λούλη.

Μετά τη φετινά ΔΕΘ φαίνεται πως η προαναφερόμενη στρατηγική δεν διατηρείται. Οι σταθερά χαμηλές δημοσκοπικές πτήσεις, αλλά και μια είδους εσωτερική πίεση ή διάλογος για τον νέο τρόπο, μετέβαλαν τη ρητορικά και τις συνολικότερες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Με πλέον πρόσφατη την καταψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας, όπου η προεδρική «γραμμή» ταυτίστηκε με την αριστερή οπτική που ανέδειξαν στελέχη όπως ο Νίκος Φίλης.

Για τη νέα στρατηγική διαδραμάτισαν ρόλο μια σειρά παραγόντων. Για παράδειγμα, η φράση πως οι εκλογές κερδίζονται στο Κέντρο αλλά όχι αποκλειστικά από αυτό, που έχουν πει στελέχη του κόμματος. Δεν πέρασε απαρατήρητη, για παράδειγμα, η θέση του καθηγητή Γεράσιμου Μοσχονά (στην «Εποχή) πως συχνά για να κερδίσεις το Κέντρο πρέπει να πας πιο ριζοσπαστικά. Και αυτή η άποψη του μη κομματικού καθηγητή απηχεί ένα κλίμα πολλών παλαιών σήμερα, κυρίως της Ομπρέλας, που βλέπουν ακόμη ως θολή ή ανέξοδη μια στρατηγική για το Κέντρο.

Σε αυτό ενισχύουν το επιχείρημά τους πως όσο κλιμακώνει την πολιτική της η κυβέρνηση κατά συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών απαιτείται και μια πιο προωθημένη απάντηση. Και φέρνουν ως παράδειγμα τη Νεολαία που στα ποιοτικά στοιχεία πολλών μετρήσεων δεν έχει εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση ή την εκπαιδευτική κοινότητα, όπου σήμερα η απεργία κατά της αξιολόγησης είναι ένα εκ των στοιχημάτων για την Κουμουνδούρου. Μία ακόμα παράμετρος φέρνει την πιο σκληρή γραμμή που είδαμε και στη μη ψήφιση της ελληνογαλλικής αμυντικής συμφωνίας εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ: οι εκλογές.

Ακόμη οι κάλπες θεωρούνται πιθανές με ορίζοντα τον Μάρτιο, σύμφωνα με μια ανάλυση του επιτελείου του Αλέξη Τσίπρα, και άρα μια δομική αντιπολίτευση επιτελεί δύο ρόλους. Συνενώνει τις τάσεις και τα ρεύματα στο κόμμα (και οι πασοκογενείς, ή μερίδα τους, θέλουν μια σκληρή γραμμή) και θέτει το όλο σχήμα σε ετοιμότητα, αφού δεν αφήνει χώρο για τακτικές συναινέσεις με την κυβέρνηση.

Στα παραπάνω υπάρχει μία ακόμα διάσταση: ο νέος ριζοσπαστικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ – σύμφωνα με μια γνώμη – θα είναι ανασχετικός των ροών προς τα αριστερά του πολιτικού τόξου και κυρίως σε περιβάλλον απλής αναλογικής. Την ίδια ώρα θα ενισχύει τις φυγόκεντρες δυνάμεις στον χώρο του ρευστοποιημένου Κινήματος Αλλαγής. Και θα απεγκλωβίζει κόσμο που αναζητά έναν αριστερό ρεαλισμό. Βέβαια, η δύσκολη άσκηση ισορροπίας για τον Αλέξη Τσίπρα στη νέα του μετατόπιση είναι να μην προσομοιάσει το κόμμα του σε δύναμη διαμαρτυρίας.

Οι πιο μετριοπαθείς φωνές εξάλλου υπενθυμίζουν με κάθε ευκαιρία πως ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κυβερνήσει τη χώρα και ακόμα και το Οχι του σε νομοσχέδια ή σε συμφωνίες πρέπει να είναι με περιεχόμενο πειστικό για τα κοινωνικά στρώματα. Ενας ακόμα κίνδυνος είναι να επιστρέψει σε λογική άλλων εποχών, με συνολική απασφάλιση κατά ΜΜΕ, δημοσκόπων και άλλων, ή μιας άγονης πολεμικής. Χθες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ παρενέβη σκληρά λέγοντας ότι η κυβερνητική πλειοψηφία στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής «αρνείται να αποδεχθεί το αίτημα βουλευτών της αντιπολίτευσης για έλεγχο δημοσκοπήσεων που εξόφθαλμα παραβιάζουν κάθε όριο αξιοπιστίας και κοινής λογικής».

Πηγή: Τα Νέα