Γράφει ο Στράτος Γεραγώτης*

 

 

 

 

Ο θόρυβος που προκλήθηκε από το ένταλμα σύλληψης του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (ΔΠΔ) κατά του Βλαντιμίρ Πούτιν και του Επιτρόπου για τα Δικαιώματα του Παιδιού της Ρωσικής Ομοσπονδίας φαίνεται πως θα έχει διάρκεια. Και οι δύο κατηγορούνται για εγκλήματα πολέμου επειδή επέτρεψαν τη μεταφορά ανηλίκων από τα
κατεχόμενα ουκρανικά εδάφη στη Ρωσία.

Η Ρωσία αντέδρασε αμέσως, δηλώνοντας ότι δεν δεσμεύεται από τη Συνθήκη της Ρώμης για την ίδρυση του ΔΠΔ. Όμως η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου είναι αδιαμφισβήτητη. Ούτε η Ουκρανία έχει επικυρώσει τη Συνθήκη της Ρώμης, ωστόσο το ΔΠΔ είναι αρμόδιο εάν ένα μη συμβαλλόμενο κράτος έχει δηλώσει ότι αποδέχεται τη δικαιοδοσία του για
εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στο έδαφός του.

Τα περισσότερα μέλη της διεθνούς κοινότητας έχουν επικυρώσει το καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου , ορισμένα όμως βασικά κράτη, όπως η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες, δεν το έχουν κάνει. Μεταξύ των μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών , μόνο η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο έχουν επικυρώσει.

Ένας από τους στόχους του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου με τη έκδοση του εντάλματος σύλληψης, είναι να εμποδίσει τον Ρώσο Πρόεδρο να ταξιδέψει στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Το άλλο είναι η ελπίδα να ξεσηκωθούν οι ρωσικές ελίτ προτρέποντάς τους να απαλλαγούν από τον πρόεδρό τους. Αλλά αυτό είναι ένα σχέδιο του οποίου η σκοπιμότητα
μένει να αποδειχθεί. Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μπορεί να αναστείλει τις διαδικασίες ενώπιον του ΔΠΔ για περίοδο ενός έτους, με δυνατότητα ανανέωσης. Υπάρχει επίσης το σκεπτικό ότι η έκδοση του εντάλματος σύλληψης θα μπορούσε να ευνοήσει μια συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας , ώστε να
βρεθεί μια λύση στον πόλεμο , καθώς και στην αναστολή της ποινικής διαδικασίας. Σε αυτή την περίπτωση η Ρωσία δεν θα ασκούσε βέτο. Αλλά αυτό προς το παρών δεν αποτελεί παρα μόνον ένα φανταστικό πιθανό σενάριο.

Το έγκλημα της επιθετικότητας

Ο Πούτιν και οι στρατιωτικοί ηγέτες δεν μπορούν να δικαστούν από το ΔΠΔ για το έγκλημα της εισβολής στην Ουκρανία . Το Δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία μόνο εάν το έγκλημα διαπράχθηκε από τον αρχηγό ενός κράτους που είχε επικυρώσει το καταστατικό του ΔΠΔ και την παράβαση που τιμωρεί το έγκλημα της επίθεσης ή στην περίπτωση παραπομπής
από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το οποίο ωστόσο θα υπόκειτο στο αναπόφευκτο
βέτο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.

Ούτε μια δίκη από ένα κράτος του οποίου η νομοθεσία εμπνέεται από την αρχή της καθολικότητας της δικαιοδοσίας θα ήταν αποδεκτή . Στην πραγματικότητα, οι εν ενεργεία αρχηγοί κρατών απολαμβάνουν ασυλίας και μπορούν να δικαστούν μόνο από διεθνές δικαστήριο. Όχι απαραίτητα από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο . Το ερώτημα που τίθεται
αμέσως είναι από ποιο δικαστήριο; Το Διεθνές Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία ιδρύθηκε με ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο, στη περίπτωση μας , θα παρέλυε από το ρωσικό βέτο. Με ποια δικαιοδοσία και με ποιο τρόπο μια ομάδα κρατών θα μπορούσε να συστήσει ένα ad hoc δικαστήριο; Θα επρόκειτο για ένα ex post facto (εκ
των υστέρων) δικαστήριο, το οποίο θα δημιουργούσε αναπόφευκτες νομικές αμηχανίες.

Ο απολογισμός του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για περισσότερα από είκοσι χρόνια δραστηριότητας σίγουρα δεν είναι ο καλύτερος . Ελάχιστες προτάσεις έχουν υιοθετηθεί, και όλες εναντίον πολιτών του «τρίτου κόσμου». Όσο για τους αρχηγούς κρατών και τις δυσκολίες προσαγωγής του κατηγορούμενου σε δίκη, αρκεί να θυμίσουμε την περίπτωση του πρώην προέδρου του Σουδάν Ομάρ Αλ Μπασίρ. Αν και το ΔΠΔ είχε εκδώσει ένταλμα σύλληψης όταν ήταν πρόεδρος του Σουδάν, ο Ομάρ Αλ Μπασίρ ταξίδεψε στο εξωτερικό ατιμώρητος, συμμετέχοντας ακόμη και σε μια διεθνή διάσκεψη στην οποία συμμετείχε τότε ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών. Ο Αλ Μπασίρ καθαιρέθηκε και δικάζεται τώρα
στο Σουδάν, αλλά για διαφθορά, όχι για εγκλήματα που κατηγορούνται από το ΔΠΔ.

Διαφορές μεταξύ κρατών και αποζημίωση για ζημίες

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το ΔΠΔ κρίνει άτομα και όχι κράτη. Για διαφορές μεταξύ κρατών υπάρχει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης . Στην περίπτωσή μας, η Ουκρανία προσέφυγε κατά της Ρωσικής Ομοσπονδίας, αμέσως μετά την εισβολή, για παραβίαση της Σύμβασης για την απαγόρευση της γενοκτονίας, μια προσφυγή όμως η οποία βρίσκεται ακόμα σε
εξέλιξη.

Το Δικαστήριο, περιμένοντας να αποφασίσει για τη δικαιοδοσία, έλαβε ασφαλιστικά μέτρα, διατάσσοντας (μάταια!) τη Ρωσία να αναστείλει την εισβολή. Πολλά κράτη παρενέβησαν ενώπιον του δικαστηρίου, συμπεριλαμβανομένων κρατών της ΕΕ.

Τέλος, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ακόμη και τα θύματα εγκλημάτων έχουν το δικαίωμα να μηνύσουν το υπεύθυνο ξένο κράτος ενώπιον των κρατικών δικαστηρίων. Οι ατραποί του διεθνούς δικαίου είναι αναμφισβήτητα περίπλοκοι και στην περίπτωση της Ουκρανίας περιπλοκότεροι. Η Ευρώπη οφείλει να επιστρατεψει την διπλωματία για την
επίτευξη μιας εκατέρωθεν επωφελούς λύσης, ούτως ώστε να σταματήσει έναν πόλεμο που διαδραματίζεται στην καρδιά της , που στοιχίζει σε εκατομμύρια ανθρώπινες ζωές και σε μια ανυπολόγιστη οικονομική κατάρρευση.

 

*Ο Στράτος Γεραγώτης είναι Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου των Βρυξελλών