Με τα νέα κρούσματα κορωνοϊού να σημειώνουν την Κυριακή, 21 Ιούνη, τη μεγαλύτερη ημερήσια αύξηση που έχει καταγραφεί σε παγκόσμιο επίπεδο, ο φόβος μπροστά στο δεύτερο κύμα μεγαλώνει, η αδυναμία των συστημάτων υγείας να απνταπεξέλθουν επανέρχεται.
Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα του Reuters, σύμφωνα με το οποίο τα νοσοκομεία προετοιμάζονται ήδη για το επόμενο κύμα, εκπαιδεύοντας προσωπικό και διεκδικώντας νέο, ώστε να υπάρξει, εφόσον χρειαστεί, μια καλύτερη διαχείριση της πανδημίας.
«Χρειαζόμαστε έναν στρατό υγειονομικής περίθαλψης», δήλωσε στο πρακτορείο ο Maurizio Cecconi, εκλεγμένος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Εντατικής Ιατρικής (ESICM). Ο Cecconi, ο οποίος είναι επικεφαλής του τμήματος εντατικής θεραπείας στο νοσοκομείο Humanitas στο Μιλάνο, λέει ότι το ιατρικό προσωπικό πρέπει να είναι πιο ευέλικτο στην εργασία. Σύμφωνα με τον ίδιο, «εάν υπάρχει ένα άλλο μεγάλο κύμα, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αναπτύξουμε γιατρούς και νοσηλευτές από γειτονικές περιοχές εντός της Ιταλίας. Αυτό δεν συνέβη πολύ στο πρώτο κύμα».
Η κατεύθυνση είναι να δημιουργηθεί ένας «στρατός» εθελοντών επαγγελματιών γιατρών που θα είναι έτοιμοι να αναπτυχθούν όπου χρειάζεται για να εργαστούν σε θαλάμους με σοβαρά ασθενείς.
Απαραίτητη η εκπαίδευση
Η εμπειρία από τη διαχείριση του πρώτου κύματος κορωνοϊού, ωθεί τις ευρωπαϊκές χώρες στην αναζήτηση τρόπων επανεκπαίδευσης προσωπικού για την αποφυγή ελλείψεων ειδικευμένου προσωπικού εάν υπάρξει ένα δεύτερο κύμα. Πολλές χώρες πιάστηκαν απροετοίμαστες τον Μάρτιο και τον Απρίλιο και επιμόρφωσαν βιαστικά τους γιατρούς ώστε να μπορέσουν να αντικαταστήσουν και αυτούς που αρρώστησαν.
Μερικοί έστειλαν φοιτητές ιατρικής και συνταξιούχους γιατρούς για να βοηθήσουν τους θαλάμους εντατικής θεραπείας καθώς το προσωπικό του νοσοκομείου δεν επαρκούσε. Εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία έπρεπε να παράσχουν περισσότερα κρεβάτια και βασικό εξοπλισμό για μονάδες οξείας περίθαλψης και ορισμένα νέα νοσοκομεία.
Ωστόσο, τα προβλήματα και οι ελλείψεις παραμένουν. Η Ιταλία, για παράδειγμα, μπορεί να χρειαστεί να αυξήσει κατά 50% τον αριθμό των αναισθησιολόγων και άλλων ιατρών που εργάζονται στην εντατική περίθαλψη.
Σε όλη την Ευρώπη, τα νοσοκομεία επανεκπαιδεύουν χειρουργούς, καρδιολόγους, εσωτερικούς ιατρούς και νοσηλευτές από άλλα τμήματα και τους έχουν μεταφέρει σε μονάδες εντατικής θεραπείας.
Πολλοί έχουν παρακολουθήσει εναντικά μαθήματα σχετικά με τον τρόπο χειρισμού ασθενών με COVID-19, δήλωσε ο Jozef Kesecioglu, πρόεδρος της ESICM και επικεφαλής εντατικής θεραπείας στο Πανεπιστημιακό Ιατρικό Κέντρο της Ουτρέχτης, στην Ολλανδία. «Τους δώσαμε δουλειές με λιγότερη ευθύνη, όπως το πλύσιμο των ασθενών, ο έλεγχος των πνευμόνων ή η εξέταση σαρώσεων», είπε στο Reuters.
Οι ειδικοί εντατικής θεραπείας συνέχισαν να κάνουν την πιο ευαίσθητη δουλειά, όπως η διαχείριση διασωληνωμένων και η ρύθμιση του μηχανικού αερισμού, δήλωσε ο Kesecioglu. Ο ίδιος δηλώνει ότι σκοπεύει να καλέσει πίσω τους ίδιους ανθρώπους για να τους προσφέρει περισσότερη εκπαίδευση. Υπό κανονικές συνθήκες, οι εργαζόμενοι εντατικής θεραπείας παρακολουθούν χρόνια εκπαίδευσης, αλλά, όπως είπε, «δεν πρέπει να περιμένουμε μέχρι να έρθει το νέο κύμα, θα πρέπει να τους εκπαιδεύουμε τακτικά».
Στην Ολλανδία στοχεύουν να προσλάβουν περισσότερους ειδικευμένους εργαζόμενους και ελπίζουν να περιορίσουν τα διαρθρωτικά κενά στο εργατικό δυναμικό εντατικής θεραπείας, δήλωσε το Ιατρικό Κέντρο Erasmus του Ρότερνταμ, ένα από τα μεγαλύτερα πανεπιστημιακά νοσοκομεία στην Ευρώπη.
Μετακίνηση γιατρών
Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρηματοδότησε διασυνοριακές μεταφορές ιατρικού προσωπικού στις πιο πληγείσες χώρες στο αποκορύφωμα της κρίσης του κορωνοϊού. Τον Απρίλιο, ομάδες «ιπτάμενων γιατρών» στάλθηκαν από τη Νορβηγία και τη Ρουμανία στην Ιταλία. Ωστόσο, το πείραμα δεν κατάφερε να συγκεντρώσει μεγάλη υποστήριξη και ο Cecconi είπε ότι η μετακίνηση γιατρών από τη μια χώρα στην άλλη «θα πρέπει να είναι μια επιλογή, αλλά όχι η πρώτη επιλογή», καθώς τα γλωσσικά εμπόδια μπορεί να τους κάνουν λιγότερο αποτελεσματικούς.
Μερικοί ασθενείς μετακινήθηκαν επίσης για να λάβουν θεραπεία. Η Γαλλία μετέφερε κάποιους σε λιγότερο πληγείσες περιοχές της χώρας και έστειλε άλλες στη Γερμανία, η οποία μετέφερε επίσης ασθενείς με COVID-19 από την Ιταλία.