Ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας Καμέλ Νταούντ τιμήθηκε με το γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο Goncourt για το μυθιστόρημά του «Houris» (Ουρί) με θέμα τις σφαγές της «μαύρης δεκαετίας» της Αλγερίας (1992-2002), ανακοίνωσε η Ακαδημία Γκονκούρ.
Ο Καμέλ Νταούντ, 54 ετών, είναι ένας κριτικός χρονικογράφος της Αλγερίας. Το ελεύθερο πνεύμα και ο λόγος του τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την πόλη του, το Οράν, και να μετοικήσει παρά την θέλησή του στο Παρίσι.
Το μυθιστόρημα που βραβεύθηκε με το βραβείο Goncourt δεν κυκλοφόρησε στην Αλγερία, ούτε μεταφράστηκε στα αραβικά.
Οπως σημειώνει ο συγγραφέας στο βιβλίο, η αλγερινή νομοθεσία απαγορεύει κάθε αναφορά σε ένα βιβλίο με θέμα την «αιματοβαμμένη μαύρη δεκαετία», τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στην κυβέρνηση και τους ισλαμιστές από το 1992 μέχρι το 2002. Στην Αλγερία «μου επιτίθενται γιατί δεν είμαι ούτε κομμουνιστής, ούτε αντιαποικιοκράτης με πατέντα, ούτε αντιγάλλος», έλεγε ο Καμέλ Νταούντ τον Αύγουστο στο περιοδικό Point όπου χρονογραφεί.
Ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας, ο οποίος έχει πάρει την γαλλική υπηκοότητα, έλεγε, αναφερόμενος στον Γκιγιόμ Απολινέρ, ο οποίος ήταν πολωνικής καταγωγής και έγινε γάλλος πολίτης κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου: «Εχω το σύνδρομο του Απολινέρ, είμαι πιο Γάλλος από τους Γάλλους».
Κατά την άποψη μεγάλου μέρους της αλγερινής κοινής γνώμης και διανόησης, δεν μπορεί να πετάξει από πάνω του την ετικέτα του προδότη της χώρας του. Αντίθετα, είναι πολλοί οι Αλγερινοί που θαυμάζουν την γραφή του, τις γνώσεις του για την ιστορία της χώρας του και τον πείσμα του να θέτει ερωτήματα που ενοχλούν. Και πρώτος πρώτος ο εκδότης Sofiane Hadjadj, των εκδόσεων Barzakh που κυκλοφόρησε το 2013 το «Meursault, contre-enquête», (Μερσώ, ο άλλος ξένος). «Εφηύρε τον δικό του τρόπο γραφής», σχολίαζε τότε.
Γιος χωροφύλακα, ο Καμέλ Νταούντ γεννήθηκε στο Μοσταγκανέμ τον Ιούνιο 1970 και είναι ο μεγαλύτερος από έξι παιδιά. Ανατράφηκε από τους παππούδες του σε χωριό, του οποίου έγινε ιμάμης κατά τα εφηβικά του χρόνια. Κινήθηκε προς τους ισλαμιστές πριν απομακρυνθεί από την θρησκεία.
Σπούδασε Λογοτεχνία και στράφηκε στην δημοσιογραφία. Απασχολήθηκε αρχικά στο Détective, αλγερινό περιοδικό ποικίλης ύλης και στην συνέχεια στην μεγάλη γαλλόφωνη εφημερίδα Quotidien d'Oran.
Οπως εξηγούσε κατά την προώθηση του «Houris», θέσεις δημοσιογράφων απελευθερώθηκαν έπειτα από το κύμα των δολοφονιών. Το επάγγελμα ήταν επικίνδυνο και δύσκολο: έπρεπε να δίνεις απολογισμούς σφαγών που οι μεν και οι δε ήθελαν να αποκρύψουν, να υποτιμήσουν ή να υπερτιμήσουν. Η φήμη της ακεραιότητάς του εδραιώθηκε εκείνη την περίοδο. Με τα άρθρα και τα χρονογραφήματά του κατήγγειλε στυγνά όσα κατατρώγουν την αλγερινή κοινωνία: διαφθορά, θρησκευτική υποκρισία, αμέλεια της εξουσίας, βία, οπισθοδρόμηση, ανισότητες.
Πατέρας δύο παιδιών, σταμάτησε την δημοσιογραφία το 2016, όταν τον κέρδισε η λογοτεχνία.