Η απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από την τέως βασιλική οικογένεια πέφτει ξανά στο κυβερνητικό τραπέζι και εκτιμάται ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη θα κληθεί να λάβει μία ιστορική απόφαση. Σύμφωνα με αποκλειστικό δημοσίευμα της Κυριακάτικης Απογευματινής, έχουν κινηθεί ήδη οι θεσµικές διαδικασίες για την απόκτηση ελληνικής ιθαγένειας από τα µέλη της τέως βασιλικής οικογένειας. Ωστόσο η περίπτωση τους, δεν εμπίπτει στο πλαίσιο που ισχύει για αντίστοιχα αιτήματα απόκτησης ελληνικής ιθαγένειας, όπου θα πρέπει να πληρούνται συγκεκριµένα κριτήρια. Ως εκ τούτου, το ζήτηµα της τέως βασιλικής οικογένειας θα αναλυθεί στο ύψιστο επίπεδο, µε το µπαλάκι των όποιων ενεργειών και αποφάσεων να βρίσκεται στην πλευρά της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας της χώρας, λόγω της ιδαιτερότητάς του, νομικά και σημειολογικά.
Όπως επισημαίνεται στο δημοσίευμα, το πρώτο πεδίο που εισέρχεται στην εξίσωση έχει να κάνει µε τη συµφωνία που είχε συνάψει το 1992 ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης µε τον τέως βασιλιά, µε βάση την οποία η ακίνητη περιουσία της οικογένειάς του θα εκχωρούνταν σε ένα ίδρυµα, µε αντάλλαγµα την εξαγωγή της κινητής περιουσίας του εκτός Ελλάδας. Το 1994, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ, προωθήθηκε η ανάκληση αυτής της απόφασης. Συγκεκριµένα, κατόπιν προσωπικών εντολών του Ανδρέα Παπανδρέου αφαιρέθηκε από την οικογένεια του τέως βασιλιά το σύνολο της εν Ελλάδι περιουσίας, αλλά και η ελληνική ιθαγένεια µε τον νόµο 2215/1994. Στη συνέχεια ο Κωνσταντίνος εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα µέσα και βρέθηκε στο Ευρωπαϊκό ∆ικαστήριο ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου, όπου διεκδίκησε 161 εκατοµµύρια και συµπληρωµατικά την καταδίκη της χώρας, διότι υπέστη εξευτελιστική µεταχείριση διά της αφαιρέσεως της ελληνικής ιθαγένειας και της χρήσης του νέου επωνύµου του. Τελικώς, το φθινόπωρο του 2002 του επιδικάστηκαν 13,7 εκατοµµύρια, χωρίς όµως να δικαιωθεί για την απολεσθείσα ιθαγένεια. Ούτε επίσης για το θέµα του επωνύµου.
Νομικό πλαίσιο
Σε ένα περίεργο παιχνίδι της µοίρας, ο νόµος αυτός, που τότε οδήγησε στην απώλεια της ιθαγένειας της τέως βασιλικής οικογένειας και προσωρινά του συνόλου της περιουσίας που διεκδικούσε, ο οποίος βρίσκεται εν ισχύι ακόµη και σήµερα, θα µπορούσε να ανοίξει τον δρόµο για την αντίστροφη πορεία. Συγκεκριµένα, αναφορικά µε το θέµα της ιθαγένειας προβλέπει τα εξής: «Ελληνική ιθαγένεια στον Κωνσταντίνο Γλύξµπουργκ και στα µέλη της οικογένειάς του, µετά τη λήξη της ισχύος του ιδιαίτερου νοµικού καθεστώτος που διείπε την ιθαγένειά τους πριν τη µεταβολή της µορφής του πολιτεύµατος, αναγνωρίζεται και αποδεικνύεται µόνον εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
α) Εφόσον διατυπωθεί ενώπιον του ληξιάρχου Αθηνών ρητή και ανεπιφύλακτη δήλωση σεβασµού στο Σύνταγµα, αποδοχής και αναγνώρισης του πολιτεύµατος της Προεδρευοµένης Κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας και του αποτελέσµατος του δηµοψηφίσµατος της 8ης ∆εκεµβρίου 1974, µε το οποίο καθορίσθηκε κατά τρόπο µη υποκείµενο σε µεταβολή η µορφή του πολιτεύµατος.
β) Εφόσον δηλωθεί, ρητά και ανεπιφύλακτα, ενώπιον του ιδίου ληξιάρχου παραίτηση από τις κάθε είδους διεκδικήσεις, οι οποίες συνδέονται µε την κατά το παρελθόν άσκηση πολιτειακού αξιώµατος ή της κατοχής οποιουδήποτε τίτλου.
γ) Εφόσον συντελεσθεί εγγραφή στα µητρώα αρρένων ή τα δηµοτολόγια δήµου ή κοινότητας του κράτους µε όνοµα, επώνυµο και τα λοιπά αναγκαία κατά νόµον στοιχεία ταυτότητας. Η συνδροµή των παραπάνω προϋποθέσεων διαπιστώνεται µε απόφαση του υπουργού Εσωτερικών. ∆ιαβατήρια, ταξιδιωτικά και άλλα συναφή έγγραφα που έχουν χορηγηθεί στα πρόσωπα αυτά ακυρώνονται αυτοδικαίως, εφόσον δεν συντρέχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις».
Οπως γίνεται αντιληπτό, ιδιαιτέρως µετά το αδιαµφισβήτητο πέρασµα στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας της όποιας σύνδεσης της οικογένειας µε την εγχώρια πολιτική και πολιτειακή πραγµατικότητα (αλλά και την εν γένει δηµόσια συµπεριφορά της) και µε δεδοµένο ότι η πλήρωση των προϋποθέσεων συνιστά αρµοδιότητα του εκάστοτε υπουργού Εσωτερικών, τότε είναι σαφές ότι µπορεί να προκύψουν νέες συνθήκες µε φόντο και την επιθυµία των συγγενών πρώτου βαθµού του τέως βασιλιά. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι κάνοντας χρήση των παραπάνω θεσµικών προβλέψεων αναγνωρίστηκε ήδη από το 2004 το δικαίωµα στην ελληνική ιθαγένεια, κατόπιν αίτησής του, στον πρώτο εξάδελφο του Κωνσταντίνου, Μιχαήλ, και στις δύο θυγατέρες του, κατόπιν αποφάσεων του τότε υπουργού Εσωτερικών, Προκόπη Παυλόπουλου.
Σε ανάλογο αίτηµα είχε προχωρήσει και η εγγονή της αδελφής του βασιλιά Παύλου (πατέρα του Κωνσταντίνου). Όπως υπογραµµιζόταν τότε στο σκεπτικό της απόφασης για τον εξάδελφο του Κωνσταντίνου, κοµβικό ρόλο έπαιξε το γεγονός ότι προσδιοριζόταν ως Ελληνας µέχρι και τη στιγµή της αλλαγής του πολιτεύµατος, παράµετρος που «αγγίζει» άµεσα την περίπτωση της οικογένειας του τέως βασιλιά.