Την πρόταση που κατέθεσαν ο Πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν και η καγκελάριος της Γερμανίας Άγγελα Μέρκελ για τη σύσταση ευρωπαϊκού «ταμείου ανάκαμψης», ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ, με στόχο την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας του κορωνοϊού, χαιρετίζει ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι.
Σε ανάρτησή του στο προσωπικό του λογαριασμό στο Twitter, ο κ. Σασόλι χαρακτήρισε την πρόταση της Γαλλίας και της Γερμανίας ένα θετικό σημείο εκκίνησης και προτρέπει για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου που συστήνεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Σύμφωνα με την Sueddeutsche Zeitung, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντλήσει 500 δισεκατομμύρια ευρώ από τις αγορές, με την ακριβή διαμόρφωση του πλαισίου να καθορίζεται τις επόμενες ημέρες από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Τα χρήματα θα διατεθούν στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, ιδιαίτερα σε χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία του κορωνοϊού και μάλιστα ως επιχορηγήσεις και όχι ως δάνεια».
Το ταμείο «θα διαθέσει χρήματα για τους τομείς και τις περιοχές οι οποίες έχουν πληγεί βαρύτερα. Η συνοχή στην Ε.Ε. έχει τεθεί σε κίνδυνο λόγω των συνεπειών του κορωνοϊού», δήλωσε η κυρία Μέρκελ κατά την διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε με τηλεδιάσκεψη με τον Γάλλο Πρόεδρο και τόνισε ότι «στόχος είναι η Ευρώπη να βγει από αυτή την κρίση ενισχυμένη, ενωμένη και αλληλέγγυα». Ζήτησε λοιπόν μια «εξαιρετική, εφάπαξ προσπάθεια», για την οποία, όπως είπε, η Γερμανία και η Γαλλία είναι πρόθυμες.
«Αυτή είναι μια κρίση έκτασης άνευ προηγουμένου. Η πανδημία απαιτεί μια κοινή προσπάθεια, η οποία θα είναι ευρωπαϊκή», δήλωσε από την πλευρά του ο κ. Μακρόν και εξέφρασε την ελπίδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να υιοθετήσει την γερμανογαλλική πρόταση.
Όπως αναφέρει η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναλύοντας την γερμανογαλλική πρωτοβουλία, η Ευρωπαϊκή Ένωση θα αντλεί χρήματα από τις αγορές και θα τα δίνει – στο πλαίσιο του πολυετούς χρηματοδοτικού πλαισίου της Ε.Ε. – ως βοήθεια στα κράτη – μέλη που πλήττονται από την κρίση. «Το γερμανογαλλικό σχέδιο θα απαιτούσε την αύξηση του ανώτατου ορίου συνεισφοράς στον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό για δύο έως τρία χρόνια. Πρακτικά αυτό θα σήμαινε δέσμευση επιπλέον κεφαλαίων των κρατών – μελών για τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. Αυτά τα χρήματα όμως δεν θα κατατεθούν άμεσα, αλλά θα χρησιμοποιηθούν ως εγγύηση προκειμένου να αντληθούν πόροι από τις αγορές και να αυξηθεί με αυτόν τον τρόπο δραστικά ο προϋπολογισμός της Ε.Ε. για περιορισμένο χρονικό διάστημα», συνεχίζει η εφημερίδα και αναφέρει ότι η Γερμανία για πολύ καιρό ήταν επιφυλακτική στο να δοθούν ως επιχορήγηση τέτοια χρήματα, τα οποία θα προέρχονταν από δανεισμό, διότι με αυτόν τον τρόπο τα ευρωπαϊκά χρέη δεν θα έπρεπε να αποπληρωθούν από το κράτος που εισπράττει, αλλά από κοινού και μάλλον μέσω του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού ή ιδίων εσόδων της Ε.Ε. «Ως προς αυτό το θέμα η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προφανώς μετακινήθηκε», σημειώνει η FAZ.
- Επιδότηση δανείων: Δύσκολη εξίσωση τα κριτήρια και οι Θεσμοί
- Δημήτρης Παπαδημούλης: Δεινός συλλέκτης ακινήτων
- Σταϊκούρας: Καμία σκέψη για μείωση μισθών και συντάξεων
- Τροπολογία Θεοδωρικάκου για τα τραπεζοκαθίσματα: Όλες οι ρυθμίσεις
- Μητσοτάκης προς συνεργάτες του: Δεν θα κάνω ανασχηματισμό
Η Γαλλία από τη δική της πλευρά έκανε την υποχώρηση να δεχτεί αυτοί οι πόροι να μοιραστούν μέσω του προϋπολογισμού, συνεχίζει η ανάλυση. Ισχύουν πλέον, βάσει αυτού του σχεδίου, οι κανόνες του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού και θα χρηματοδοτούνται μόνο προγράμματα και όχι ο κρατικός προϋπολογισμός μεμονωμένων κρατών – μελών. «Μια περαιτέρω διαφορά σε σχέση με τα κορωνο-ομόλογα είναι ότι η κοινή ανάληψη κινδύνου για αυτά τα χρέη είναι περιορισμένη στον όγκο των εγγυήσεων στον προϋπολογισμό», εξηγεί η εφημερίδα.
Ένα τέτοιο πρόγραμμα, αναφέρεται, θα πρέπει να εγκριθεί με ομοφωνία. Η διεύρυνση του πλαισίου του προϋπολογισμού της Ε.Ε. πρέπει επιπλέον να κυρωθεί από όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. και στην Γερμανία από την Bundestag. Σύμφωνα με την FAZ, υπάρχει ερωτηματικό σε ό,τι αφορά το εάν όλα τα κράτη – μέλη θα δεχθούν τελικά αυτή την πρόταση. Από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας έλεγαν ότι «πρέπει να γίνει ακόμη αρκετή δουλειά προκειμένου να πειστούν» όλοι, καταλήγει η εφημερίδα.