Πριν εκπνεύσει η 27η Απριλίου και οι δείκτες του ρολογιού δείξουν μεσάνυχτα, η Αθήνα θέλει να έχει αποστείλει στην Κομισιόν το τελικό κείμενο του Ελληνικού Σχεδίου Ανάκαμψης των 32 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα αναμένεται να είναι η δεύτερη χώρα, μετά την Πρτογαλία, που το καταθέτει στην Eυρωπαϊκή Επιτροπή, με το χρόνο να μετρά πλέον αντίστροφα και για τις υπόλοιπες 25 χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Ωστόσο η διαδρομή για την απόφαση εκταμίευσης της προκαταβολής των 4,1 δισ. ευρώ δεν τελειώνει εδώ. Οι διαβουλεύσεις με τις Βρυξέλλες θα συνεχιστούν το επόμενο δίμηνο προκειμένου το Σχέδιο να λάβει την τελική έγκριση από την Κομισιόν, χωρίς να αποκλείεται να χρειαστούν να γίνουν ορισμένες αλλαγές. Ήδη όμως κάποια έργα που περιλαμβάνονται στο «Ελλάδα 2.0» και θα χρηματοδοτηθούν μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν ξεκινήσει ή θα ξεκινήσουν το επόμενο χρονικό διάστημα.
Πρώτα στη λίστα:
· «ψηφιακή μέριμνα» με δωρεάν tablets & laptops στους μαθητές
· «εξοικονομώ» για επιχειρήσεις και νοικοκυριά
· Προγράμματα κατάρτισης του υπουργείου Εργασίας και του ΟΑΕΔ
· Δανειοδότηση επιχειρήσεων για επενδύσεις στο πλαίσιο της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης.
Αμέσως μετά την Κομισιόν τη «σκυτάλη» θα πάρει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, το οποίο θα χρειαστεί ακόμα ένα μήνα προκειμένου να ανοίξει ο δρόμος για την απόφαση εκταμίευσης των πρώτων 4,1 δις. ευρώ. Βασικός στόχος της Αθήνας είναι να διασφαλίσει ότι στα τέλη Ιουλίου θα λάβει το ποσό που της αναλογεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που έχει θέσει η Κομισιόν, και εφόσον προχωρήσει η διαδικασία επικύρωσης της απόφασης ιδίων πόρων από τα υπόλοιπα 8 κράτη-μέλη που εκκρεμούν πιθανότατα έως το τέλος Μαΐου, η έξοδος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις αγορές τοποθετείται εντός του Ιουλίου, χωρίς να αποκλείεται το ενδεχόμενο να πραγματοποιηθεί ακόμα και τον Ιούνιο.
Υπενθυμίζεται ότι το Ελληνικό Σχέδιο Ανάκαμψης επιδιώκει μέσω των 32 δισ. ευρώ (επιδοτήσεις και δάνεια) να κινητοποιήσει κεφάλαια συνολικού ύψους 57,4 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας παράλληλα στην δημιουργία 180.000 νέων θέσεων εργασίας έως το 2026.
Ειδικά στο σκέλος των δανείων που θα λάβει η χώρα μας μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (ανέρχονται σε 12,7 δισ ευρώ τα οποία εκτιμάται ότι θα κινητοποιήσουν κεφάλαια έως 31 δισ. ευρώ), η κυβέρνηση επιδιώκει να κλείνει συμφωνίες για επενδύσεις ύψους 100-200 εκατ. ευρώ με τις τράπεζες και λίγο υψηλότερα ποσά με τους ευρωπαϊκούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς όπως η ΕΤΕπ ή η EBRD οι οποίοι έχουν να αξιολογήσουν μεγαλύτερες επενδύσεις. Όταν θα απορροφάται το ένα πακέτο, τότε θα δίνεται το επόμενο.
Το τελικό κείμενο, το οποίο ξεπερνά τις 2.000 σελίδες, αναμένεται να δημοσιοποιηθεί όταν θα έχει εγκριθεί από την Κομισιόν και σταλεί προς έγκριση στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Κατόπιν το «Ελλάδα 2.0» θα κατατεθεί στη Βουλή.
Στους βασικούς στόχους της κυβέρνησης είναι από φέτος να πετύχει υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης πάνω από 3% με επιστροφή σε ρεαλιστικά πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023. Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τις προβλέψεις που θα περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2021-2024, που θα κατατεθεί στην Κομισιόν στα τέλη της Μεγάλης Εβδομάδας, το 2021 η παράταση της υγειονομικής κρίσης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τις αρχικές προβλέψεις, «ψαλίδισε» την εκτίμηση για ανάπτυξη στο 3,6% από 4,8% που προβλέπονταν στον προϋπολογισμό. Ωστόσο το 2022 το ΑΕΠ αυξάνεται κατά 6,2%, καλύπτοντας το «χαμένο έδαφος» που προκάλεσε η πανδημία το 2020.
Στο σκέλος των «κόκκινων» δανείων, μπορεί οι αρχικές εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος να κάνουν λόγο για αύξηση αυτών κατά 8-10 δισ. ευρώ φέτος, ωστόσο το οικονομικό επιτελείο εκτιμά ότι το τελικό «νούμερο» θα είναι μικρότερο. Μάλιστα στους σχεδιασμούς περιλαμβάνονται το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων να υποχωρήσει σε μονοψήφιο ποσοστό έως το τέλος του 2022.
Καθοριστικός αναμένεται να είναι ο ρόλος του προγράμματος Ηρακλής 2, που έχει ως στόχο την περαιτέρω μείωση κατά 32 δισ. ευρώ των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, στα τέλη Δεκεμβρίου 2020 το ποσοστό των κόκκινων δανείων είχε υποχωρήσει στο 30,2% του συνόλου, από 36,3% το Σεπτέμβριο του 2020 και 40,6% στο τέλος του 2019.
Πηγή: naftemporiki.gr