«Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός με κατάλληλες πολιτικές πρωτοβουλίες μπορεί να απαντήσει στις αγωνίες και τις ανάγκες των πολιτών που δηλώνουν αναποφάσιστοι, αυξάνοντας τη συσπείρωση της βάσης μας και οδηγώντας δημοσκοπικά τη Νέα Δημοκρατία πάλι πάνω από το 30% στο επόμενο τρίμηνο. Και πιστεύω ότι θα το κάνει», σημειώνει στη συνέντευξη που παραχώρησε στο «Μανιφέστο» ο Στέλιος Πέτσας. Παράλληλα, ο βουλευτής Α´ Ανατολικής Αττικής με τη Νέα Δημοκρατία σημειώνει ότι «στη μεγάλη εικόνα της πολιτικής διαχρονικά, οι απαντήσεις στις ανάγκες και στα πραγματικά προβλήματα των πολιτών είναι το κλειδί που εμπεδώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών».
Πώς ερμηνεύετε τα καθηλωμένα ποσοστά της Νέας Δημοκρατίας στις δημοσκοπήσεις σε συνδυασμό με την έλλειψη ισχυρής αντιπολίτευσης;
Η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη καταγράφει διαρκές και μεγάλο δημοσκοπικό προβάδισμα από την άνοιξη του 2016, ενώ έχει κερδίσει άνετη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία σε δύο εθνικές εκλογές και έχει σαρώσει στις αυτοδιοικητικές εκλογές τόσο το 2019, όσο και το 2023. Κατά συνέπεια απολαύει της ισχυρής εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού. Σε ό,τι αφορά τα δημοσκοπικά δεδομένα σε αυτό το χρονικό σημείο, αυτό που παρατηρείται δεν είναι μαζικές μετακινήσεις σε άλλες πολιτικές δυνάμεις, αλλά μια σχετικά χαμηλή συσπείρωση της Νέας Δημοκρατίας η οποία οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, κυρίως σε τρεις παράγοντες: α) στην έλλειψη αντιπολίτευσης που να μπορεί να αμφισβητήσει την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, β) στον προβληματισμό κοινωνικών ομάδων που στηρίζουν παραδοσιακά τη Νέα Δημοκρατία για κάποιες κεντρικές επιλογές της κυβέρνησης, όπως η φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών και ο πολιτικός γάμος των ομόφυλων ζευγαριών, και γ) στη συνεχιζόμενη πίεση στα νοικοκυριά από την ακρίβεια. Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός με κατάλληλες πολιτικές πρωτοβουλίες μπορεί να απαντήσει στις αγωνίες και τις ανάγκες αυτών των πολιτών που δηλώνουν αναποφάσιστοι, αυξάνοντας τη συσπείρωση της βάσης μας και οδηγώντας δημοσκοπικά τη Νέα Δημοκρατία πάλι πάνω από το 30% στο επόμενο τρίμηνο. Και πιστεύω ότι θα το κάνει.
Εκτιμάτε ότι η διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά θα κοστίσει στη Νέα Δημοκρατία και με ποιον τρόπο;
Η εσωστρέφεια πάντα δημιουργεί ζητήματα, βραχυπρόθεσμα. Ομως, στη μεγάλη εικόνα της πολιτικής διαχρονικά, οι απαντήσεις στις ανάγκες και στα πραγματικά προβλήματα των πολιτών είναι το κλειδί που εμπεδώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ κυβέρνησης και πολιτών. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν θεωρώ ότι θα κοστίσει μεσοπρόθεσμα η δυσάρεστη και στενάχωρη για όλους μας αυτή εξέλιξη.
Πώς θα χαρακτηρίζατε τον Προϋπολογισμό που κατατέθηκε; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που επισημαίνουν ότι δεν περιλαμβάνει ιδιαίτερες παροχές ή την αναμενόμενη στήριξη προς τους ευάλωτους παρά τη θετική πορεία της οικονομίας.
Είναι ένας Προϋπολογισμός δημοσιονομικής σύνεσης και κοινωνικής αλληλεγγύης. Επιτυγχάνει υψηλή ανάπτυξη και σύγκλιση εισοδημάτων με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης, βασίζεται σε υγιή δημόσια οικονομικά με πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ και δημόσιο χρέος κάτω από το 150% του ΑΕΠ έπειτα από μια 15ετία, ρίχνει την ανεργία σε μονοψήφια ποσοστά και επιταχύνει τις επενδύσεις. Ταυτόχρονα μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες και προσφέρει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα του δημογραφικού και της στέγης. Επιπλέον, συγκρινόμενες με το 2019, το 2025 οι δαπάνες για την Υγεία θα έχουν αυξηθεί κατά 74% και για την Αμυνα κατά 73%. Ολα αυτά εφαρμόζουμε στην πράξη – και όχι στα λόγια. Και ο Προϋπολογισμός του 2025 –ως πυξίδα βιώσιμης ανάπτυξης, με ενσυναίσθηση για το σύνολο της κοινωνίας–, αποδεικνύει ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη πρεσβεύει την κοινωνική αλληλεγγύη και τον έμπρακτο πατριωτισμό.
Θεωρείτε πως η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ θα επηρεάσει την πορεία των συνομιλιών σε ό,τι αφορά τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και, εάν ναι, προς ποια κατεύθυνση;
Η νέα αμερικανική διοίκηση δεν θεωρώ ότι θα επιφέρει κάποια θεμελιώδη αλλαγή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντίθετα, στο ευρύτερο πεδίο των διεθνών σχέσεων και της παγκόσμιας τάξης, εκτιμώ ότι το πολύ πιθανό ενδεχόμενο ενός «νεο-απομονωτισμού» των ΗΠΑ θα οξύνει τις γεωπολιτικές προκλήσεις για την Ευρωπαϊκή Ενωση και την Ατλαντική Συμμαχία και θα εντείνει την πολιτική πίεση στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αποβάλουν τη βολική για δεκαετίες πολιτική αφέλεια ότι η Αμυνα και η ασφάλειά μας επαφίενται στα χέρια άλλων. Είναι ώρα η Ευρωπαϊκή Ενωση να εργαστεί αποφασιστικά για στρατηγική αυτονομία, ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και ενδυνάμωση του γεωπολιτικού ρόλου της. Το όραμα πρέπει να γίνεται πράξη.