Απαντήσεις σε κάθε είδους κριτική που έχει διατυπωθεί από το Σάββατο για την «κάρτα αγορών» (ότι είναι μικρό το ύψος, ότι είναι προεκλογικό το μέτρο, ότι δεν είναι δημοσιονομικά ουδέτερο κ.α.) έδωσε ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, σε συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό “Real FM”. Συγχρόνως δε, έκανε και τον απολογισμό της οικονομικής – κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης, ειδικότερα των μέτρων που έλαβε υπέρ των πολιτών. Και, όπως σημείωσε, «υπήρξε στιβαρή και αποτελεσματική διακυβέρνηση, ένα σταθερό χέρι στο τιμόνι από τον πρωθυπουργό -και αυτό θεωρούμε ότι θα καταγραφεί και στις κάλπες και θα ανταμειφθεί με μια νέα εντολή για την επόμενη θητεία».

 

Ξεκινώντας από την τελευταία εξαγγελία του πρωθυπουργού, την «κάρτα αγορών», που δεν είναι ούτε food pass, ούτε market pass, όπως διευκρίνισε ο υπουργός Επικρατείας, έκανε εισαγωγικά λόγο για κριτική εκ μέρους «μιας μειοψηφίας της κοινωνίας και όχι της μεγάλης πλειοψηφίας που αισθάνεται αυτήν τη στιγμή σημαντική πίεση λόγω του εξωγενούς πληθωρισμού, ο οποίος αγγίζει τον τελευταίο χρόνο το 10% και τρώει ένα σημαντικό μέρος του εισοδήματός μας». Με την διευκρίνιση ότι η ενίσχυση δεν αφορά μόνο τρόφιμα, επανέλαβε ότι θα δοθεί από τον Φεβρουάριο σε 8,4 εκατ. δικαιούχους.

 

«Ποια είναι η πολιτική συμφωνία που έχουμε κάνει με τους πολίτες;», διερωτήθηκε εξ άλλου και απάντησε ως εξής: «Ότι θα φέρουμε υψηλότερη ανάπτυξη περισσότερες επενδύσεις, καλύτερα εισοδήματα, νέες θέσεις εργασίας. Τα κάναμε όλα αυτά; Τα κάναμε. Μετά από 3,5 χρόνια έχουμε διπλάσιο ρυθμό ανάπτυξης από την υπόλοιπη Ευρώπη, έχουμε προσθέσει 290.000 θέσεις εργασίας, έχουμε αυξήσει δύο φορές τον κατώτατο μισθό, δίνουμε αυξήσεις μετά από 12 χρόνια στις συντάξεις. Ταυτόχρονα έχουμε δώσει σειρά μέτρων στήριξης στα εισοδήματα ακριβώς λόγω της υπεραπόδοσης της οικονομίας. Ταυτόχρονα όμως καταλαβαίνουμε, βλέπουμε και γνωρίζουμε ότι αυτή η ανάπτυξη της οικονομίας λόγω του εξωγενούς πληθωρισμού δεν φθάνει στην τσέπη, δεν την νιώθουν οι πολίτες».

 

Για τούτο και, συνέχισε, «είναι υποχρέωσή μας να σταθούμε δίπλα τους. Βλέποντας ότι υπάρχουν συγκυριακά υπερκέρδη στην αγορά ενέργειας συνολικά, έχουμε φορολογήσει και τις επιχειρήσεις ενέργειας με μια έκτακτη φορολογία, που αυτή έχει φέρει πάνω από 1,5 δισ. ευρώ στους λογαριασμούς ενέργειας έως τώρα και θα συνεχίσουμε». Καθώς δε, πρόσθεσε, ταυτόχρονα διαπιστώθηκαν και στα διυλιστήρια αντίστοιχα υπερκέρδη, λόγω της μεγάλης γεωπολιτικής και ενεργειακής αναστάτωσης στις αγορές, όπως εξήγησε, «οι επιχειρήσεις που σημειώνουν τέτοια υπερκέρδη, έχουν υποχρέωση να επιστρέφουν στη κοινωνία και ειδικά στους πιο ευάλωτους αυτή τη σημαντική υπερκερδοφορία».

 

Απαντώντας και σε μια άλλη κριτική, επεσήμανε ότι το μέτρο «είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, ούτε δανειζόμαστε από το εξωτερικό για να δώσουμε την ενίσχυση, ούτε φορολογούμε τους πολίτες για να μεταφέρουμε ύλη από τη μια πλευρά στην άλλη -όπως έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ, που έκανε αναδιανομή της φτώχειας φορολογώντας κάποιους και μεταφέροντας τα έσοδα σε κάποιους άλλους, με πολύ ισχνούς, αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Εμείς δεν κάνουμε αυτό, εμείς έχουμε μειώσει τη φορολογία, έχουμε φέρει σημαντική ανάπτυξη, έχουμε μεγεθύνει το ΑΕΠ και ταυτόχρονα είμαστε δίπλα σε αυτούς που πραγματικά το έχουν ανάγκη. Έχουμε μείνει απολύτως συνεπείς στις δεσμεύσεις μας», υποστήριξε ο ‘Α. Σκέρτσος υπογραμμίζοντας σε επόμενο σημείο της συνέντευξης ότι αυτή η κυβέρνηση μείωσε 50 φόρους, έφερε επενδύσεις. «Αντιμετωπίζουμε όμως πρωτοφανή, εξωγενή πληθωρισμό. Ζούμε τη μεγαλύτερη ενεργειακή και πληθωριστική κρίση στην παγκόσμια οικονομική ιστορία των τελευταίων 50-60 χρόνων τουλάχιστον -και αυτό δεν γίνεται με ευθύνη της κυβέρνησης αλλά λόγω του πολέμου του κ. Πούτιν».

 

Η κυβερνητική απάντηση στο πρόβλημα κινείται σε δύο επίπεδα, εξήγησε στη συνέχεια: «Εμείς κάνουμε παρεμβάσεις και στο ευρωπαϊκό επίπεδο – σήμερα το Συμβούλιο Υπουργών Ενέργειας θα αποφασίσει και θα υιοθετήσει την εθνική πρόταση για να μπει ένα πλαφόν στις αγορές του φυσικού αερίου ώστε να σταματήσει να επηρεάζει με αυτό το δραματικό τρόπο τις υπόλοιπες μορφές ενέργειας και τους λογαριασμούς. Και, ταυτόχρονα και σε εθνικό επίπεδο, κάνουμε παρεμβάσεις ώστε να στηρίξουμε τα εισοδήματα. Δεν ακολουθούμε σε καμία περίπτωση μια πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ακολουθούμε αναπτυξιακή πολιτική και ταυτόχρονα κοινωνικά ευαίσθητη, που στέκεται δίπλα σε αυτούς που έχουν ανάγκη».

 

Κληθείς να σχολιάσει το πρόβλημα της παραοικονομίας, αναγνώρισε πως «πράγματι στην Ελλάδα υπάρχει εκτεταμένη φοροδιαφυγή, έχουμε κάνει όμως βήματα και σε αυτό», σημείωσε και επικαλέστηκε την τελευταία έκθεση της Κομισιόν, την περασμένη εβδομάδα, σύμφωνα με την οποία το κενό στο ΦΠΑ έχει μειωθεί σχεδόν δέκα μονάδες τα τελευταία δύο χρόνια. «Δεν έχει συμβεί τυχαία, συγκυριακά, αλλά επειδή έχουμε εφαρμόσει πολιτική κινήτρων χρήσης και επέκτασης των ψηφιακών συναλλαγών. Αυτή τη στιγμή ωφελείται ο καταναλωτής που επιλέγει να πληρώσει με πλαστικό χρήμα διότι έτσι αποκαλύπτονται κάποιες πηγές φοροδιαφυγής. Έχουν γίνει βήματα και εκεί, προφανώς απέχουμε από το επίπεδο που βρίσκονται άλλες ευρωπαϊκές χώρες, δεν μπορούμε να λύσουμε όλα τα προβλήματα με τη μία», τόνισε για το θέμα.

 

Κατά τον ‘Α. Σκέρτσο, «η κάρτα αγορών δεν είναι προεκλογικό μέτρο, είναι μέτρο που επιβάλλει η συγκυρία. Είμαστε δίπλα σε κάθε πολίτη ανάλογα με τις δυνατότητες που έχει η οικονομία, κάθε μήνας που περνάει, έρχονται και νεότερες θετικές ειδήσεις ως προς τις αντοχές της οικονομίας».

 

Στο σημείο αυτό δε, παρέθεσε σειρά θετικών μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση, όπως η εκταμίευση, αυτήν την εβδομάδα, ενισχύσεις ύψους 250 ευρώ στους χαμηλοσυνταξιούχους και τους ευάλωτους. Επίσης, «από 1/1/2023 θα καταργήσουμε και άλλους φόρους, καταργείται μόνιμα η εισφορά αλληλεγγύης που συνεπάγεται μια σημαντική ελάφρυνση σε μισθωτούς και συνταξιούχους που είχαν αυτή τη φορολογική επιβάρυνση. Για πρώτη φορά θα δώσουμε αυξήσεις στο συντριπτικά μεγάλο κομμάτι των συνταξιούχων. Χάρη στις αυξήσεις του κατώτατου μισθού θα έχουν έναν πρόσθετο μισθό ετησίως, ένα 15ο μισθό, στον ιδιωτικό τομέα και επίσης χάρη στις αυξήσεις στις συντάξεις θα υπάρξει για τη μεγαλύτερη μερίδα των συνταξιούχων μια 13η σύνταξη ετησίως».

 

Συμπερασματικώς, «προσωπικά θεωρώ ότι η κυβέρνηση έχει καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών ως μια κυβέρνηση που φέρνει αποτέλεσμα, ως μια κυβέρνηση η οποία κινείται με γνώμονα τον πολιτικό ρεαλισμό και την εμπέδωση ενός κλίματος και ενός περιβάλλοντος δυναμικής ανάκαμψης και ταυτόχρονα αλληλεγγύης στην κοινωνίας. Πρέπει να μεγεθύνουμε το ΑΕΠ της χώρας και ταυτόχρονα να πάμε, όλοι μαζί, μπροστά, κανείς δεν πρέπει να μείνει πίσω», δήλωσε με έμφαση και πρόσθεσε:

 

«Η κυβέρνηση έχει δείξει ότι παράγει αποτελέσματα και στην ψηφιοποίηση του κράτους και στη βελτίωση της δημόσιας εκπαίδευσης. Στηρίξαμε το σύστημα υγείας κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ένα σύστημα υγείας που ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά (υποχρηματοδοτούμενο, με χρόνιες ελλείψεις) και καταφέραμε να σταθεί στα επίπεδα του ευρωπαϊκού μέσου όρου και ως προς τη διαχείριση των κρουσμάτων και ως προς τη διαχείριση της υπερβάλλουσας θνησιμότητας. Αυτά έγιναν γιατί υπήρξε στιβαρή και αποτελεσματική διακυβέρνηση, ένα σταθερό χέρι στο τιμόνι από τον πρωθυπουργό -και αυτό θεωρούμε ότι θα καταγραφεί και στις κάλπες και θα ανταμειφθεί με μια νέα εντολή για την επόμενη θητεία».

Σε ερώτημα για το χρόνο των εκλογών, ο υπουργός Επικρατείας υπενθύμισε ότι «από τον πρώτο χρόνο προεξοφλούνται εκλογές συνεχώς. Ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει απολύτως θεσμικός, τηρεί το λόγο του, ψηφίσαμε τον τέταρτο Προϋπολογισμό και πηγαίνουμε πλέον σε εκλογική χρονιά. Ο εκλογικός χρόνος μετράει από τη στιγμή που μπαίνει, από εκεί και πέρα έχουμε κι άλλη δουλειά να κάνουμε, συγκεκριμένους μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς στόχους μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2023, στο τεφτέρι μου έχω πολλά πράγματα που πρέπει να παρακολουθήσω». Εν κατακλείδι, «οι αποφάσεις ανήκουν στον πρωθυπουργό αλλά μιλάμε πλέον για μια εκλογική χρονιά».

 

Για την υπόθεση των υποκλοπών, τέλος, ο υπουργός Επικρατείας συνέστησε «να περιμένουμε τη δικαιοσύνη, είναι δουλειά της να ρίξει άπλετο φως, να επιταχύνει όλες τις διαδικασίες και να κλείσει αυτή η υπόθεση». Μια υπόθεση, συμπλήρωσε, που «είναι πάρα πολύ σοβαρή, απασχολεί όλους μας, έχει πληγώσει αρκετό κόσμο στα δημοκρατικά του αισθήματα αλλά ταυτόχρονα η κυβέρνηση ενήργησε άμεσα, με αποφασιστικότητα, με αυτογνωσία εντόπισε το πρόβλημα, διόρθωσε όλα τα κενά που υπήρχαν στο νομικό πλαίσιο από τη δεκαετία του ‘90 του προηγούμενου αιώνα πριν υπάρξουν όλες αυτές οι σαρωτικές τεχνολογικές αλλαγές».

 

Σε κάθε περίπτωση, κατέληξε, «δεν ωφελεί κανέναν και σίγουρα δεν ωφελεί ούτε τις υπηρεσίες πληροφοριών ούτε τις Ένοπλες Δυνάμεις να γίνεται αυτή η συζήτηση και να καταντά σουρωτήρι μια υπόθεση που πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη μέγιστη δυνατή εχεμύθεια και υπευθυνότητα. Δεν βλέπω δυστυχώς στη διαχείριση που κάνει η αντιπολίτευση την εθνική ευθύνη που χρειάζεται όταν μιλάμε για τέτοια ζητήματα», υπογράμμισε κλείνοντας.