Καμία υπόνοια εκφοβισμού ή αντεκδίκησης εις βάρος των δύο πρώην προστατευόμενων μαρτύρων στην υπόθεση Novartis δεν εντόπισαν οι δύο εισαγγελείς που εξέτασαν τα αιτήματα των Αντώνη Σαμαρά, Γιάννη Στουρνάρα και Ανδρέα Λοβέρδου, οι οποίοι ζητούσαν την άρση του καθεστώτος προστασίας τους.
Μάλιστα, στο σκεπτικό των εισαγγελικών διατάξεων γίνεται λόγος, σύμφωνα με την «Καθημερινή», για «κλονισμό της καλοπιστίας τους», αλλά και «μη ουσιώδη συμβολή» στην έρευνα για τις πρακτικές της φαρμακοβιομηχανίας στη χώρα μας.
«Δεν προκύπτει μετά την πάροδο ικανού χρονικού διαστήματος έρευνας καμία υπόνοια εκφοβισμού ή αντεκδίκησης ενώ, μάλιστα, έγινε ατυχώς η αποκάλυψη ονόματος της μάρτυρα (σ.σ.: Αικατερίνη Κελέση). Εχουμε τη γνώμη ότι δεν υφίσταται λόγος διατήρησης των μέτρων προστασίας που είχαν διαταχθεί», είναι το διά ταύτα της επίκουρης εισαγγελέως Οικονομικού Εγκλήματος, Ελένης Παπαδοπούλου, αναφέρει η «Καθημερινή», σχετικά με την άρση προστασίας της Μ.Μ. Η εισαγγελέας ως ώφειλε εκ του νόμου ζήτησε τη γνωμοδότηση του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν είναι δεσμευτική.
Η γνωμοδότηση για τη μάρτυρα με την κωδική ονομασία «Αικατερίνη Κελέση»έφτασε στα χέρια της τον Αύγουστο του 2024 κι εκεί αναφερόταν πως «η μάρτυρας κλήθηκε να εξεταστεί από τα Τριμελή Εφετεία Κακουργημάτων Δυτικής Στερεάς Ελλάδας και Θεσσαλονίκης τους μήνες Σεπτέμβριο και Ιανουάριο και ότι προτείνεται η διατήρηση των υφιστάμενων μέτρων προστασίας». Είχε προηγηθεί το 2021 αντίστοιχο έγγραφο του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων, το οποίο ενημέρωνε πως τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη μάρτυρα δεν έχουν επιτύχει τον σκοπό τους, καθώς δεν κατάφεραν να αποκρύψουν πλήρως τα στοιχεία ταυτότητας της Αικατερίνης Κελέση και πιθανολογήθηκαν από τα ΜΜΕ τα πραγματικά στοιχεία της ταυτότητάς της, με αποτέλεσμα η εταιρεία Novartis να διακόψει την εργασιακή σχέση μαζί της.
«Ωστόσο, και παρά την αποκάλυψη του πραγματικού ονόματος της μάρτυρα (σημειώνεται ότι ακόμη και σήμερα με μια απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο το όνομά της προκύπτει με ιδιαίτερη ευκολία), δεν έχει αναφερθεί οποιοδήποτε περιστατικό εκφοβισμού ή εκδίκησης, σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, ενώ το νεότερο έγγραφο από 1 Μαρτίου 2023 αναφέρει ότι δεν έχει υπάρξει καμία αλλαγή στην κατάστασή της» , σημειώνει η εισαγγελέας. Μάλιστα, αν και ζητήθηκε πλήρης αιτιολόγηση του σκεπτικού του Τμήματος Προστασίας Μαρτύρων και καταγραφή των πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν την ύπαρξη της δυνατότητας των εμπλεκόμενων προσώπων και του περιβάλλοντός τους να προκαλέσουν πράξεις εκφοβισμού ή αντεκδίκησης, η απάντηση περιορίστηκε απλώς στην πρόταση διατήρησης του καθεστώτος προστασίας χωρίς όμως θεμελίωση της πρότασης αυτής. Ειδική μνεία γίνεται για την απόλυση της «Κελέση» από την εταιρεία Νovartis μετά τη δημοσιοποίηση του ονόματός της, αλλά και την πιθανότητα να στραφούν δικαστικά εναντίον τους οι θιγόμενοι.
Η εισαγγελέας υπογραμμίζει ότι η μάρτυρας μπορεί να στραφεί στη Δικαιοσύνη εφόσον η διακοπή συνεργασίας έλαβε χώρα με μη νόμιμο τρόπο, ενώ δίνει απάντηση και στην περίπτωση που οι θιγόμενοι στραφούν νομικά κατά των μαρτύρων, επισημαίνοντας πως η υποβολή μηνύσεων ή η αγωγή υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο, και κατά συνέπεια απολαμβάνουν τα εχέγγυα της δικαστικής προστασίας.
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να στερηθεί ο όποιος κατηγορούμενος προκύψει ή έχει ήδη καταστεί κατηγορούμενος του δικαιώματός του να εξετάσει διά ζώσης τον μάρτυρα κατηγορίας σύμφωνα με τις αρχές της αμεσότητας, της δημοσιότητας και κατ' επέκταση της τήρησης της ισότητας των όπλων, καθώς με την προστασία αυτή το δικαίωμα αυτό περιορίζεται σημαντικά» , καταλήγει η εισαγγελέας.
Την ίδια άποψη ως προς την άρση της προστασίας είχε και η εισαγγελέας Εφετών, Παναγιώτα Φάκου, εξηγώντας στη δική της διάταξη ότι οι δικογραφίες εις βάρος των εννέα πολιτικών προσώπων μπήκαν στο αρχείο, ενώ σε μία περίπτωση, αυτή του Ανδρέα Λοβέρδου, ασκήθηκε δίωξη και εκδόθηκε τελικά απαλλακτικό βούλευμα. Κατά την εισαγγελέα, συνέπεια αυτής της εξέλιξης ήταν η μαρτυρία των προστατευόμενων μαρτύρων για τα πολιτικά πρόσωπα να μην κρίνεται αξιόπιστη, η δε συμβολή τους στην έρευνα μη ουσιώδης, κλονίζοντας την καλοπιστία τους.
Αναλύοντας το σκεπτικό της, η εισαγγελέας προσθέτει πως πολλά από τα στοιχεία που εισέφεραν στις καταθέσεις τους ήταν ήδη γνωστά στην Εισαγγελία Διαφθοράς, αφού η βασική δικογραφία σχηματίστηκε πολύ καιρό νωρίτερα, σχεδόν ένα χρόνο πριν από την πρώτη κατάθεση της «Αικατερίνης Κελέση» στην τότε εισαγγελέα Διαφθοράς.