“Η πολιτική αντίδραση των κομμάτων στις υποθέσεις παρακολουθήσεων, δεν αντιστοιχείται στο επίπεδο του γεγονότος καθαυτού. Πάσχει από αγχώδη και πληθωριστική πολιτικοποίηση. Ειδικά αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, που από την πρώτη στιγμή ζητά παραίτηση του πρωθυπουργού και μιλά για κατάλυση της Δημοκρατίας, θέλοντας να χορογραφήσει σκηνικά παλαιότερων, όντως αντιδημοκρατικών, εποχών. Το δε ΠΑΣΟΚ, που δικαίως θεωρεί ότι θίγεται λόγω της προσωπικής διάστασης της υπόθεσης που αφορά την ηγεσία του, διατρέχει ένα μεγάλο κίνδυνο: Να συμπαρασυρθεί, εξαιτίας του προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνει η σύγκρουση μεταξύ του αρχηγού του και του πρωθυπουργού, σε δεσμευτικά αδιέξοδα που θα θέσουν σε δοκιμασία την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Κάτι που αντιβαίνει στο πολιτικό πνεύμα της παράταξης και του ενδιάμεσου χώρου και το οποίο πρέπει ν’ αποφευχθεί, κόντρα στα, φανερά πια, σχέδια κάποιων” τονίζει σε άρθρο του στα “Νέα” ο πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Φλωρίδης.
Αναλυτικά το άρθρο του Γ. Φλωρίδη:
Δημοκρατία, Εθνική Ασφάλεια και Πολιτικός Ανταγωνισμός
Είναι αδιαμφισβήτητο, ότι πρακτικές που αντιβαίνουν στο πολιτικό πνεύμα της Δημοκρατίας, νόμιμες ή νομότυπες, οφείλουν να εξηγούνται επαρκώς, ν’ αντιμετωπίζονται και, κυρίως, να διορθώνονται.
Αυτό αποτελεί καταστατική συνθήκη του ίδιου του δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ πρέπει να τονισθεί ότι σήμερα υπάρχουν και ειδικότεροι λόγοι σε παγκόσμια κλίμακα, σύμφωνα με τους οποίους οι αντιφάσεις και οι δυσλειτουργίες της Δημοκρατίας, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με περισσότερη Δημοκρατία.
Ταυτόχρονα, είναι επιτακτικό, εξαιτίας της πολυτάραχης μεταβατικής εποχής μας και των πολλαπλών κρίσεων και κινδύνων που φυτρώνουν στη διαδρομή της, να βρεθούν οι κατάλληλες ισορροπίες και δικλείδες ασφαλείας μεταξύ των δημοκρατικών προταγμάτων και της ιδιαίτερα σημαντικής αξίας για τη χώρα μας, της Εθνικής Ασφάλειας. Άσκηση όμως καθόλου εύκολη, όπως δείχνουν και τα γεγονότα.
Δημοκρατία και η Εθνική Ασφάλεια, ως κορυφαίες εθνικές αξίες, θα πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη προσοχή και ευαισθησία από τον εγχώριο πολιτικό ανταγωνισμό.
Συμβαίνει όμως έτσι; Τα κόμματα εξουσίας που έχουν δοκιμαστεί στην άσκησή της και τώρα βρίσκονται στην αντιπολίτευση, δεν έτυχε ν’ ακούσουν για τις χρόνιες παθογένειες και αβελτηρίες μηχανισμών, όπως η ΕΥΠ, όταν κυβέρνησαν; Μηχανισμοί, που όμως είναι απολύτως απαραίτητοι στη διασφάλιση των εθνικών συμφερόντων; Δεν γνωρίζουν τη διαχρονική προσπάθεια της χώρας να θέσει, άλλοτε επιτυχώς και άλλοτε όχι, υπό δημοκρατικό έλεγχο και να οργανώσει με σύγχρονο και εθνικά αποτελεσματικό τρόπο, τη λειτουργία αυτών των μηχανισμών;
Δεν υπαινίσσομαι κάτι, το λέω ευθέως: Η πολιτική αντίδραση των κομμάτων στις υποθέσεις παρακολουθήσεων, δεν αντιστοιχείται στο επίπεδο του γεγονότος καθαυτού. Πάσχει από αγχώδη και πληθωριστική πολιτικοποίηση. Ειδικά αυτή του ΣΥΡΙΖΑ, που από την πρώτη στιγμή ζητά παραίτηση του πρωθυπουργού και μιλά για κατάλυση της Δημοκρατίας, θέλοντας να χορογραφήσει σκηνικά παλαιότερων, όντως αντιδημοκρατικών, εποχών. Το δε ΠΑΣΟΚ, που δικαίως θεωρεί ότι θίγεται λόγω της προσωπικής διάστασης της υπόθεσης που αφορά την ηγεσία του, διατρέχει ένα μεγάλο κίνδυνο: Να συμπαρασυρθεί, εξαιτίας του προσωπικού χαρακτήρα που λαμβάνει η σύγκρουση μεταξύ του αρχηγού του και του πρωθυπουργού, σε δεσμευτικά αδιέξοδα που θα θέσουν σε δοκιμασία την πολιτική σταθερότητα της χώρας. Κάτι που αντιβαίνει στο πολιτικό πνεύμα της παράταξης και του ενδιάμεσου χώρου και το οποίο πρέπει ν’ αποφευχθεί, κόντρα στα, φανερά πια, σχέδια κάποιων.
Είναι σημαντικό, λοιπόν, για τις πολιτικές δυνάμεις, να μπορούν κάθε φορά να ζυγίζουν την βαρύτητα κρίσεων, να εκτιμούν το πώς αυτές συνδέονται με μείζονα αγαθά όπως η Δημοκρατία και η Εθνική Ασφάλεια και πώς θα μπορούσαν να τα υπερασπίσουν καλύτερα. Επίσης, αν το επιδιωκόμενο θεμιτό κομματικό όφελος, αντιστοιχείται με το μέγεθος και το βάρος των προβλημάτων και των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. Τέλος, αν έχουν πολιτική ενσυναίσθηση για την ποιότητα των εναλλακτικών λύσεων, που θα προτείνουν σύντομα στον ελληνικό λαό. Με άλλα λόγια, να πείθουν στοιχειωδώς ότι κριτήριο των αντιδράσεών τους είναι τα συμφέροντα της χώρας και όχι των κομμάτων τους.
Πάντως, το ασφαλές κριτήριο για την πορεία του πολιτικού ανταγωνισμού σε κάθε κρίση, παραμένει το κοίταγμα στον καθρέφτη της κοινωνίας. Οι πρώτες ενδείξεις, ίσως βοηθήσουν κόμματα και πολιτικούς να καταλάβουν καλύτερα, ότι η πολιτική που παράγουν είναι, κυρίως, κοντόφθαλμη για τα δύσκολα που έχουμε μπροστά μας.