Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου επισκέφθηκε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και συναντήθηκε με τον Πρόεδρό του Robert Spano, την Γενική Γραμματέα Μαριαλένα Τσίρλη και τον δικαστή Ιωάννη Κτιστάκι.
Στη συνέχεια, η κυρία Σακελλαροπούλου απηύθυνε χαιρετισμό στην επίσημη τελετή έναρξης του δικαστικού έτους του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Ακολουθεί ο χαιρετισμός της κυρίας Σακελλαροπούλου:
«Είναι μεγάλη τιμή και χαρά που βρίσκομαι σήμερα εδώ και απευθύνομαι στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το προσωπικό μου ενδιαφέρον και η αντίληψη της ύψιστης σημασίας της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου προέκυψε κατά τη μακρόχρονη σταδιοδρομία μου ως δικαστή και Προέδρου του ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας. Ως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, με ιδιαίτερη ικανοποίηση επιβεβαιώνω ότι οι δεσμοί μεταξύ της χώρας μου και του Συμβουλίου της Ευρώπης παραμένουν ισχυροί και αδιαμφισβήτητοι.
Η Ελλάδα επικύρωσε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αρχικά το 1953 και τελικά το 1974, μετά το τέλος της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η περίφημη “ελληνική υπόθεση” υπήρξε αποφασιστική στιγμή για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη συναφή διαμόρφωση πολιτικών και προτύπων.
Η αποχώρηση της Ελλάδας ανέδειξε την αξία της ελευθερίας, με αποτέλεσμα να επιταχυνθεί η απονομιμοποίηση της χούντας, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Στην αρχή της μεταδικτατορικής εποχής, που στην Ελλάδα αποκαλείται «Μεταπολίτευση», η υποδοχή και ερμηνεία του κειμένου εκ μέρους των δικαστών ήταν, το λιγότερο, διστακτική.
Η ελληνική έννομη τάξη και το δικαστικό σύστημα δεν ήταν εξοικειωμένοι με το κανονιστικό καθεστώς και πλαίσιο της Σύμβασης. Ωστόσο, σταδιακά η Ευρωπαϊκή Σύμβαση μετατράπηκε σε πολύτιμο εργαλείο για την κατανόηση όχι μόνο του ευρωπαϊκού δικαίου και της θεωρίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και του νοήματος του δικού μας Συντάγματος.
Επιπλέον, έχει αναγνωριστεί ως μέρος της καθημερινής μας γλώσσας και του κοινού νομικού μας λόγου, κυρίως μετά την κατοχύρωση της ατομικής προσφυγής. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, διακεκριμένοι Έλληνες νομικοί έχουν υπηρετήσει στο Δικαστήριο και ελληνικές αμφιλεγόμενες υποθέσεις έγιναν πρωτοσέλιδα.
Η νομολογία που προκύπτει από την εφαρμογή της Σύμβασης έχει αποτελέσει αφορμή για τη μεταρρύθμιση της εθνικής νομοθεσίας και του εθνικού δικαίου γενικότερα.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, η θρησκευτική ελευθερία, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης έχουν διασφαλιστεί αποτελεσματικότερα χάρη στην εκτέλεση των αποφάσεων του Δικαστηρίου.
Η εφαρμογή της Σύμβασης οδήγησε επίσης σε αλλαγές σε συνταγματικό επίπεδο: μια ερμηνευτική δήλωση προστέθηκε στο άρθρο 4 ενόψει της αναγνώρισης των αντιρρησιών συνείδησης, μετά την αντίστοιχη απόφαση. Αναθεωρήθηκε το άρθρο 57 του ελληνικού Συντάγματος, προκειμένου να υπάρξει συμμόρφωση σε μία ακόμη σημαντική απόφαση του Δικαστηρίου σχετικά με τα επαγγελματικά ασυμβίβαστα των Βουλευτών.
Η Σύμβαση έχει ενισχύσει τον σεβασμό σε εθνικό επίπεδο των μειονοτικών δικαιωμάτων και ταυτοτήτων, προωθώντας και επιβάλλοντας συμπεριληπτικές πολιτικές, όπως η επέκταση του συμφώνου συμβίωσης στα ομόφυλα ζευγάρια. Επιπρόσθετα, ο συνεχής και διαδραστικός διάλογος μεταξύ των ευρωπαϊκών και των εθνικών αρχών έχει συμβάλει στη μεγαλύτερη συμμετοχή των εθνικών δικαστηρίων στο σύστημα της Σύμβασης.
Έτσι, ο έλεγχος της συμβατικότητας έχει γίνει σημαντικό μέρος του υφιστάμενου δικαστικού ελέγχου των νόμων, προκειμένου να αποτρέπονται οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να εξασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους προς τα πρότυπα της ΕΣΔΑ. Η συνεκτίμηση της νομολογίας του Στρασβούργου αποτελεί βασική υποχρέωση των δικαστηρίων και των εθνικών αρχών.
Η ιδέα ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι ένα δυναμικό και ζωντανό κείμενο αποτέλεσε εξαρχής ένα κρίσιμο χαρακτηριστικό της νομολογίας του Στρασβούργου. Η εξελικτική ερμηνεία είναι εγγενής στον ρόλο και τη νομιμοποίηση του Δικαστηρίου. Επιπλέον, αυτή η θεμελιώδης ιδέα αντανακλά την πρόοδο και το βάθος του ευρωπαϊκού κοινωνικού συμβολαίου.
Η Σύμβαση και οι αποφάσεις του Δικαστηρίου συνιστούν τον κοινό μας τόπο, υπερβαίνοντας τα όρια του δικαίου και σφυρηλατώντας την ευρωπαϊκή μας κουλτούρα και τον τρόπο ζωής, χωρίς να καταργούν τις εθνικές ταυτότητες ή να υποτιμούν τη δίκαιη ισορροπία μεταξύ κοσμοπολιτισμού και πατριωτισμού. Η συμφιλίωση του ρεαλισμού και του ιδεαλισμού φαίνεται να είναι το μείζον και απαιτητικό έργο της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και των δικαστηρίων.
Οι διαδοχικές κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας αμφισβήτησαν την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και επαναπροσδιόρισαν την έννοια του γενικού συμφέροντος και τη θεωρία του περιθωρίου εκτίμησης των κρατών μελών, μαζί με τη θεμελιώδη αρχή της “δημοκρατικής κοινωνίας”.
Σύμφωνα με την πρόσφατη ετήσια έκθεση της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, το σύστημα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αντιμετωπίζει πολλές προκλήσεις, καθώς πιο περίπλοκες υποθέσεις φτάνουν στο Δικαστήριο και οι κυβερνήσεις δυσκολεύονται ολοένα και περισσότερο να ανταποκριθούν γρήγορα στις αποφάσεις.
Η αποπομπή της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης θα έχει συνέπειες, ενώ τονίζει την εξέχουσα θέση της Σύμβασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Η πανδημία της Covid-19 όχι μόνο έχει πλήξει σοβαρά τη δημόσια υγεία, αλλά έχει φανερώσει και τα όρια της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου.
Από τη μια πλευρά, η έντονη παρέμβαση στις ελευθερίες μας και η παρέκκλιση ορισμένων κρατών μελών από τη Σύμβαση δείχνουν τον επείγοντα χαρακτήρα του δικαίου της κρίσης, μια αλλαγή παραδείγματος που είναι μάλλον απαισιόδοξη για το μέλλον των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από την άλλη, η διατήρηση, από ρεπουμπλικανική σκοπιά, της δημόσιας υγείας ως κοινού αγαθού αντικατοπτρίζει τη ζωτική και επείγουσα ανάγκη διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής. Η πίεση στα δικαιώματα και οι ακραίες πρόσφατες συνθήκες, με άλλα λόγια η άτυπη ή τυπική κατάσταση ανάγκης, επιβάλλουν νομοθετικό και δικαστικό πραγματισμό.
Ωστόσο, οι κοινές μας αξίες και πεποιθήσεις, η ελευθερία, η ισότητα και η αλληλεγγύη, δεν πρέπει να υπονομεύονται ούτε να περιθωριοποιούνται. Η απόφαση Vavřička ήταν θεμελιώδης υπό το φως των εθνικών υποθέσεων σχετικά με τον υποχρεωτικό εμβολιασμό και το Δικαστήριο αποδείχθηκε πραγματικός ηγέτης σε αυτό το ζήτημα, υπογραμμίζοντας την έννοια της κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ των ευάλωτων.
Επίσης, όσον αφορά τις πιο πρόσφατες υποθέσεις που αφορούσαν εισβολές της Ρωσίας σε γειτονικές της χώρες, το ΕΔΔΑ στάθηκε επάξια στο ύψος των περιστάσεων εκδίδοντας προσωρινά μέτρα κατά της Ρωσίας σχετικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σήμερα, το ευρωπαϊκό κεκτημένο του κράτους δικαίου αμφισβητείται ευρέως, ακόμη και εντός των ευρωπαϊκών συνόρων. Ο Γενικός Γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης μας προειδοποίησε για αυτή τη “δημοκρατική οπισθοδρόμηση”.
Νέα αυταρχικά και λαϊκιστικά καθεστώτα βάλλουν κατά της ελευθερίας της έκφρασης και της δικαστικής ανεξαρτησίας και αντιτίθενται στα θεμέλια της φιλελεύθερης δημοκρατίας στο όνομα της αρχής της πλειοψηφίας. Το Δικαστήριο έχει αναπτύξει σημαντική νομολογία σχετικά με την αμεροληψία και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης. Το ίδιο ισχύει και για το μεταναστευτικό ζήτημα, όπου το Δικαστήριο έχει επισημάνει την υποχρέωση των κρατών να σεβαστούν τη Σύμβαση και την αρχή της μη επαναπροώθησης.
Κυρίες και κύριοι,
Η διασφάλιση και η εδραίωση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου σε περιόδους κρίσης δεν είναι καθαρά διαδικαστικό ζήτημα. Για να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις, πρέπει να διατηρήσουμε τις βασικές και κοινές μας αξίες, τον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας και της αμοιβαίας κατανόησης που καθιστά ακόμα και τώρα την Ευρώπη προνομιακή περιοχή του πλανήτη μας. Από την ανεξάντλητη κληρονομιά των ιδρυτών μας, εδώ στο Στρασβούργο, αντλούμε τη δύναμη και τη ζωτικότητα της κοινής μας μοίρας.
Σας ευχαριστώ».