Την ύπαρξη αισιοδοξίας μεταξύ των εργαζομένων ως προς την βελτίωση της οικονομικής κατάστασης στην Ελλάδα επισημαίνει η έρευνα Workmonitor της Randstad.
Συγκεκριμένα, το 70% των ερωτηθέντων εργαζομένων πιστεύει σε καλύτερα αποτελέσματα για την επιχείρηση στην οποία απασχολείται. Το 56% θεωρεί πως η οικονομική κατάσταση στην χώρα θα βελτιωθεί το 2020. Το 40% των εργαζομένων πιστεύει ότι θα πάρει αύξηση το 2020 ενώ το 38% ότι θα λάβει κάποιας μορφής bonus στο τέλος του οικονομικού έτους.
«Υπάρχει μια διάχυτη αισιοδοξία ότι το 2020 θα είναι μια καλύτερη χρονιά για εργαζομένους και εργοδότες στην Ελλάδα και προς το τέλος του Απριλίου θα έχουμε μια πιο σαφή εικόνα αν θα επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις αυτές», σημειώνει η Leigh Ostergard, Διευθύνουσα Σύμβουλος της Randstad στην Ελλάδα.
Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, το συντριπτικό ποσοστό των Ελλήνων εργαζομένων επιτρέπει την εμπλοκή της εργασίας στον προσωπικό του χρόνο με το 71% των ερωτηθέντων να υποστηρίζουν ότι απαντούν άμεσα σε τηλεφωνήματα, emails και μηνύματα σχετικά με την εργασία τους, πέραν του ωραρίου εργασίας με τον παγκόσμιο μέσο όρο να είναι στο 59%. Το ποσοστό αυτό φέρνει την Ελλάδα στην 5η θέση παγκοσμίως πίσω από την την Ινδία, την Κίνα, την Τουρκία και τη Μαλαισία.
Η στάση αυτή των Ελλήνων εργαζόμενων δεν φαίνεται, σύμφωνα με την έρευνα, να είναι απολύτως εθελοντική αφού το 55% δήλωσε πως ο εργοδότης τους αναμένει από τους υπαλλήλους να είναι διαθέσιμοι εκτός κανονικού ωραρίου εργασίας, ποσοστό που κινείται λίγο κάτω από το παγκόσμιο μέσο όρο που είναι 56%.
Στην Ελλάδα το 48% των εργαζομένων υποστηρίζει ότι ο εργοδότης αναμένει να είναι διαθέσιμοι μέσω τηλεφώνου, μηνύματος ή email κατά τη διάρκεια των διακοπών ή ρεπό. Το 33% επιλέγει να ασχοληθεί με ζητήματα της εργασίας του κατά τη διάρκεια των διακοπών γιατί προτιμούν να διατηρούν την επαφή τους με αυτή. Το 44% νιώθει την πίεση να απαντήσει σε τηλεφωνήματα, μηνύματα ή email σχετικά με την εργασία τους ενώ το 70% συμφωνεί πως όταν βρίσκεται σε διακοπές θα ήθελε να μην απασχολείται καθόλου με την εργασία του.
Στον αντίποδα των παραπάνω ευρημάτων φαίνεται ότι έχει γίνει ευρέως αποδεκτή και η λογική της επίλυσης προσωπικών θεμάτων κατά τη διάρκεια του ωραρίου εργασίας με το 60% να δηλώνουν πως μερικές φορές απασχολούνται με προσωπικά ζητήματα εν ώρα εργασίας.
Ο Δείκτης Κινητικότητας της Randstad για την αγορά εργασίας υπολογίζει τον αριθμό των εργαζομένων που αναμένουν να αλλάξουν επάγγελμα μέσα στους επόμενους έξι (6) μήνες. Ο Δείκτης βασίζεται στην τρέχουσα εργασιακή ικανοποίηση του υπαλλήλου, τον φόβο απόλυσης, την ανάγκη του για νέες προσωπικές προκλήσεις, καθώς και το επίπεδο αισιοδοξίας που έχει ότι θα βρει απασχόληση σε νέο εργοδότη.
Στην Ελλάδα, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι δεν αναμένουν να απασχοληθούν σε νέο εργοδότη τους επόμενους έξι μήνες. Ο δείκτης κινητικότητας για την Ελλάδα, μειώθηκε κατά 3 μονάδες από τις 107 στις 104, για το τέταρτο τρίμηνο του 2019. Ο παγκόσμιος δείκτης κινητικότητας παρέμεινε σταθερός στις 114 μονάδες. Το συγκεκριμένο τετράμηνο τα χαμηλότερα ποσοστά κινητικότητας παρατηρήθηκαν στην Κίνα (-6), τη Νορβηγία (-5), τη Σουηδία και την Ιταλία (-4). Τα υψηλότερα ποσοστά κινητικότητας παρατηρήθηκαν στη Νέα Ζηλανδία (+8), τη Γερμανία (+5), την Ελβετία (+), το Μεξικό, την Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο (+4). Αλλαγές στα ποσοστά κινητικότητας δεν παρατηρήθηκαν στη Χιλή, το Χονγκ Κονγκ, τη Μαλαισία και την Ισπανία.
Οι Έλληνες ερωτηθέντες απάντησαν ότι κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2019 μειώθηκε η επιθυμία τους να αλλάξουν εργοδότη και εργασιακό περιβάλλον. Το 30% δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να αλλάξει εργασιακό περιβάλλον, σε αντίθεση με το 32% που υπήρχε κατά το τρίτο τρίμηνο του ίδιου έτους.
Το ποσοστό των εργαζομένων στην Ελλάδα, οι οποίοι άλλαξαν εργασία τους τελευταίους 6 μήνες, μειώθηκε κατά 4,5% σε 18%, αναφορικά με το τρίτο τρίμηνο του 2019. Οι βασικοί λόγοι αλλαγής εργασίας είναι: αναζήτηση καλύτερων επαγγελματικών συνθηκών (40%), δυσαρέσκεια προς τον εργοδότη (25%) και προσωπική διάθεση για αλλαγή (18%). Το 30% των Ελλήνων ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν ότι αναζητούν νέα θέση εργασίας, ένα ποσοστό μείωσης 2% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο.
Το 70% δήλωσε ότι, αν χρειαστεί να βρουν μια νέα θέση εργασίας, θα είναι σε θέση να βρουν μια αντίστοιχη. Το 65% εκτιμά ότι, αν χρειαστεί να βρουν μια διαφορετική θέση εργασίας, θα είναι σε θέση να βρουν μια αντίστοιχη σε διαφορετικό εργοδότη.
Όταν ρωτήθηκαν, το 27% των Ελλήνων ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα, δήλωσαν ότι ανησυχούν ότι θα χάσουν την εργασία τους, μειωμένο κατά 2% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2019.
Φόβος απώλειας θέσης εργασίας κατά ηλικιακή ομάδα:
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνας, στην Ελλάδα, η εργασιακή ικανοποίηση αυξήθηκε κατά 2% σε σχέση με τελευταίο τρίμηνο, καθώς το 65% των Ελλήνων εργαζομένων δήλωσαν ότι είναι ευχαριστημένοι με την εργασία τους.