Η δήλωση του πρωθυπουργού από το βήμα της ΔΕΘ ότι το ποσοστό 5,9% του ρυθμού ανάπτυξης εφέτος είναι «το ελάχιστο» και «απολύτως ασφαλής πρόβλεψη», αφενός σημαίνει ότι αυτομάτως δημιουργείται για το τρέχον έτος ένας πρόσθετος δημοσιονομικός χώρος 2,3 μονάδων (σε σχέση με την αρχική εκτίμηση για άνοδο του ΑΕΠ κατά 3,6%), ενώ αφετέρου θα υπάρξει μια υψηλότερη της προβλεπόμενης θετική επίδραση από το δ’ τρίμηνο εφέτος στο α’ τρίμηνο του 2022.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η υψηλότερη βάση εκκίνησης για τον ρυθμό ανάπτυξης το επόμενο έτος (έως σήμερα η εκτίμηση είναι για 6,2%), σε συνδυασμό με την εισροή κοινοτικών πόρων ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ, δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε η χώρα να έχει υπερβεί την κρίση τού κορονοϊού μέσα σε δύο χρόνια. Με στόχο της κυβερνητικής πολιτικής, τη «δημιουργία πλούτου στη χώρα και μετά το μέρισμα να κατανέμεται δίκαια σε όλους».
Ωστόσο, οι εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη κινήθηκαν και με γνώμονα την ισορροπία η οποία πρέπει να τηρείται μεταξύ της ανάγκης να στηριχθεί η αγορά μετά την κρίση, αλλά και να διαφυλαχθεί ο στόχος για την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα και στη δημοσιονομική πειθαρχία. Εν προκειμένω, η ρήτρα διαφυγής θα ισχύσει, λόγω των έκτακτων συνθηκών από την πανδημία, και για το 2022, όμως από το 2023 θα τεθεί εκ νέου σε ισχύ το Σύμφωνο Σταθερότητας, με τις όποιες αλλαγές προκύψουν από τη συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο που θα πραγματοποιηθεί κυρίως το επόμενο έτος.
Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι ο πρωθυπουργός δήλωσε κατά τη συνέντευξη Τύπου ότι «η πολιτική μας είναι μετρημένη και όχι επεκτατική. Δεν θέτουμε σε κίνδυνο τη δημοσιονομική σταθερότητα. Οι πρώτες που θα αντιδρούσαν θα ήταν οι αγορές και δεν θα μας δάνειζαν με χαμηλά επιτόκια».
Ερωτηθείς δε για το Σύμφωνο Σταθερότητας, χαρακτήρισε ως «δεδομένο» ότι αυτό θα αλλάξει, καθώς τώρα δημιουργεί συνθήκες αυτοτροφοδοτούμενων κρίσεων. Πρόσθεσε ότι από το 2023 η Ευρώπη θα επανέλθει σε ρυθμούς κανονικότητας, κάτι που θα ισχύει και ως προς την Ελλάδα για την επίτευξη των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Όμως επισήμανε ότι όσο μεγαλύτερη θα είναι η ανάπτυξη τόσο ευκολότερα θα επιτυγχάνονται αυτοί οι στόχοι και θα μειωθεί ο λόγος του δημοσίου χρέους ως προς το ΑΕΠ.
Για την επίτευξη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, η κυβέρνηση βασίζεται και στο εκτεταμένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, ειδικά σε δίκτυα στρατηγικής σημασίας, τα οποία αποτελούν σημείο ενδιαφέροντος για τους επενδυτές. Και όπως χαρακτηριστικά είπε ο πρωθυπουργός, σε διάφορες περιοχές της χώρας βρίσκονται σε εξέλιξη μεγάλες επενδύσεις που φτάνουν στα 10 δισ. ευρώ.
Στην ομιλία του στη ΔΕΘ, αναφέρθηκε παράλληλα στην ολοκλήρωση της παραχώρησης της Εγνατίας Οδού (θα αποφέρει στα δημόσια ταμεία, σε βάθος χρόνου, περισσότερα από 2 δισ. ευρώ), στην πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ έναντι 2,1 δισ. ευρώ, στο ότι ξεκίνησε το έργο της ανάπλασης του Ελληνικού, στη δρομολόγηση του Βόρειου Οδικού Άξονα της Κρήτης, στην ένωση του νησιού με υπόγειο ηλεκτρικό δίκτυο με την ηπειρωτική χώρα και στο ότι θεμελιώθηκε ήδη το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι. Επίσης, είπε ότι προχωρούν κρίσιμα έργα, όπως το βόρειο τμήμα του Ε65 που θα συνδέσει τη Θεσσαλία και την Κεντρική Ελλάδα με τη Δυτική Μακεδονία, ενώ το Μετρό της Θεσσαλονίκης θα είναι έτοιμο στα τέλη του 2023, και στην Αθήνα η Γραμμή 4 θα εξυπηρετεί- όταν ολοκληρωθεί- 1.000.000 επιβάτες. Η χώρα, πρόσθεσε, διαθέτει πλέον 14 ανακαινισμένα αεροδρόμια και είναι ήδη έτοιμα να αξιοποιηθούν τέσσερα σημαντικά λιμάνια, για να ακολουθήσουν έξι ακόμη, ενώ σε νέα τροχιά κινούνται τα ναυπηγεία και η αμυντική βιομηχανία.
Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, όλα αυτά αποδεικνύουν την ανάταση του επενδυτικού περιβάλλοντος και την εμπιστοσύνη των ξένων θεσμικών και στρατηγικών επενδυτών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Κάτι που επιβεβαιώνεται, δήλωσε, και από μια ακόμα αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, αυτή τη φορά από τον οίκο Scope Rating.